Το παραμύθι της βροχής

Πέμπτη 31 Αυγούστου 2023

Ο Αύγουστος φεύγοντας...

Της Ελένης Μπετεινάκη

Την τελευταία μέρα του Αυγούστου την λένε και «κλειδοχρονιά» γιατί κλείνει με αυτήν το καλοκαίρι. Είναι το τελευταίο άναμμα της φωτιάς για να διωχτεί ο κακός καιρός και χρόνος και να έρθουν με δύναμη και ελπίδα οι καλύτερες μέρες του φθινοπώρου…

Λέγαν ακόμα κάποτε οι άνθρωποι και πίστευαν πώς τα μεσάνυχτα  της 31ης Αυγούστου άνοιγαν οι ουρανοί και κατέβαιναν οι άγγελοι κι έκαναν απογραφή στις ψυχές.. Για να ξορκίσουν το κακό οι νοικοκυραίοι, έσπαζαν ρόδια στην είσοδο του σπιτιού τους μόλις η μέρα έφεγγε.

Στην Κρήτη, την παραμονή έβαζαν πάνω στις στέγες των σπιτιών καρύδια τόσα όσα και τα μέλη της οικογένειας. Το πρωί τα κατέβαζαν, τα έσπαγαν προσεκτικά και όσα από αυτά ήταν κούφια τόσες πίστευαν ότι θα ήταν και οι ψυχές που θα έπαιρνε ο Χάρος από την οικογένεια...."

Τον βλέπω τον Αύγουστο που ετοιμάζει τη βαλίτσα του σήμερα...

Σκυφτός κι αμίλητος για τις μεγάλες φωτιές που άθελα του κουβάλησε...

Κάθε τόσο σκουπίζει τον ιδρώτα του και έχει στραμμένο το βλέμμα του στον Ουρανό. Φεύγοντας θα χαρίσει το πιο λαμπρό φεγγάρι, για δεύτερη φορά στο πέρασμά του κι αυτό τον κάνει να χαμογελά, δειλά!

Κοιτά και προς τη Δύση να χορτάσει το τελευταίο του ηλιοβασίλεμα...

Ψάχνει να δει σε ποιο συννέφακι θ΄ ανέβει να ξεκινήσει το δικό του ταξίδι για άλλους τόπους, πλανήτες, όνειρα...

Το νου σας απόψε στα καρύδια ...🧆🧆

Και στο μπλε Φεγγάρι της Πανσελήνου, το χιλιοτραγουδισμένο και ολόφωτο


Αύγουστος είναι ...

(Στο Μεγάλο αφιέρωμα του Elniplex.com για τον μήνα Αύγουστο)

Της Ελένης Μπετεινάκη

Ο μήνας που όλες οι νεράιδες στήνουν τρελό χορό στις λίμνες, τα ποτάμια και τις ρεματιές. Που αφήνουν ξέπλεκα τα μαλλιά τους να αστροφωτιστούν τις νύχτες με πανσέληνο. Κι αλίμονο σε αυτούς που ξεχαστούν κι αφήσουν ανοιχτές τις πόρτες ή τα παράθυρα τις νύχτες. Θα ΄ρθούν μαζί με τα ξωτικά των δασών και θα τα ανακατέψουν όλα…

Αύγουστος είναι και το πιο λαμπρό φεγγάρι που θα φωτίσει τον ουρανό. Κι εκτός από τις νεράιδες και τα ξωτικά θα ζωντανέψουν χίλια παραμύθια. Δράκοι, μάγισσες, βασιλιάδες, νάνοι και λάμιες θα φανούν στα ξέφωτα, τις πλαγιές των βουνών να πάρουν λίγο από το ασήμι της Πανσελήνου.

Αύγουστος είναι και γιορτάζουν οι κορφές των βουνών με τα μικρά ξωκλήσια που είναι αφιερωμένα στον «Αφέντη»  Χριστό όπως τον αποκαλούμε εμείς στον τόπο μου όχι από δουλοπρέπεια αλλά από σέβας…

Αύγουστος είναι  και αναμένουμε το δεύτερο Πάσχα των Ελλήνων,  εκείνο του καλοκαιριού, της Παναγιάς και μάνας όλων μας.

Αύγουστος είναι τα ώριμα σύκα και τα σταφύλια. Είναι ο πιο πλούσιος μήνας του χρόνου γιατί οι καρποί και τα φρούτα είναι στην πιο καλή τους ώρα. Είναι η μεγάλη «βεντέμα» της σταφίδας κι οι πίτες του Αϊ Φανούρη για τα χαμένα και πολύτιμα.

Αύγουστος είναι κι είναι ο μήνας των διακοπών. Είναι η αναμελιά που φτιάχνει κάστρα περίτεχνα πάνω στην αμμουδιά, που ξενυχτά ίσαμε το ξημέρωμα να συναντήσει τον Σείριο που φαίνεται ψηλά στον Ουρανό μόνο εκείνη την ώρα…

Αύγουστος είναι γιομάτος λευκό χρώμα του ασβέστη στα νησιά και τα μικρά χωριά μας. Είναι το γαλάζιο του Αιγαίου, το πράσινο του Ιονίου και το βαθύ μπλε του Λυβικού πελάγους. Είναι η κάψα στις τσιμεντένιες ταράτσες. Είναι οι λιαστές ντομάτες που κρέμονται περίτρανα κι η μυρωδιά του μούστου που πλανάται σαν αερικό γύρω μας…

Αύγουστος είναι ο μήνας των προσδοκιών όλου του χρόνου…

Αύγουστος είναι γεμάτος μαντέματα καιρού και «άκρες» του χειμώνα…

Αυτόν τον Αύγουστο περιμένουμε όλοι να φουλάρει αλμύρα το σώμα, να κορεστεί από τα δροσερά παγωτά, να ξυπνήσει έναν  έρωτα κάτω από γιρλάντες με πολύχρωμα φώτα και  παγωμένες μπύρες στις ζεστές αμμουδιές…

Αύγουστος είναι κι έχει μαζί του μια βαλίτσα γιομάτη βότσαλα, χάντρες των πανηγυριών, καρπούς κι αναμνήσεις που τις σφαλίζει γερά την τελευταία μέρα, δώρο πολύτιμο τις νύχτες του χειμώνα…

Αύγουστος είναι …

Βεντέμα : συγκομιδή καρπών


Δημοσιεύτηκε στις 28 Αυγούστου 2023 στο Elniplex.com.. Εδώ!

 

Θέρος - Τρύγος - Πόλεμος*

Της Ελένης Μπετεινάκη

Κι όλα αρχινούσανε αμέσως μετά της Παναγίας, την επαύριον του Δεκαπενταύγουστου.

Η μεγάλη προετοιμασία για την βεντέμα των Αρχανιωτών!

Το φορτηγό του κυρ Γιάννη,του πάτερα μου, έκανε καθημερινά πια δρομολόγια στη Χώρα (το Ηράκλειο) για να γεμίζει το μπακάλικο με όλα όσα χρειάζονταν εκείνες τις μέρες οι «αθρώποι» των Αραχνών.

Ίσαμε πιο πάνω κι από τα κάγκελα της καρότσας φτάνανε τα πράματα…

Κι όσα πρωινά δεν προλάβαινα να ξυπνήσω χαράματα, να με πάρει μαζί του ο μπαμπάς στις Αγορές του μεγάλης πόλης, να περάσουμε για μία στιγμή  από το Κάστρο των Παραμυθιών μου, τον Κούλε,  για μια Αρχανιώτικη καλημέρα, τον περίμενα το μεσημέρι πάνω στην ταράτσα. Εκεί γύρω στις 12.00 κρατώντας τα κιάλια μου, παρατηρούσα τον αμαξωτό δρόμο κάτω στον Κάμπο και μόλις αντίκρυζα το παλιό OPEL δεν με κρατούσαν τα ποδάρια μου. Κουτρουβαλούσα τις σκάλες να προλάβω να με πάρει κι εμένα στο μαγαζί. Κι έπεφτε το μάτι μου στην νάιλον τσάντα που ‘χε στο μπροστινό κάθισμα. Εκεί ήταν πάντα  μια πολύτιμη λιχουδιά. Συνήθως τέτοιες μέρες παγωτό γρανίτα από του Κιούλπαλη κι ας είχε λιώσει από την κάψα…


Στο μαγαζί μεγάλος αναβρασμός επικρατούσε…

Ήταν τόσο φορτωμένο κι εκείνο με τα χρειαζούμενα των ημέρων που περνούσες μόνο πλαγιαστά στους διαδρόμους.

Νάιλον και σταφιδόχαρτα τυλιγμένα σε ρολά κι ακουμπισμένα απέξω πάνω στις ξύλινες πόρτες. Δίπλα ακριβώς μεγάλα τσουβάλια ή φάρδοι όπως τα λέγαμε, σε ψηλές ντάνες. Και προχωρώντας προς τα μέσα άλλα τσουβάλια γεμάτα ποτάσα και σκεπασμένα προσεκτικά :

«-Μην πάει να δοκιμάσει κανείς και βρούμε τον μπελά μας!», έλεγε ο μπαμπάς.

Στη σειρά τα τσιγκάκια, σιδερένια και πλαστικά. Ακριβώς δίπλα στοιβαγμένες οι ντενέκες με σαρδέλες, το έδεσμα το βασικό του τρύγου. Μεγάλα καφάσια με ντομάτες (του περιβολιού μας πάντα) και μπλε βαρέλια πλαστικά γεμάτα με ελιές Καλαμών, σταφιδοελιές και γυάλινα βάζα με τις τσακιστές, της μαμάς σπεσιαλιτέ. Λίγο παραδίπλα και ο πάγκος με τα πιο ιδιαίτερα πράγματα. Κουτιά με τσαπράζια, οδοντωτά και μη,  παιδικά και για μεγάλους, γράδα, γάντια με χοντρή πλέξη και πλαστικά σε όλα τα μεγέθη.

Στο μεγάλο ψυγείο που άνοιγε από πάνω σε συρταρωτό καπάκι έβαζε την φέτα ΔΩΔΩΝΗ. Μόνο αυτή έφερνε ο μπαμπάς γιατί ήταν η καλύτερη, κι ας ήταν πιο ακριβή.

Ετοιμάζαμε σακούλια χάρτινα με καφέ από του Τσιχλάκη και του Δανδάλη των 100 και 200 γραμμαρίων και άλλα με ζάχαρη του ενός και των δυο κιλών. Να είναι όλα έτοιμα.

Παραδίπλα ήταν οι σκούπες και τα φαράσια. Παρασύρες τις λέγαμε εκείνες τις χωρίς κοντάρι που σκουπίζανε καλλίτερα τους οψιγιάδες. Και άλλα μεγάλα νάιλον πιο χοντρά για να  σκεπάζουν την υγρή σταφίδα μαζί με μεγάλες κουλούρεςς σχοινιά που πουλιούνταν όλα με το μέτρο. Και στο βάθος του μαγαζιού τα μεγάλα ξύλινα βαρέλια με κρασί και ρετσίνα. ρύγος χωρίς μια κούπα κρασί το μεσημέρι ή ρετσίνα δεν λογαριάζονταν.

Τα απογεύματα στο παντοπωλείο επικρατούσε το αδιαχώρητο. Ο θείος ο Γιώργος, ο θείος ο Νίκος κι ο μπαμπάς με τις υφαντές ποδιές τους δεμένες στη μέση δεν σταματούσαν στιγμή να εξυπηρετούν. Καμμιά φορά με βάζανε κι έγραφα τα βερεσέδια αναλυτικά με το επώνυμο ή το παρατσούκλι του πελάτη. Ο λογαριασμός γινόταν πάνω σε ένα χασαπόχαρτο κι έπρεπε απλά να τον αντιγράψω με αντιστοιχία προϊόντος και τιμής.  Η πληρωμή θα γινόταν όταν παίρνανε τα πρώτα λεφτά από τη σταφίδα, από τον Συνεταιρισμό… Οκτώβρης πήγανε μέχρι να ξεχρεωθεί όλο τούτο αλλά δεν τον ένοιαζε τον πατέρα μου γιατί ήξερε πως όλοι οι πελάτες του ήταν τίμιοι άνθρωποι και πάντα κρατούσαν το λόγο τους. Κι ο «πόλεμος» τούτος άδειαζε όλα τα ράφια κάθε βράδυ.

Εμείς ξεκινούσαμε τον τρύγο πιο αργά από τους άλλους. Στη Σύλαμο, στα δικά μας αμπέλια αργούσανε να «καμωθούν» τα σταφύλια. Γύρω στις 25 του Αυγούστου παίρναμε κι εμείς τον κατηφορικό δρόμο για την δική μας βεντεμιάτικη μάχη.  Λίγες μέρες πριν φτιάχναμε μια μικρή καλύβα με καλάμια και τέσσερεις μεγάλους πασσάλους. Ξαναχτίζαμε την παρασιά από μπλόκους στην άκρη του αμπελιού και ξεχορταριάζαμε ένα μεγάλο κομμάτι που θα γινόταν η «τραπεζαρία» μας.

Το προηγούμενο βράδυ φορτώναμε το φορτηγό με δικά μας  συμπράγκαλα.

«Τα χρειαζούμενα», έλεγε ο μπαμπάς και καρέκλες, σοφράδες και το δικό μου μικρό καρεκλάκι που δεν το αποχωριζόμουν ποτέ. Φοβόμουνα τα φίδια και απέφευγα να κάθομαι στο χώμα …

Πάνω στην καρότσα στοιβάζαμε προσεκτικά και την μεγάλη αλουσουδιάστρα αλλά και  τσικάλια,  τηγάνια, πιατικά, γαλέτια και νερό, μπόλικο νερό σε νταμιτζάνες που ήτανε τυλιγμένες με λινάτσα.

Το εγερτήριο ήταν 6.30 χαράματα, να προλάβουμε τη ζέστη για το ξεφόρτωμα και η καρότσα γέμιζε φωνές, χαρούμενα πρόσωπα, τραγούδια και … τον Ντορή μας. Ναι, ανεβάζαμε ακόμα και τον γάιδαρο του θείου του Μανολάκη, δανεικός και απαραίτητος. Από την τρομάρα μου καθόμουν στο πιο ψηλό κι απόμακρο σημείο της καρότσας γιατί σε κάθε λακκούβα του χωματόδρομου, ο Ντορής γλιστρούσε, παραπατούσε,  έδειχνε τα δόντια του και γκάριζε δυνατά.

 Πανηγύρι σωστό, φολκλορικές εικόνες της δεκαετίας του ‘70 και του ‘80, αλησμόνητες και πολύτμες.

Νιώθω ακόμα τη γεύση του μοναδικού δεκατιανού με ντομάτα που μοσχομύριζε, φέτα, σαρδέλες, αγγούρια μπόλικα, ελιές και παξιμάδια. Και νερό, ποσό παγωμένο και «νόστιμο»!


Κάποιες μέρες ερχόταν μαζί και η γιαγιά Ελένη και τότε τρώγαμε τις ωραιότερες τηγανητές πατάτες στην παρασιά. Εμείς μαζεύαμε τις ξερές κουρμούλες και τα λιανοκλάδια για προσάναμμα. Εξαιρετική μαγείρισσα  και η θεία η Ειρήνη. Σπεσιαλιτέ το βραστό κρέας με  κριθαράκι ή χόντρος με χοχλιούς.  Στο διπλανό μας μετόχι είχαν και ξυλόφουρνο και πάντα έφερναν και σε μας μια πιατέλα με το ωραιότερο ψητό γουρονόπουλο κι εμείς τους το ανταποδίδαμε με μια νταμιζάνα κρασί κόκκινο, δικής μας παραγωγής.

Η δική μου συνδρομή στις μέρες του τρύγου ήταν στο «άπλωμα». Κατείχα την τέχνη,  έλεγε ο θείος αφού πρόσεχα  να τα σκίζω με τέτοιο τρόπο ώστε  να μπορούν να αναπνέουν και να τα φτάνει ο ήλιος από παντού…

Τα μεσημέρια που όλοι ξεκουράζονταν εμείς εξερευνούσαμε τους τράφους για να μαζέψουμε λιανούς χοχλιούς ή να τρυγήσουμε την μαστίχα από κάποιο είδος γαϊδουράγκαθου με μωβ αγκάθια. Στοιχήματα για το ποιος θα ανεβεί πάνω στο πιο ψηλό κλαδί της ελιάς και πόσα πουκάμισα τζιτζικιών να έβαζε στις τσέπες τους. Είχα δικό μου μαχαίρι (τσαπράζι) με ροζ λαβή και χαρασαμε ονόματα και καρδιές πάνω στους κορμούς των ελιών. Το να κρατώ τσαπραζάκι  ήταν απόλυτο φυσιολογικό αφού είχα μάθει να τρυγώ από τα έξι μου χρόνια και είχα και δική μου σειρά κουρμούλων στο αμπέλι την ώρα του τρυγητού.

Αξέχαστες επίσης οι πειρατικές εκπομπές με αφιερώσεις που ακούγαμε από το μικρό φορητό τραντζιστοράκι που έπαιζε στη διαπασών.


Και τα τραγούδια με μεγάλο σουξέ της εποχής το  «A far l'amore comincia tu» της Ραφαέλλας Καρά. Ξεσηκώναμε τις φιγούρες και προσπαθούσαμε να την μιμηθούμε εκεί ανάμεσα στα σταφύλια και στα τζιγκάκια, πετώντας ψηλά τα καπέλα σα θεατρίνες στις πιο μεγάλες πίστες.

Κι όσο έπεφτε ο ήλιος αποκαμωμένα εμείς τα παιδιά παίρναμε ένα υπνάκο κάτω από την μεγάλη ελιά μας που σαν μεγάλωσα την έβαλα στα παραμύθια μου. Η «γριά Ασημένια» υπάρχει ακόμα…

Τα αμπέλια μας αλλάξαν μορφή από τότε. Τώρα πια είναι κρεμαστά και σε μεγάλη έκταση υπάρχουν μόνο ελιές. Έφυγαν και οι περισσότεροι άνθρωποι…

Όμως εκείνος ο «πόλεμος» που είχε χρώμα ξανθό σαν την σταφίδα μας,  παραμένει ανεξίτηλα γραμμένος στην μνήμη μου για πάντα…

 

*«Λόγια του αέρα», Ελένη Μπετεινάκη, υπό έκδοση


Δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα ΠΑΤΡΙΣ στις 21  Αυγούστου 2023 : Εδώ!

 

 

 

Τρίτη 22 Αυγούστου 2023

Το χρώμα του καλοκαιριού* …στα Παραμύθια του Σαββάτου!

Της Ελένης Μπετεινάκη

Εκτάκτως σήμερα στα «Παραμύθια του Σαββάτου» με το βιβλίο της Μαρίας Ανδρικοπούλου και του Βασίλη Κουτσογιάννη, που κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Υδροπλάνο,  μιας και το καλοκαίρι συνεχίζεται κι ας είμαστε σε διακοπές!

Ένα τρυφερό, πολύχρωμο και ξέγνοιαστο βιβλίο που μάς ταξιδεύει μέσα από έναν αγαπημένο ζωγραφικό πίνακα στα καλοκαίρια της νοσταλγίας, της Ελλάδας, της ανεμελιάς και μοναδικών χρωμάτων. Και επειδή το χρώμα, η γεύση και οι μυρωδιές του καλοκαιριού κοντεύουν να φύγουν σε λίγο,  είπαμε να σας το παρουσιάσουμε πριν το φθινόπωρο.

Πάμε λοιπόν να δούμε γιατί μας άρεσε τόσο πολύ αυτό το βιβλίο!

Μα γιατί είναι το καλοκαίρι από μόνο του γεμάτο διακοπές, ελευθερία, παιχνίδι, καρπούζι, ζέστη, φως και χρώμα. Είναι το καλοκαίρι στο χωριό, στο νησί, στο σπίτι της  γιαγιάς με εκείνα τα ατέλειωτα βαρετά μεσημέρια, τα νωχελικά και αμήχανα που γεννούσαν στο μυαλό εικόνες και σκέψεις διαφυγής στο όνειρο. Οι παραινέσεις της γιαγιάς να μην περιπατεί κανείς ξυπόλυτος και να φοράει πάντα καπέλο, φέρνουν στο μυαλό και στα μάτια της συγγραφέα  τον πίνακα που ήταν κρεμασμένος στον τοίχο του σπιτιού των διακοπών της. Πρόκειται μάλλον για το νησί της Τήνου και το αντίγραφο του διάσημου πίνακα του Νίκου Λύτρα «Το ψάθινο καπέλο».  Ένα πίνακας που έχει χαρακτηριστεί σαν το ιδεόγραμμα του ελληνικού καλοκαιριού. Και μέσα από το όνειρο, τη ραστώνη, την γραφή της Μαρίας Ανδρικοπούλου και τα πινέλα του Βασίλη Κουτσογιάννη ταξιδεύουμε  στον πίνακα και ζούμε μαζί με το κορίτσι με το ψάθινο καπέλο στιγμές που θυμίζουν το μοναδικό ελληνικό καλοκαίρι. Στιγμές χρωμάτων του κίτρινου σε όλες του τις αποχρώσεις. Του γαλάζιου που με το παχύ του πινέλο ο Νικόλαος ή Νίκος Λύτρας προσπαθεί να μας εμπνεύσει με το πιο ελληνικό χρώμα αυτό της θάλασσας, του Ουρανού, της γαλήνης και της αγριάδας του τόπου μας. Κομμάτι κομμάτι μας αναλύει το παιδί ( η συγγραφέας δηλαδή) τον πίνακα ξεκινώντας από την πάνω του μεριά που το κίτρινο τής φέρνει την ζέστη του μεσημεριανού ήλιου  και ένα ύπνο γεμάτο με φωτεινά όνειρα. Άλλες φορές πιάνει κουβέντα με το κορίτσι του πίνακα και μιλάνε για παρέες, για βόλτες για αναζήτηση δροσιάς σε ένα ποτήρι παγωμένου νερού. Κι έτσι κουβέντα στην κουβέντα και δρασκελιά στα όνειρα ακολουθεί το μικρό παιδί στο εργαστήρι του ζωγράφου. Γίνεται μάρτυρας της δημιουργίας του πίνακα που ο νεαρός  ζωγράφος με επιμονή προσπαθεί μέσα από ένα πιάτο που κλείνει όλη την Ελλάδα μέσα του, να ζωντανέψει στον καμβά του το χρώμα του καλοκαιριού. Ελιά-ντομάτα-κάππαρη- αγκινάρα τυρί και ζυμωτό ψωμί. Τι άλλο να ζητήσει κανείς; Τι θεσπέσια σύναξη αισθήσεων. Και μας γεμίζει συναισθήματα, αγωνία και σκέψεις τούτη η συνάντηση. Μοιραζόμαστε το πάθος για δημιουργία, την αύρα της δικής του έμπνευσης και αναζήτησης.

Μια βάρκα καταμεσής του πελάγους…

Ένα κατάσπαρτο με στάχυα τόπο κι ένα να φρούτο διάφανο που ‘χει στη μέση του την καρδιά του καλοκαιριού…

Κι είναι Κυκλάδες όλος ο πίνακας με ασβεστωμένα σπίτια κι αυλές, με το πιο αγνό ζώο αλλοτινών καιρών, τον γαϊδουράκο, να περπατά πάνω στο καλντερίμι. Κι όσο αναζητά την σπίθα που θα απογειώσει το έργο του φτάνει εκείνη η μοναδική στιγμή μπροστά στο παράθυρό του. Το πλατύγυρο ψάθινο καπέλο στο κεφάλι ενός κοριτσιού. Και το χρώμα και η έμπνευση ολοκληρώνεται…

Μια πανδαισία σκέψεων και χρωμάτων πάνω σε  μια ιστορία που κρύβει τον πιο διάσημο πίνακα του Ελληνικού καλοκαιριού. Με πινελιές και θέματα κι από άλλους πίνακες του Νικολάου ή Νίκου Λύτρα διαβάζουμε το πιο φωτεινό και πολύχρωμο βιβλίο του καλοκαιριού. Η Μαρία Ανδρικοπούλου μας ταξιδεύει. Στο χθες, στο σήμερα, στην ομορφιά, στη φύση, στην Ελλάδα των ποιητών και των ζωγράφων. Ένα  κείμενο έμπνευση και μαγιά για πολλές δραστηριότητες μέσα σε μια σχολική τάξη, μόλις επιστρέψουμε,  που θα σχετίζονται  με τα χρώματα, τις αναμνήσεις και καινούργιους συνδυασμούς και συνθέσεις.

Λόγος να μάθουμε τα έργα και άλλων Ελλήνων ζωγράφων και ποιητών…

Ένα βιβλίο που μυρίζει μόνο ελληνικό καλοκαίρι και έχει αποδώσει μαγικά με τα πινέλα του ο Βασίλης Κουτσογιάννης. Σαν να είχε δάσκαλο του τον Νικόλαο Λύτρα , ακολουθεί τις δικές του γραμμές, τα χρώματα, το ύφος και πραγματικά μας συνεπαίρνει.

Μια ιστορία που θα μπορούσε να είναι βιογραφική και συνυφασμένη με τα χρόνια και της παιδικής ηλικίας και με ανάλογα ή και ίδια βιώματα.

Πάρτε τα πινέλα και τα μολύβια σας και γράψτε ή ζωγραφίστε το δικό σας καλοκαίρι. Βάλτε τα παιδιά σας να σας πουν, να ζωγραφίσουν, να γράψουν τα δικά τους σύμβολα και σημεία  που συνθέτουν το καλοκαίρι τους και αφήστε τα να χαθούν στην δική τους φαντασία, δημιουργικότητα και αναμνήσεις.

Το βιβλίο προτείνεται ευρέως να διαβαστεί από μικρούς και μεγάλους και να αφεθείτε όλοι στα όνειρα, στα χρώματα στις δυνατές στιγμές.

Πριν σας αφήσουμε να συνεχίσετε την δική σας ( και δική μας) καλοκαιρινή ανεμελιά να θυμηθούμε ποιος ήταν  ο Νικόλαος Λύτρας!

Ήταν  Έλληνας ζωγράφος των αρχών του 20ού αιώνα. Γεννήθηκε στα 1883 στην Αθήνα και πέθανε μόλις στα 44 του χρόνια τον Μάιο του 1927. Σπούδασε ζωγραφική στο Σχολείο των Τεχνών της Αθήνας από το 1902 έως το 1906, με δάσκαλους τον πατέρα του Νικηφόρο Λύτρα και τον Γεώργιο Ιακωβίδη. Άλλωστε οι επιρροές του από αυτούς τους δύο μεγάλους ζωγράφους είναι εμφανέστατες. Στη συνέχεια φεύγει για το Μόναχο όπου ασπάζεται τον Γερμανικό εξπρεσιονισμό μέχρι ην επιστροφή του στην Αθήνα στα 1912. Από το 1923 μέχρι και τον θάνατό του, λόγω φυματίωσης, υπήρξε καθηγητής στη Σχολή καλών Τεχνών.

Μπείτε σε ένα βιβλιοπωλείο και αναζητήστε το βιβλίο :

*Το χρώμα του καλοκαιριού, Μαρία Ανδρικοπούλου, εικ: Βασίλης Κουτσογιάννης, εκδ. Υδροπλάνο  : https://ydroplanobooks.gr/product/to-hroma-tou-kalokairiou/

Ραντεβού τον Σεπτέμβριο με πολλά πολλά βιβλία και παραμύθια!

Δημοσιεύτηκε στις 22 Αυγούστου 202 στο Cretalive.gr : Εδώ!


Το ψάθινο καπέλο, 1923-26, Αθήνα, Εθνική Πινακοθήκη



Βάρκα με πανί (Πάνορμος, Τήνου)
, π. 1925, Αθήνα, Εθνική Πινακοθήκη








Νικόλαος Λύτρας, Πεύκο, Πινακοθήκη Δήμου Αθηναίων

Κυριακή 13 Αυγούστου 2023

Οι "Δεκαπεντάρηδες" τ ΄Αυγούστου!


Της Ελένης Μπετεινάκη*

Κι έφτανε επιτέλους ο πιο αγαπημένος μήνας του καλοκαιριού, ο Αύγουστος. Γεμάτος πανηγύρια, πολύτιμες αγορές παιχνιδιών από τους πλανόδιους πραματευτάδες, σύκα τα αγαπημένα μου και σταφύλια…

Μπαίναμε στον μήνα του τρύγου, του πολέμου όπως χαρακτηριστικά έλεγε ο πατέρας μου…

Συνέβαινε όμως και κάτι άλλο, βαθιά χαραγμένο στην μνήμη μου κι αυτό.

Κάθε χρόνο την τελευταία μέρα του Ιούλη γινόντουσαν μεγάλες ετοιμασίες στην «Κάτω Γειτονιά» ή Κατσοπρινιά, πίσω από τα Σχολειά των Απάνω Αρχανών. Δυο – τρεις οικογένειες μέρες μαζεύανε τα πράγματα τους σε μπόγους και βαλίτσες.  Κουβέρτες, σεντόνια ακόμα και χιράμια, τσουκάλια, πιατικά, ρούχα, μεγάλες ντενέκες με νερό. Ήταν η ώρα του φευγιού, για να εκπληρωθεί το μεγάλο τάμα.

«Δεκαπεντάρηδες» τους φώναζαν αυτούς τους ανθρώπους, όχι γιατί ήτανε νέοι στην ηλικία, αλλά γιατί θα λείπανε τις πρώτες δεκαπέντε μέρες του Αυγούστου από τον τόπο τους. Θυμάμαι πως φορτώνανε τις παλιές τρίκυκλες μηχανές με την σιδερένια καρότσα ίσαμε ψηλά και τα χοντρά σκοινιά να κρέμονται στα πλάγια. Κι όλα αυτά σκεπασμένα με μια κατάλευκη φλοκάτη, κατακαλόκαιρο.

 Στο μοναστήρι της Παναγιάς της Χαρακιανής, θα ΄ταν φιλοξενούμενοι, γατί το τάμα τους ήταν βαθύ, βαρύ και αλησμόνητο. Εκείνη την φορά που ΄ναι πιο δυνατή στη δική μου θύμηση ήταν η οικογένεια του Μανολιού που επειδή είχε γιαίνει πια  από βεβαιωμένη κακιά αρρώστια ετοιμάζονταν για αναχώρηση…. Μας αφήνανε το κλειδί, να ποτίζουμε τα βασιλικά και τα γεράνια τους, μια φούξια μπουκαμβίλια που ΄ταν καμάρι της γειτονιάς κι ένα σωρό οδηγίες. Να τα ποτίζουμε μόλις έδυε ο ήλιος, να μην ιδρώσουν, να μην χαθεί ούτε μια σταγόνα από την ζέστη της μέρας, άδικα. Να μαζεύουμε τα αυγά από το κοτέτσι, όλα δικά μας να τα κρατούμε, να ταΐζουμε στάρι και καλαμπόκι τις κότες και να προσέχουμε τον κόκορα γιατί ήταν άγριος και τσιμπούσε με το παραμικρό.


Κι ήθελα κι εγώ να γίνω «Δεκαπεντάρης» ή «Δεκαπεντιστής» ή «Δεκαπενταρίτης» να πάμε κι εμείς εκδρομή και να μείνουμε μέρες μακριά από το χωριό  αλλά οι υποχρεώσεις του μπακάλικου του πατέρα μου ήταν τόσες πολλές που και η σκέψη μόνο ήταν απαγορευτική.

«-Ώρα μας είναι εδά, βεντεμιάτικο, να κάνομε  διακοπές στα μοναστήρια» έλεγε με την αυστηρή του φωνή ο μπαμπάς και δεν σήκωνε ούτε δεύτερη κουβέντα.

Και  σαν επέστρεφαν πια την επαύριο της Παναγιάς αναμέναμε με λαχτάρα τις διηγήσεις, τις ιστορίες να μάθουμε τα γενούμενα και τις ιστορίες της «ξενιτιάς.

Οι  βεγγέρες οργανωνότανε  τις νύχτες στην αυλή της γιαγιάς και στα πεζοδρόμια των σπιτιών των δικών τους και των δικών μας. Κάθε βράδυ ίσαμε τα μεσάνυχτα που ΄πεφτε η ζέστη…

Λέγαν λοιπόν πώς δεν μένανε, πάντα μέσα στο μοναστήρι,
αλλά σε μια καλύβα, απόξω, κι είχε μεγάλο «σεϊρι», τούτη η διαμονή, γιατί τα βράδια ακούγονταν ένα σωρό θόρυβοι της εξοχής, και κουκουβάγιες πάνω στα δέντρα και συρσίματα παράξενα. Φίδια, άρκαλοι, ποντικοί κανείς δεν ήξερε. Σκεπασμένοι από κορφής με κουβέρτες, δεν πολύ-δίνανε σημασία. 

Ο Μανόλης μια φορά μας είχε εκμυστηρευτεί πως ένα βράδυ είχε δει ένα δράκο να πετάει πάνω απ’ τα κεφάλια τους, θεριό τεράστιο. Του ‘χε κοπεί η λαλιά κι η ανάσα αλλά εκείνος δεν τους έδινε σημασία, μόνο πετούσε, πετούσε να φτάσει το πρωινό αστέρι της Αυγής, το Σείριο να πάρει το μαντάτο του καιρού του Αυγούστου να το μεταφέρει στη χώρα των Γιγάντων που θέλαν να γνωρίζουν τα δικά τους μερομήνια!

Κι άλλα βράδια ακούγονταν τραγούδια και μουσικές παράξενες από γλυκόλαλες κοπέλες. Μπορεί να ταν, οι νεράιδες που στήνανε το χορό, ποιος ξέρει;

Άλλωστε Αύγουστος ήταν  ο μήνας των νεράιδων, των ξωτικών, των άστρων και των παραμυθιών!

 


* Ελένη Μπετεινάκη, Λόγια του Αέρα, υπό έκδοση