Το παραμύθι της βροχής

Παρασκευή 21 Απριλίου 2023

Το δικό μου λουλούδι*… στα Παραμύθια του Σαββάτου!

Της Ελένης Μπετεινάκη

Τον θυμάστε τον μικρό σκίουρο; (https://www.cretalive.gr/politismos/i-kiki-o-zak-o-kleftis-ton-fyllon-kai-terataki-ton-hromaton-sta-paramythia-toy-sabbatoy)

Μόλις τώρα ξεκινά μια νέα περιπέτεια ζωής για μια διαφορετική εποχή του χρόνου. Η πρώτη δουλειά του μόλις ξυπνήσει είναι να καλημερίσει τη μέρα, τον ήλιο, τα φύλλα κι όλα τα ζωντανά  τριγύρω από το σπίτι του. Και τότε ακούει τιτιβίσματα και μικρές φωνές και μια «φασαρία» που δεν την καταλαβαίνει. Ο φίλος του, «το Πουλί», θα του λύσει τις απορίες του και θα του υπενθυμίσει πως όλα όσα βλέπει και ακούει προμηνύουν πως ήρθε η Άνοιξη. Και τότε το βλέπει μπροστά του. Ένα μικρό κίτρινο λουλούδι ανάμεσα στα δέντρα που ζουν οι δυο φίλοι και που ο σκίουρος το υιοθετεί σαν…δικό του! Αρχίζει λοιπόν από την επόμενη μέρα να το φροντίζει υπερ-προστατεύοντας το. Φοβάται μην το φυσήξει ο αέρας, μην το «κτυπήσει» η βροχή, μην το δαγκώσει η μέλισσα… Και το Πουλί του εξηγεί πως όλα τούτα που προσπαθεί να τα διώξει μακριά κάνουν καλό στο λουλούδι κι επίσης πως ένα αγριολούλουδο όπως αυτό ανήκει σε όλους. Όμως ο σκίουρος επιμένει στην δική του άποψη και κρύβει το μικρό λουλουδάκι κάτω από ένα κουβά. Όπως ήταν φυσικό, εκείνο μαράζωσε και κόντεψε να χαθεί τελείως. Τότε μόνο ο σκίουρος κατάλαβε πώς για να ζήσει το λουλούδι (και ο άνθρωπος), χρειάζεται αέρα, φως και χώρο να αναπνεύσει και να  αναπτυχθεί.

Οι τύψεις και η στεναχώρια βαραίνουν τον μικρό Σκίουρο που δε  μπορεί να κοιμηθεί όλη τη νύχτα. Το πρωί μια έκπληξη τον περιμένει κι ας επιμένει πως το μικρό εκείνο λουλουδάκι το κίτρινο ήταν μόνο δικό του!

Μια ανοιξιάτική και πολύ τρυφερή ιστορία της Alice Hemming γεμάτη χρώμα, μυρωδιές, συναισθήματα και συμβουλές.

Ποιος μας βοηθάει στα δύσκολα; Ο φίλος μας που θα είναι εκεί να μας ακούσει, να μας συμβουλέψει και να μας αποτρέψει όσο γίνεται από τις κακοτοπιές.

Ότι υπάρχει στη Φύση δεν είναι ιδιοκτησία κανενός. Ο Μικρός σκίουρος επιμένει με τον εγωισμό να νικάει την λογική σε ότι αφορά την κίτρινη μαργαρίτα.


Θυμόμαστε  τον Μικρό Πρίγκιπα με το τριαντάφυλλό του και την ιδιαίτερη σχέση της αγάπης, της προσοχής, του νιασίματος αλλά και ότι αφορά την  ιδιοκτησία.

Η Alice Hemming με το κείμενό της βοηθάει τα μικρά παιδιά να αντιληφθούν τι συμβαίνει στη Φύση την Άνοιξη και να μπουν στη διαδικασία να ψάξουν περισσότερα για τη ζωή των λουλουδιών, είτε αυτά καλλιεργούνται σε σπίτια και κήπους, είτε είναι αγριολούλουδα. Θα μάθουν τους εχθρούς και φίλους τους, τους τρόπους προστασίας και τι κάνουν οι μέλισσες με αυτά. Με χιούμορ και πολύ πρωτότυπο τρόπο θα μας αποκαλύψει τις  αλλαγές γύρω μας την Άνοιξη.

Τα παιδιά θα μάθουν νέες λέξεις και θα αναζητήσουν πιθανόν να μάθουν περισσότερα και για τα έντομα, τα πουλιά και τις μεταβολές του καιρού.

Επίσης θα καταλάβουν πως την Φύση την σεβόμαστε και φροντίζουμε να την διατηρούμε καθαρή, ζωντανή και να την χαιρόμαστε για όσα μας προσφέρει. Τίποτα απ΄ ότι  γεννιέται γύρω μας δεν μας ανήκει. Ούτε καν τα παιδιά μας. Είναι ζωή, δημιουργία, σκοπός και οξυγόνο…

Φροντίδα, εν συναίσθηση, χαρά, ομορφιά είναι μερικά από τα συναισθήματα που μας δημιουργεί η ανάγνωση του βιβλίου. Η εικονογράφηση του Nicola Slater εντείνει αυτά τα συναισθήματα μας και μας γεμίζει αισιοδοξία, ομορφιά και ζωντάνια.

Διαβάστε εδώ ένα μικρό απόσπασμα: https://ikarosbooks.gr/1133-diko-moy-loyloydi.html

*Το δικό μου λουλούδι, Alice Hemming, εικ: Nicola Slater, (μετάφραση : Φίλιππος Μανδηλαράς) εκδ. Ίκαρος

 

https://zhtunteanagnostes.blogspot.com/

O Δον Κιχώτης στα Παραμύθια του Σαββάτου!


Της Ελένης Μπετεινάκη

Ήταν 16 Ιανουάριου του 1605 όταν εκδίδεται για πρώτη φορά  το μυθιστόρημα «Δον Κιχώτης»  από τον Ισπανό συγγραφέα  Μιγκέλ ντε Θερβάντες Σααβέδρα. Θεωρείται ένα μεγάλο κλασσικό έργο της Λογοτεχνίας σε παγκόσμιο επίπεδο και πάρα τα 418 χρόνια από την κυκλοφορία του παραμένει ένα αριστούργημα ως τις μέρες μας. Για να είμαστε απόλυτα ακριβής στα 1605 κυκλοφόρησε το πρώτο του μέρος και δέκα χρόνια αργότερα, στα 1615 δηλαδή, κυκλοφόρησε και το δεύτερο μέρος του.


Kαι ήταν 22 Απριλίου του 1616 όταν ο Μιγκέλ Ντε Θερβάντες φεύγει από τη ζωή!

Αλλά ας δούμε τούτη την ιστορία…

Μια φορά κι έναν καιρό λοιπόν σε ένα μικρό χωριό της Ισπανίας στην περιοχή Λα Μάτσα ζούσε ένας παράξενος ευγενής άνδρας. Κοκκαλιάρης, ψηλός και σχεδόν γέρος για εκείνα τα χρόνια (ήταν πάνω από πενήντα χρονών) είχε ακόμα ένα πιο παράξενο όνομα που κανένας δεν ξέρει ακριβώς πιο ήταν σωστό. Αλόνσο Κιχάδα ή μήπως Κιχάνο ή καλύτερα Κισάδα; Δεν ήταν ιδιαίτερα πλούσιος αλλά αγόραζε πολλά βιβλία και τα διάβαζε στον ελεύθερο χρόνο του. Ζούσε σε ένα μικρό σπιτάκι με μια γριά μαγείρισσα και ένα νεαρό κορίτσι, ανιψιά του θα ήταν, που την έλεγαν Μαρία. Οι πιο καλοί του φίλοι ήταν ο παπά-Θωμάς και ο Νικόλας ο Μπαρμπέρης.

Διάβαζε συνέχεια λοιπόν κι όλο η φαντασία του μεγάλωνε. Λάτρευε τις ιστορίες που μιλούσαν για πρίγκιπες, βασιλιάδες, όμορφες κυράδες, αρχοντοπούλες, μάγισσες, στοιχειωμένους πύργους και ιππότες. Ειδικά με τους ιππότες είχε τέτοιο κόλλημα που θέλησε να γίνει και  εκείνος,  ένα πρωινό. Ανέβηκε λοιπόν στη σοφίτα του μικρού του σπιτιού και ψάχνοντας βρήκε μια παλιά πανοπλία του παππού του,  την γυάλισε την έκανε σαν καινούργια και έφτιαξε και μια τενεκεδένια περικεφαλαία. Υστέρα πήρε το γέρικο αλογάκι του, τον Ροσινάντε, σκαρφίστηκε πως όλη του η περιπέτεια θα ήταν για τα μάτια της πανέμορφης πριγκίπισσας Δουλτσινέας του Τομπόζο, τελείως φανταστική μορφή και ξεκίνησε την περιπλάνησή και τις απίθανες περιπέτειες. ( Η αλήθεια είναι πως είχε ερωτευτεί μια όμορφη χωριατοπούλα από το διπλανό χωριό, την Αλδόνθα, αλλά δεν της εξομολογήθηκε ποτέ τον έρωτά του. Για χάρη της εμπνεύστηκε την Δουλτσινέα για να έχει λόγο να «μάχεται»). Μια καυτή μέρα του Ιούλιου σκέφτηκε πως έπρεπε κάποιος να τον χρίσει ιππότη και να ολοκληρώσει την μεγάλη του αυτή επιθυμία του. Ωστόσο η ζέστη τον έκανε να παραληρεί ή μήπως η φαντασία του ώστε το χάνι που βρέθηκε στο δρόμο του εκείνος το είδε σαν κάστρο πελώριο με πολεμίστρες και πύργους. Και τάφρο και όμορφες κοπέλες στην πύλη του …είδε! Και ο άρχοντας που εκείνος φανταζόταν δεν ήταν άλλος από τον ίδιο τον πανδοχέα που ο Αλφόνσο του ζήτησε να κάνει εκείνος την «τελετή». Κι έτσι έγινε ο  Δον Κιχώτης ντε λα Μάντσα.  

Πολλοί τον περάσανε για τρελό αφού ζητούσε πάντα να του συμπεριφέρονται σαν να ήταν  ο πιο σπουδαίος ιππότης που είχαν δει. Η πρώτη του περιπέτεια ήταν η διάσωση ενός νέου που τον κακομεταχειριζόταν το αφεντικό του επειδή δεν πρόσεχε τα πρόβατα. Στην δεύτερη μπλέχτηκε σε ένα καυγά με δυο πραματευτάδες που το ξυλοκόπησαν άγρια και ευτυχώς που τον αναγνώρισε ένα περαστικός χωριανός του, τον μάζεψε και τον κουβάλησε πίσω στο χωριό του. Εκεί τον φροντίζουν η ανιψιά και η γριά οικονόμος του. Ήρθαν κι οι δυο φίλοι του να τον δουν και θεώρησαν πως για όλες του τις περιπέτειες έφταιγε το διάβασμα και τα βιβλία του. Έτσι έκαψαν όλα τα ιπποτικά βιβλία του και έκτισαν μια πόρτα στη βιβλιοθήκη του κι όλα…εξαφανίστηκαν. Όμως ο Ιππότης μας δεν το έβαλε κάτω. Συνέχισε να σκέφτεται όπως τα παραμύθια και να καταστρώνει τις νέες του περιπέτειες. Μάλιστα επίσεισε έναν φτωχό χωρικό να γίνει ιπποκόμος του. Ο Σάντζο Πάντσα αν και καλός οικογενειάρχης και άνθρωπος με πολλές υποχρεώσεις ακολούθησε τον Δον Κιχώτη μιας και ο ιππότης τον έπεισε  πως θα τον κάνει κυβερνήτη στο πρώτο νησί που θα κατακτούσε. Η Τερέζα η γυναικά του Σάντζο Πάντσα έκλαιγε απαρηγόρητη την ώρα που ο άνδρας της απομακρυνόταν καβάλα στον γάιδαρο του. Η μεγάλη περιπέτεια των δύο ανδρών ξεκινά με το μυαλό του Δον Κιχώτη στην όμορφη Δουλτσινέα που επειδή δεν είχε συναντήσει ποτέ θεώρησε  πως ένας μάγος την κρατούσε αιχμάλωτη για αυτό δεν την είχε γνωρίσει ακόμη.

Μίαν αυγή φτάσανε κοντά σε έναν τόπο που φαίνονταν  από μακριά ένα σωρό ανεμόμυλοι. Ο Δον Κιχώτης ρίχτηκε σε μάχη μαζί τους θεωρώντας τους γίγαντες. Την επόμενη στιγμή ο Σάντζο έκπληκτος κοίταζε πως μέσα σε ελάχιστα λεπτά ο αφέντης του σωριαζόταν στη γη πετάμενος από την φτερωτή ενός από τους ανεμόμυλους. Όσο κι αν πληγώθηκε ο ατρόμητος φαντασιόπληκτος ιππότης δεν άλλαξε την πίστη του ούτε την ψυχή του. Όσο και αν του έλεγε ο Σάντζο πως δεν υπήρξαν γίγαντες αλλά ανεμόμυλοι ο Δον Κιχώτης έπλαθε τις δικές του ιστορίες για να τον μεταπείσει. Και αφού έσπασε το κοντάρι του, η πρώτη του απώλεια στο «πεδίο της μάχης »έφτιαξε ένα άλλο από ένα μεγάλο κλαδί βελανιδιάς που βρήκε στο δάσος που διανυκτέρευσαν. Κι ύστερα  συνάντησαν ένα κοπάδι πρόβατα θεωρώντας τα πολεμιστές με λευκές πανοπλίες. Ρίχτηκε και σε αυτή τη παράλογη και φανταστική μάχη κερδίζοντάς ένα σωρό πληγές από πέτρες των βοσκών που προσπαθούσαν να προφυλάξουν τα ζώα τους. Τότε αποκτά και το παρατσούκλι ο Ιππότης της Ελεεινής  Μορφής από τον Σάντσο και πολύ του άρεσε του Δον Κιχώτη γιατί το θεώρησε πως ήταν βγαλμένο από τα βιβλία. Ακολουθήσε εκείνη η συνάντηση με τον μπαρμπέρη που φορούσε μια τσίγκινη λεκάνη ξυρίσματος στο κεφάλι του για να προστατευτεί από τον ήλιο κι ο Δον Κιχώτης τη νόμισε για χρυσή. Οι περιπέτειες συνεχίστηκαν και πάντα έληγαν άδοξα αλλά αφήνοντας στον Δον Κιχώτη μια γλυκιά γεύση πως πάντα έκανε το καλό.

Αν θέλετε κι  εσείς να γνωρίσετε τον γενναίο και θαρραλέο Ιππότη, τον αγαθό Σάντζο Πάντσα, τον Σαμψών Καράσκο, την Δούκισσα Ισαβέλλα, το «μαγικό ξύλινο άλογο», τον Ιππότη της Λευκής Σελήνης, την πριγκίπισσα Μαϊμουδόνα -  Δωροθέα, απλά ψαξτε και διαβάστε τούτο το δίτομο έργο που ‘ναι γεμάτο περιπέτειες, όνειρα, αλήθειες και ψέματα μα πάνω από όλα είναι γεμάτο με ευγένεια, θάρρος και δύναμη που ζουν τα νιάτα, η ζωή και η ακούραστη ψυχή του ανθρώπου.

Οι αναλύσεις του κλασσικού πια αυτού μυθιστορήματος είναι αμέτρητες από τον 18ο αιώνα και μετά. Εκατομμύρια αντίτυπα των εκδόσεων του έχουν πουληθεί σε ολόκληρο τον κόσμο και έχει μεταφραστεί σε περισσότερες από εξήντα γλώσσες

Στα ελληνικά υπάρχουν αρκετές εκδόσεις και πλέον μπορεί να διαβαστεί το έργο αυτό σε διασκευές ακόμα και από πολύ μικρά παιδιά.

Ξεχωρίσαμε και σας προτείνουμε :

Ο Πρώτος μου Θερβάντες Δον Κιχώτης, διασκευή : Κώστας Πούλος σε εικονογράφηση Βασίλης Γρίβας που κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Μεταίχμιο

https://www.metaixmio.gr


Δον Κιχώτης, Μιγκέλ Θερβάντες, διασκευή Μαρία Αγγελίδου σε εικονογράφηση του Σβετλίν από τις εκδόσεις Παπαδόπουλος (εξαντλημένο από το εκδότη)



Ζήσε όπως ο Δον Κιχώτης μια ελεύθερη διασκευή του έργου από τον Μάνο Κοντολέων σε εικονογράφηση του Βαγγέλη Παυλίδη από τις εκδόσεις Πατάκη : https://www.patakis.gr





Δον Κιχώτης, Μιγκέλ Θερβάντες, διασκευή Μαρία Δασκαλάκη, εικ :Θάνος Τσίλης, εκδ. Μίνωας : https://minoas.gr




Δον Κιχώτη είσαι εδώ; Αλέξης Κυριτσόπουλος, εκδ. Ίκαρος :https://ikarosbooks.gr/1041-don-kichoti-eisai-edo.html




Δον Κιχώτης, Σειρά : Κλασικά για μικρά παιδιά!

εκδόσεις Χάρτινη Πόλη : https://www.hartinipoli.gr/el/paidika/paidiki-logotehnia/don-kihotis#summary

Δον Κιχώτης ή ο ιππότης που βγήκε από τα βιβλία για να αλλάξει τον κόσμο, Αντώνης Παπαθεοδούλου, εικ :Ίρις Σαμαρτζή, εκδ. Παπαδόπουλος:https://www.epbooks.gr

Όποιο κι αν διαλέξετε ένα πράγμα να θυμάστε που υπάρχει άφθονο στον Δον Κιχώτη:

Να ζείτε γεμάτοι με όνειρα και φαντασία!

"Πήραν το δρόμο τους κουβεντιάζοντας, όταν είδαν στον κάμπο καμιά τριάντα με σαράντα ανεμόμυλους. Ο Δον Κιχώτης, μόλις τους αντίκρισε, είπε στον ιπποκόμο του:

- Η τύχη οδηγεί τα βήματά μας. Βλέπεις εκεί φίλε μου Σάντσο Πάντσα, τριάντα, ίσως και λιγότερους, τεράστιους γίγαντες που ενάντια τους θα πολεμήσω και θα τους πάρω τη ζωή;

- Μα ποιους γίγαντες; είπε ο Σάντσο.

- Εκείνους εκεί κάτω, δεν βλέπεις; απάντησε ο αφέντης του, , μερικοί μάλιστα έχουν χέρια μακριά ίσαμε δυο λεύγες.

- Κοιτάξτε αφέντη μου, - παρατήρησε ο Σάντσο – εκείνα εκεί κάτω που φαίνονται έτσι δεν είναι γίγαντες, αλλά ανεμόμυλοι, και αυτά που μοιάζουν με χέρια είναι τα φτερά του που, καθώς ο άνεμος τα γυρίζει, κάνουν τη μυλόπετρα να αλέθει.

- Πώς φαίνεται ότι δεν έχεις ιδέα από περιπέτειες! Αυτοί εκεί είναι γίγαντες και, αν φοβάσαι, πήγαινε στην άκρη να προσευχηθείς, όσο θα δίνω την άνιση μάχη ενάντια τους."



 

Κυριακή 16 Απριλίου 2023

Μια Μεγαλοβδομάδα, μια φορά κι έναν καιρό!


Της Ελένης Μπετεινάκη

Σε ένα κομμάτι χασαπόχαρτο ήταν γραμμένο με ανορθόγραφες  λέξεις όλο το πρόγραμμα.

Μεγάλη Δευτέρα ασπρίζαμε τα πεζοδρόμια και τις γλάστρες. Όλοι στο πόδι από το χάραμα. Ένας μεγάλος κουβάς με  ασβέστη και ταβανόβουρτσες, μικρότερα πινέλα για μας τα παιδιά, και στην αυλή γινόταν ο χαμός. Βάφαμε τις ντενέκες  από φέτα που ΄χε φυτέψει τα γεράνια της με ροζ, γαλάζιο και κόκκινο χρώμα. Να ζωντανέψει η αυλή…  Και το βράδυ σαν τελειώναμε, κατάκοποι  όλοι καθόμασταν στην γωνιά της Κάτω κουζίνας, σαν τα κλωσόπουλα γύρω της, και μας διάβαζε  το πολύτιμο χαρτί της και μοίραζε τις δουλειές για τις επόμενες μέρες. Χόρτα φρέσκα που έβραζαν μύριζε ο αέρας , που μπερδευόταν με τους λεμονανθούς και τούτο το παράξενο άρωμα με συντροφεύει  ίσαμε σήμερα …


Μεγάλη Τρίτη
ήταν η σειρά για τα τσουρεκάκια. Ο φούρνος άναβε από το ξημέρωμα, ξύλα, λαμαρίνες και μυρωδιά βουτύρου, από τον καλό, να μην ξεχνιόμαστε …παντού. Πρώτα της θείας  της Αγλαΐας με πλεξούδες όλα για να ΄χουν τη σωστή εμφάνιση στο τρατάρισμα. Ύστερα της Μαρίκας, της Βαγγελιώς,της Ριρίκας και στο τέλος τα δικά μας, της μάνας μου, γιατί ήταν η μοναχοκόρη της. Μια παλιά πόρτα ξύλινη χρησίμευε σαν σοφράς και με χιράμια, σεντόνια και κουβέρτες τα σκεπάζαμε. Εμείς κάναμε την καλλιτεχνική δουλειά … Περνούσαμε  το αυγό από πάνω τους να ροδοκοκκινίσουν σαν ψήνονταν. Και είχαν  σειρά στις μυρωδιές εκτός από τον βούτυρο που σου ΄σπαγε τη μύτη, η αμμωνία και η βανίλια σε μικρά μπουκαλάκια, που τις επόμενες μέρες  θα γινόταν τα μπιμπερό για το γάλα στην κούκλα μου, τη Ροζέτα, την μία και μοναδική μου!

Μεγάλη Τετάρτη, μέρα για τις κουλούρες, με προζύμι τις έφτιαχνε. Ώρες περιμέναμε να ανέβουν και ρίχναμε κλεφτές ματιές να δούμε αν φούσκωναν… Πως θυμάμαι εκείνα τα χέρια να δουλεύουν κιλά το αλεύρι, δύσκολο,  με σηκωμένα τα μανίκια  ίσαμε ψηλά και τα μαλλιά της μαζεμένα σε ένα δίχτυ μην πέσει καμιά τρίχα κι έχουμε κακά ξεμπερδέματα. Όλοι ήταν πάλι εκεί, θείες , ξαδέλφια, ανίψια και  περιμέναμε πως και πως την δική μας την Κουκουναρά. Έβαφε αυγά με παντζάρια, μόνο για τούτα τα ψωμιά και τα υπόλοιπα τα άφηνε για την επόμενη μέρα που ΄χαν την τιμητική τους. Θυμάμαι μια κότα που όλο μπερδευόταν στα πόδια μας, κακαρίζοντας και ψάχνοντας κομματάκια  από τη ζύμη που έπεφτε. Μια φορά την τάισα όσα φύλλα από  τα παντζάρια έμειναν και στο νερό της έβαλα το ζωμό από το τσουκάλι, λίγο όσο μπορούσα να ξεκλέψω  χωρίς να με δουν. Πίστευα πως έτσι θα γεννούσε κόκκινα τα αυγά την άλλη μέρα και δεν θα παιδευόμασταν με το βάψιμο…

Όμως ποτέ δεν συνέβη αυτό κι έτσι την Μεγάλη Πέμπτη, μέρα της Σταύρωσης, έπρεπε να μαζέψουμε φυλλαράκια από μαϊντανό, σέλινο κι αρμπαρόριζα και τα σχισμένα καλσόν της μαμάς για τα αυγά με τις παράξενες αποτυπώσεις. Το βράδυ παγαίναμε όλοι να ακούσουμε  τα δώδεκα ευαγγέλια και να συντροφεύσουμε την πομπή που κατέβαζε όλα τα ιερά, ακόμα και την Ανάσταση από τον  Άγιο Νικόλαο στην Παναγία, τη γειτονική εκκλησιά κι έτσι οριστικά πια τέλειωνε ο χειμώνας με τούτο το τελετουργικό κι έμπαινε η Άνοιξη και το Καλοκαιράκι.

Την Μεγάλη Παρασκευή αμέσως μετά το στόλισμα του επιταφίου, ξεκινούσαμε να  φτιάχνουμε καλιτσούνια, ίσαμε  αργά το απόγευμα, λίγο πριν την  ώρα που ακουγόταν το «Ω γλυκύ μου Έαρ». Πως τα κατάφερνε και τελείωνε πάντα την σωστή ώρα, ποτέ δεν καταλάβα… Στολιζόταν κι έτρεχε να προλάβει το στασίδι της στην εκκλησιά, να μην χάσει το θρήνο, να θυμηθεί κι εκείνη τα δικά της…

Και το Μεγάλο Σάββατο από νωρίς μας φίλευε τα γλυκίσματα, κρυφά από τη μαμά. Εκείνη μας νήστευε, όμως η γιαγιά ήθελε να ξέρει αν πετύχανε όλα της τα καλούδια και δεν λογάριαζε κανέναν. Αμέσως μετά την πρώτη Ανάσταση. Εκεί γύρω στις 10.00 το πρωί…

Την Κυριακή του Πάσχα ο μεγάλος φούρνος της «Απάνω Κουζίνας» άναβε το ξημέρωμα. Γαρδούμια τυλιγμένα και αρνί γάλακτος με τις τεράστιες κυδωνάτες πατάτες ήταν η σπεσιαλιτέ της μέρας. Κι ήταν η μόνη φορά που καταδεχότανε να φάει μαζί μας, στο μεγάλο σαλόνι υπό τον όρο όλα να εχουν τελειώσει πριν τις τέσσερις το μεσημέρι γιατί η δεύτερη Ανάσταση στο προαύλιο της Παναγίας μας ήταν υποχρεωτική για όλους. Εκεί για πρώτη φορά φορούσαμε τα καινούργια ρούχα και τα πέδιλα κι έτσι ξεκινούσε η «σωστή» εποχή, όπως έλεγε. Στην καλή της τσάντα έκρυβε πάντα δυο αυγά, δυο τσουρέκια και καλιτσούνια να τα φάμε μόλις πει ο παπάς ξανά το «Χριστός Ανέστη»! 

Στην «Απάνω Κουζίνα» της γιαγιάς σήμερα είναι το εργαστήριο του Κωστή, του εγγονιού της.

Ίσως για αυτό λατρεύω αυτόν τον χώρο…

Ίσως κάπου εκεί να τη συναντά η ψυχή μου..

(Στην Γιαγιά μου, την Ελένη, που ΄φύγε κάποτε πριν δεκαεπτά χρόνια κι ήταν Πάσχα!)

 

ΠΗΓΗ:

Λόγια του Αέρα, Ελένη Μπετεινάκη, υπό έκδοση

Δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα ΠΑΤΡΙΣ στις 19 Απριλίου 2022 :https://www.patris.gr

Παρασκευή 14 Απριλίου 2023

Δεκαεπτά χρόνια, γιαγιά Ελένη, δεκαεπτά!

 

Η γιαγιά Ελένη ….

Η αγαπημένη μου γιαγιά Ελένη….

Συναπαντήματα που λέμε εμείς στην Κρήτη έχουμε τούτες οι μέρες. Ισως για αυτό θυμάμαι τόσο πολύ τα περασμένα...

Δεκαεπτά  χρόνια συμπληρώνονται σήμερα 14 τ΄Απρίλη, Μεγάλη Παρασκευή φέτος..

Ήρθα χθες βράδυ από την μαγική της αυλή και ένιωσα σαν να ήταν ακόμα εκεί...

Πως καθόταν σε εκείνη την πολυθρόνα της κι είχε το πουγκί με τα κουβάρια της πάνω στην ποδιά της. Το ένα δάκτυλο σηκωμένο για την κλωστή και με αλλα δυο να βουτά ασταμάτητα το βελονάκι, να πλέκει και να φτιάχνει μέτρα ολόκληρα με «τραντέδες». 

Τα κόκκινα γεράνια, τα σκυλάκια, οι πιπερίτσες και τα «δάκρυα» σαν να ζωντανέψανε και πάλι στις γλάστρες. Αλλά τα πιο αγαπημένα της ήταν τα γαρούφαλλα που μοσχομύριζε ο τόπος μόλις βασίλευε ο ήλιος. Γλυκό πελτέ που το φτιάχνε στα μεγάλα αλουμινένια ταψιά, σα να σηκώθηκε να μου βάλει στο κρυστάλλινο μικρό πιατάκι της μάνας της, της προγιαγιάς μου της Χρυσάνθης. Κι ένα ποτήρι «κρυγιό» νερό από το βρυσάκι που κρεμόταν πάνω από τον νεροχύτη τον πέτρινο. Κι ύστερα με κέρασε εκείνο το χαμόγελο που τα σαν να μου ΄κανε νόημα να ανέβουμε στην μοναδική κι ανεπανάληπτη «Απάνω κουζίνα» της, να στήσει τηγάνι για εκείνες τις λεμονάτες τηγανητές πατάτες που έχω να γευτώ κοντά είκοσι χρόνια…

Κι όση ώρα κρατούσε την κουτάλα κι ανακάτευε λίγο πριν κοκκινήσουν να σκαρφίζεται ιστορίες για να πει. Στον καλό καναπέ καθόμασταν, τον είχε μόνο για τις σκόλες και αν ερχότανε καμμιά «ξένη» γυναίκα κι εγώ περίμενα, μετά από τέτοια τιμή, να ξεκινήσουμε τα παραμύθια. Αληθινές ιστορίες μου λέγε συχνά, από τα χρόνια τα δύσκολα, για τον παππού το Γρηγόρη, τον μεγάλο της έρωτα! Κοιτούσε την φωτογραφία του κι όλο δάκρυζε …

Κι εγώ  είχα καρφωμένα τα μάτια του στα απέναντι ντουλάπια τα τεράστια που σαν τα άνοιγες έβλεπες το παλιό της τζάκι. Εκεί μέσα είχαν γεννηθεί όλα μου τα καλικαντζαράκια που αργότερα τα έβαλα στα δικά μου παραμύθια και που για χρόνια πίστευα πως εκεί και μόνο εκεί κρύβονταν κάθε χρόνο  μέχρι να έρθουν τα επόμενα Χριστούγεννα…

Σήμερα τις θύμισες τις είχε σκεπάσει πιο πολύ απ’ όλα η μυρωδιά από τις βρούβες της που βράζανε στο μεγάλο τσουκάλι και ΄φτανε το «άρωμα» τους ίσαμε το Σχολείο και του κυρ Μπάμπη το καφενείο. Σαν να την είδα ολοζώντανη με ένα βαθύ πιάτο στο ένα της χέρι, γεμάτο χορταρικά να κατευθύνεται στο σπίτι μας :«-Για τη μυρωδιά!», όπως έλεγε…

Στην «Απάνω Κουζίνα» της γιαγιάς σήμερα είναι το εργαστήριο του Κωστή, του εγγονιού της.

Ίσως για αυτό λατρεύω αυτόν τον χώρο…

Ίσως κάπου εκεί να τη συναντά η ψυχή μου και γι αυτό γαληνεύω κάθε φορά που περνώ το κατώφλι του εργαστηρίου...

Μεγάλη Παρασκευή, μέρα πένθους έτσι κι αλλιώς...

Ανέβηκα με τα πόδια στην Αγορά, την παλιά των Αρχανών...Από το σοκάκι, δίπλα στο Ζελίτα του Γρηγόρη μας, να ξαναδώ τον τοίχο που φτιάξε το πορτραίτο της ο Κωστής μας, πρόπερσι ...

Να ξαναδώ την αρχοντιά, την φινέτσα, την δική μου γιαγιά χρωματιστή, χαρούμενη και αγέρωχη να με κοιτά στα μάτια.

Δεκαεπτά χρόνια, γιαγιά Ελένη, δεκαεπτά!



 

 

 

Παρασκευή 7 Απριλίου 2023

Οχ κοκκίνισα!*...στα Παραμύθια του Σαββάτου!

Της Ελένης Μπετεινάκη

Ας διαβάσουμε την ιστορία του Δημήτρη που νομίζω πως λίγο πολύ όλοι την έχουμε ζήσει και στη δική μας ζωή.

Είναι βραδάκι κι ο Δημήτρης έχει κολλήσει στην τηλεόραση ενώ η μαμά του τού ζητάει εδώ και πολλή ώρα να την κλείσει. Εκείνος δεν ακούει ή δεν θέλει να ακούσει και η μαμά παίρνει πιο δραστικά μέτρα. Απλά πατάει το τηλεκοντρόλ και …τσαφ! Ο Δημήτρης αρχίζει το ουρλιαχτό και είναι τόσο δυνατό που από το στόμα του σαν να εκσφενδονίστηκε μια μικρή κατακόκκινη μπάλα. Μόνο που αυτή η μπάλα δεν ήταν και τόσο συνηθισμένη. Έμοιαζε λίγο παράξενη, λίγο μαγική, δεν έπεφτε στο πάτωμα αλλά αιωρούνταν και είχε… φωνή! Κανείς άλλος δεν μπορούσε να τη δει πάρα μόνο ο Δημήτρης. Και το ακόμα πιο

παράξενο ήταν πως η κόκκινη μπάλα είχε όνομα. Αυτοσυστήθηκε σαν Φούρκας και ακολουθούσε το Δημήτρη παντού λέγοντάς του πως ήρθε για να τον βοηθήσει. Σαν φιλαράκι του από παλιά τον σιγοντάριζε στα θέματα που τον απασχολούσαν, όπως ας πούμε, τού έλεγε πως ήταν απαράδεκτο να μην τον αφήνουν να δει κι άλλη τηλεόραση. Κι ο Δημήτρης του εξιστόρησε όλα του τα παράλογα που τον έβαζαν να κάνει κάθε μέρα οι γονείς του. Να συγυρίζει το δωμάτιο του, να τρώει φακές, να πλένει τα δόντια του πρωί- βράδυ και χίλια δυο άλλα.  Τότε ο Φούρκας ανέλαβε δράση κι όποτε κάποιος δεν άφηνε τον Δημήτρη να κάνει ότι ήθελε, τον παρότρυνε να ξεκινήσει να φωνάζει, να χτυπιέται, να κάνει μεγάλο χαμό ανάλογα με την περίσταση. Οι γονείς του ήταν σε απόγνωση και τότε πρόσεξαν πως ο γιος τους είχε γίνει …ολοκόκκινος. Αυτό αν και άρεσε πολύ στον Φούρκα, δυσαρέστησε τον Δημήτρη αρκετά. Επειδή η γιατρός διέγνωσε ίωση τώρα έπρεπε να χάσει το πάρτι της κολλητής του. Κι αυτό δεν του άρεσε καθόλου. Ο Δημήτρης τα έβαλε με τον Φούρκα που απέκτησε πλέον και επίθετο : Φούρκας Θυμός!

Την συνέχεια θα την διαβάσετε στο βιβλίο της Χριστίνας Αποστολίδη που με ιδιαίτερο χιούμορ, πρωτοτυπία και έξυπνη πλοκή μας εξιστορεί τα στάδια του θυμού, τις τεχνικές και τη λύση για ένα τόσο κόκκινο συναίσθημα.

Καλογραμμένο και ευφάνταστο κείμενο, με ροή που κρατάει σε εγρήγορση τον αναγνώστη και με αγωνία μέχρι το τέλος του.

Μια ιστορία για συναισθήματα ενθουσιασμού και θυμού, ματαίωσης και συνέπειας.

Εκρήξεις θυμού έχουν πολύ συχνά τα παιδιά( σίγουρα και οι μεγαλύτεροι) που δύσκολα μπορούν  να τις χειριστούν. Ενδιαφέρουσα η προτροπή της Χριστίνας που πραγματικά διδάσκεται στα νηπιαγωγεία: Μετράμε αντίστροφα από το δέκα μέχρι το μηδέν και ο θυμός έχει …μαλακώσει.


Το βιβλίο αποτελεί ιδιαίτερο εργαλείο συζήτησης σε μία σχολική τάξη για την διαχείριση του θυμού.

Η εικονογράφηση του Γιάννη Σκουλούδη δένει απόλυτα με το κείμενο, είναι κατακόκκινη, εντυπωσιακή και ολοζώντανη.

Στο βιβλίο θα βρείτε τη εφαρμογή QR code και θα ακούσετε το Τραγούδι του Φούρκα- Θυμού σε στίχους Μαρίας Καριωτάκη και μουσική της Χριστίνας Αποστολίδη και του Νίκου Βογιατζάκη : https://www.youtube.com/watch?v=KMMv-Jw3FEM

Αν κι εσείς έχετε νιώσει όπως ο Δημήτρης ή θέλετε να βρείτε λύσεις για να διαχειριστείτε τον θυμό του παιδιού σας δεν έχετε παρά να συμβουλευτείτε τούτο το βιβλίο. Συναισθήματα στον ύψιστο βαθμό. Ιστορίες που συναντούμε καθημερινά και κάποιες φορές μας φέρνουν σε απόγνωση. Ή μήπως όχι;

Η Χριστίνα Αποστολίδη ξέρουμε καλά πως έχει ένα φίλτρο μαγικό που εμφανίζει ή εξαφανίζει τον θυμό ανάλογα με την περίπτωση. Το είδαμε με τα ίδια μας τα μάτια στην επίσημη παρουσίασή της στα Παραμύθια του Σαββάτου στο βιβλιοπωλείο Sophistico by Greekbooks, στο Ηράκλειο της Κρήτης.

Αν την συναντήσετε κάπου μπορεί και να σας δώσει την μοναδική της συνταγή. Εσείς ωστόσο απολαύστε το βιβλίο της διαβάζοντας ένα μικρό απόσπασμα εδώ :  https://minoas.gr/product/och-kokkinisa/

*Οχ κοκκίνισα!, Χριστίνα Αποστολίδη, εικ: Γιάννης Σκουλούδης, εκδ. Μίνωας