Κάποιες φορές στο δρόμο μου συναντώ ένα παραμύθι ...Κάθομαι τότε και πιάνουμε κουβέντα ...
Της Ελένης Μπετεινάκη
Στον Ιούλη τον Δευτερόλη και Χορτοκόπο!
Μέρες τώρα τριγυρίζω τα σοκάκια των Αρχανών. Ψάχνω να βρω
ψεγάδια στις μαγικές αυλές του …Παραδείσου. Μόνο χρώμα, ομορφιά και καλοκαίρι
παντού. Μόνο ζωή που υμνείται στα πέταλα ενός κατακόκκινου τριαντάφυλλου, μια
μανόλιας που σε μεθά με τ’ άρωμά της. Χθες βράδυ ξενύχτησα σε ένα παραμύθι-δρόμο
κι έπιασα κουβέντα με τις κολοκύθες, τους κρητικούς τσούκους και τ’ αστέρια. Ξάπλωσα
πάνω στην πέτρα που΄ταν βαμμένη στις άκρες της με ασβέστη που ΄λαμπε πιο πολύ απ’
το φως του μισοφέγγαρου. Πόσα πράγματα συζητήσαμε με τους χρωματιστούς φίλους
μου. Όλοι είχανε μια χαρά που θα΄ρχοταν τα μεσάνυχτα ο Ιούλιος κι ας ξέρανε πως
θα τρέχε ποτάμι ο ιδρώτας από τα κορμιά τους και θα ΄θελαν πιο πολύ από ποτέ το
δροσερό νερό να τους ποτίσει. Ένας γρύλος κρύφτηκε πίσω από το φανάρι που δίνε
στον τόπο μαγικό φωτισμό κι ένιωσα πως που μιλούσε για τα όμορφα, τα περασμένα
και μάντευε τα μελλούμενα που θα φέρνε τούτος ο Δευτερόλης μήνας, ο Χορτοκόπος.
Στα μποστάνια μπήκα και μάζεψα όλους τους ανθούς των
κολοκυθιών. Σε ένα μεγάλο κοφίνι έβαλα τα ώριμα αγγουράκια, τις ντομάτες και τα
μεστωμένα καρπούζια. Έκαιγε το χώμα, έσκαγε η γης ζητώντας παρηγοριά σε λίγες
σταγόνες δροσιάς.
Έτρεξα στα κατακίτρινα χωράφια με τα φρεσκοκομμένα δεμάτια από στάχυα… Τ’ αλώνια γύρεψα τα κυκλικά κι ασπρισμένα. Να στήσω χορό κι εγώ μαζί με τα βόδια που γυρνούσαν τραβώντας το βολόσυρο*. Να πιάσω το θρινάκι*, να φυσήξει ο αγέρας να πάρει ψηλά το ελαφρύ άχυρο, να πέσει στα πόδια μου ο καρπός. Να τον κοσκινίσω ύστερα με το δριμόνι*, να διώξω τα σκύβαλα* και τις πέτρες, να ξεχωρίσει το πολύτιμο στάρι να ΄ναι έτοιμο για φόρτωμα και να σταλεί στην Κάτω Πέτρα του Μύλου. Κι εκεί τις νύχτες να ξυπνήσουν τ’ αερικά κι οι νεραΐδες και στήσουν παράξενο γλέντι με τους αλαφροΐσκιωτους λυράρηδες.
Να κοιμηθώ θέλησα τις νύχτες κάτω από τον ξάστερο ουρανό,
πάνω στις ζεματισμένες από την κάψα του ήλιου ταράτσες. Και έψαχνα να βρω όλους
τους αστερισμούς. Πιο καθαροί από ποτέ η Μικρή κι Μεγάλη Άρκτος, ο Περσέας, η
Κασσιόπη, ο Ερμής. Ο Πήγασος, ο Λέοντας και κει κατά το ξημέρωμα ο Σκορπιός να καλημερίζει
τον Ήλιο, το αφέντη της μέρας…
Κι ύστερα θέλησα να χωθώ κάτω από τα πλατιά φύλλα της συκιάς με το γαλακτερό υγρό και ας την φοβούνταν οι παλιοί γατί τα κλαδιά της μοιάζανε με μάγισσες που είχαν ανοίξει τα χέρια να αρπάξουν όλα τα καλούδια της γης. Να γευτώ τον πολύτιμο καρπό της. Να σκαρφαλώσω στην μεγάλη καρυδιά, να γίνουνε μαύρα τα χέρια από τα φρέσκα καρύδια. Να κόψω όλες τις κοντούλες (αχλάδια) και τα κεράσια απ’ το περβόλι μας στη Ρίζα του βουνού.
Να χαθώ στα δεκάδες ξωκλήσια που είναι στημένα τα πιο
τρανά πανηγύρια του χρόνου. Της Αγιά Μαρίνας, του Αϊ Λια, της Αγίας Χριστίνας,
της Αγίας Παρασκευής και του Αγίου Παντελεήμονα. Να μυρίσει ο αγέρας καπρικό
και φύλλα λεμονιάς. Να μαζέψω χωνιά με τις ζαχαρωτές μαντινάδες και τα μικρά ψεύτικα
δακτυλίδια που ήτανε γιομάτοι οι πάγκοι
των μικροπωλητάδων.
Δημήτρης Γιολδάσης |
Κουβέντα στην κουβέντα και θύμηση στη θύμηση κόντευε να
τελειώσει το παραμύθι μέσα στην λουλουδιασμένη αυλή και να ΄σου φουριόζος ο
Ιούλης με ένα χαμόγελο που άστραψε η νύχτα. Όλα τούτα κρατούσε στο σεντούκι
του. Ξυπόλυτος και ολόφρεσκος μου ‘δωσε το χέρι να με τραβήξει να φύγουμε να
προλάβουμε την Ανατολή που θα ήταν, λέει
η πιο λαμπρή των τελευταίων ημερών…. Τον ακολούθησα, ήθελα να μαζέψω κι άλλες εικόνες, καινούργιες τούτη τη φορά
από τα ψαροκάικα, τα γαλανά νερά της θάλασσας και τον πέτρινο όγκο του Άρχοντα-Κούλε
στο έμπα του δικού μας λιμανιού. Να πιάσουμε
καινούργια κλωστή για το καλωσόρισμα του
δεύτερου μήνα του καλοκαιριού. Να ξεκινήσουμε κουβέντες για καινούργιο παραμύθι!
Δημήτρης Γιολδάσης |
Ιούλιος μπήκε αλωνάρης, αλωνιστής, αλωνίτης, αλωνιάτης,
αλωνευτής, χαλαζάρης, δευτερόλης, δευτερογιούλης, Αηλιάς ή Αηλιάτης, Φουσκομηνάς,
Χασκομηνάς, Γυαλιστής ή Γυαλινός, Αηκερατίτης και Χορτοκόπος. Ονομασίες
που συναντάμε σε διάφορα μέρη της Ελλάδας και δηλώνουν συνήθως τις γεωργικές
δουλειές ή συνήθειες που ίσχυαν για κάθε τόπο.
Πρωτομηνιά είναι η
γιορτή είναι των
Αγίων Αναργύρων που τους ονόμασαν έτσι γιατί αν και γιατροί ποτέ δε
έπαιρναν ούτε ένα “αργύριο” για να θεραπεύσουν κάποιον. Tην επομένη στις
2 του μήνα, είναι της Παναγιάς της Βλαχέραινας ή Καψοδεματούσας γιατί λένε πως έκαιγε στ ‘αλώνια τα δεμάτια
αυτών που δεν κρατούσαν αργία τούτη τη μέρα. Στις 3 του Ιούλη γιορτάζει ο Άγιος
Υάκινθος, ο δικός μας άγιος του
έρωτα και των αγνών αισθημάτων, της δημιουργίας και της έμπνευσης . Στις
4 του μήνα είναι του Αγίου Ανδρέα Κρήτης, στις 7 της Αγίας Κυριακής, στις 8 του
Αγίου Προκοπίου, στις 15 του Αγίου Κήρυκου του Ιουλίτη προστάτη των
παιδιών για τους τραυματισμούς, ίσαμε
την μεγάλη γιορτή της Αγιά Μαρίνας στις 17. Εκείνη τη μέρα
λένε πως είναι ώριμα τα σταφύλια και τα σύκα γι αυτό και η μνήμη της
γιορτάζεται με εξόδους στα αμπέλια και στους λαχανόκηπους με τις μεγάλες
συκιές και τα παράξενα φύλλα που τις
νύχτες με φεγγάρι για όλους όσους ξενυχτούσαν στην εξοχή έπαιρναν μορφή και
άλλοτε γινόταν μάγισσες , άλλοτε νεράιδες ή φοβέρες νυχτερίδες που τρόμαζαν
καθώς κουνιόταν με το πρώτο αεράκι που συντρόφευε τις καυτερές νύχτες του
Δευτερόλη μήνα . Η Αγιά Μαρίνα προστάτευε
και από τα βλαπτικά ζωύφια γι αυτό και γινότανε αγιασμός και ραντισμός
των σπαρτών από τα σκαθάρια και τα άλλα «έχνη» που γέμιζαν τα χωράφια. Ακόμα
λένε πως η Αγία είναι προστάτιδα των καχεκτικών παιδιών και « μάραινε» τα
εξανθήματα από την ευλογιά !
Νικόλαος Σαντοριναίος |
Θέ μου βρέξε μια
βροχή, μια βροχή μια σιγανή, μια βροχή καλή βροχή.
Σε πολλά ξωκλήσια επίσης επειδή πίστευαν πως και τούτος ο
Προφήτης προστάτευε από αρρώστιες γινόταν περισχοινισμός δηλαδή περιτύλιξη της
εκκλησίας με κέρινο νήμα αλλά και του ασθενή ή τύλιγαν το κεφάλι του με
στάχυα και έτσι έφευγε ο πόνος.
«Μέρες ετοιμαζόμασταν για το πανηγύρι του Αγίου Παντελεήμονα που γινόταν στο διπλανό χωριό. Ξέραμε πως θα βρίσκαμε όλα τα παιχνίδια που είχαμε ονειρευτεί και μετράγαμε ξανά και ξανά το χαρτζιλίκι μας να δούμε αν θα μας έφτανε. Από νωρίς το πρωί σαν ξημέρωνε η παραμονή πλέναμε την καρότσα του φορτηγού και σαν στέγνωνε στρώναμε την κουβέρτα και περιμέναμε να βραδιάσει. Και σαν έφτανε η πολυπόθητη ώρα ξαπλώναμε όλοι και δεν μας ένοιαζαν ούτε οι λακκούβες στο δρόμο, ούτε ο φοβερός θόρυβος της μηχανής. Ήμασταν τόσο κοντά στο όνειρο …
Φτάναμε στους Κουνάβους κι αν και έπρεπε να παρκάρουμε πολύ μακριά , δεν το σκεφτόμασταν, μόνο να φτάσουμε γρήγορα θέλαμε, να ανάψουμε ένα κερί στη χάρη του Αγίου και να ψωνίσουμε τις μοναδικές μαντινάδες, άλλοτε σε χάρτινη σακούλα, άλλοτε σε χωνί από εφημερίδα. Μαντινάδες ζαχαρωτά, ροζ, πράσινες, μπλε και λευκές. Δύο δραχμές δίναμε κι η ευτυχία κρατούσε μέρες, ευτυχία κλεισμένη σ' ένα μικρό χαρτάκι που διαβάζαμε τι μας έτυχε σαν γλείφαμε όλο το ζαχαρωτό. Κι ύστερα τρώγαμε καπρικό στα λεμονόφυλλα και παίρναμε ένα σωρό δακτυλίδια με πολύχρωμες πλαστικές πέτρες σε σχήμα καρδιάς και βραχιόλια από έναν πάγκο που είχε χιλιάδες μικροπράγματα κι ένοιωθα πριγκίπισσα αληθινή, έχοντας ξοδέψει ...μία δραχμή και ένα πενηνταράκι …
Το όνειρο και για τούτο το καλοκαίρι είχε βγει αληθινό!».
Καλό μας μήνα !
*θρυνάκι = ξύλινο εργαλείο λιχνίσματος
*σκύβαλα =οι κόνδυλοι των σταχιών
*δριμόνι = Μεγάλο κόσκινο με
διάμετρο ένα μέτρο
*βολόσυρος = Ξύλινο εργαλείο αλωνίσματος με πριονωτά σίδερα και χαλίκια
από κάτω για τον τεμαχισμό των σιτηρών
Πηγές :
Μουσείο Μπενάκη : « Παραδοσιακές καλλιέργειες », Αθήνα 1978
Γ.Α. Μέγα « Ελληνικαί εορταί και έθιμα της λαϊκής λατρείας
»,Αθήνα 1963
Εφημερίδα ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ
Τα καλοκαιρινά, Δημ. Λουκάτος, εκδ. Φιλιππότη
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου