Της Ελένης Μπετεινάκη*
Αυτή τη φορά είχε λίγο ανηφόρα ο δρόμος από το λιμάνι… Η συνηθισμένη
καθημερινή διαδρομή, με το ποδήλατο πάντα, και το επιτρεπτό χάζεμα στα τείχη, τα κτίρια… την ιστορία. Σαν έφτασα ελάχιστα
πιο πάνω από την ανακαινισμένη Πύλη Σαμπιονάρα, γεμάτη πια συνθήματα και
χαρτιά…θυμήθηκα για μια ακόμα φορά πως ο δρόμος απέναντι , ο πιο κοντινός του
λιμανιού είχε μια ιστορία ξεχωριστή, κι αυτός. Κοίταξα για μια ακόμα φορά την
μικρή μπλε ταμπέλα που έγραφε το όνομα και μια μικρή επεξήγηση : «
Οδός Μαλικούτη, οπλαρχηγό Καινουρίου». Έχω περάσει πολλές φορές από
αυτόν αλλά σήμερα κάτι μου έλεγε πως
ήταν η κατάλληλη στιγμή να θυμηθώ εκείνη την απίθανη ιστορία τούτου του Ήρωα
που πάνε κοντά διακόσια χρόνια από το μαρτυρικό τέλος του.
Κατέβηκα από το ποδήλατο… σαν ελάχιστο φόρο τιμής, περπάτησα
και άρχισα να θυμάμαι πάλι, να αναρωτιέμαι πως, γιατί, και αν μπορεί να αντέξει
ανθρώπου νους τούτες τις βιαιότητες ! Απρίλης ήταν του 1830…
Οδός Μαλικούτη, λοιπόν …
Όνομα που δεν σε παραπέμπει στα συνηθισμένα Κρητικά επίθετα
με την γνωστή κατάληξη, ωστόσο ίσως να είναι από τα πιο κρητικά που υπάρχουν.
Η οικογένεια
Μαλικούτη έχει πολύ βαθιές ρίζες στην Κρήτη, οι οποίες φτάνουν μέχρι το 1700.Η
μεγάλη δράση τους, όμως, γίνεται στα
χρόνια λίγο μετά την επανάσταση του 1821 που σε όλη την Ελλάδα αλλά και στην
Κρήτη έγιναν απίστευτες μάχες, φονικά και
βιαιοπραγίες .
Ο Νικόλαος Μαλικούτης γεννήθηκε στα Βορίζια
το 1782.Ήταν ένας από τους
ξακουστούς χαΐνηδες της Μεσαράς. Με την έναρξη της επανάστασης του 1821,
θέλησε, αμέσως, να εμπλακεί στον αγώνα και «μπήκε» κάτω από τις διαταγές του
τότε γενικού επαναστατικού αρχηγού της Κεντρικής και Ανατολικής Κρήτης, καπετάν
Μιχάλη Κουρμούλη, από τον Κουσέ. Στη συνέχεια όπως και τόσοι άλλοι κρητικοί
έλαβε μέρος σε πάρα πολλές μάχες σε διάφορα μέρη της Κρήτης. Η γενναιότητα του
φάνηκε αμέσως και φυσικά διακρίθηκε για το θάρρος και την ανδρεία του. Στα 1824
τον συναντάμε στην Πελοπόννησο και στην Στερεά Ελλάδα να πολεμάει τους
Τούρκους. Τον Απρίλη του 1827 πολεμά στην μάχη του Φαλήρου όπου καταφέρνει να
σωθεί και στη συνέχεια έρχεται στην Κρήτη. Τότε γίνεται Αρχηγός των
επαναστατών στη Μεσαρά. Τα χρόνια που ακολουθούν οι Κρήτες επαναστάτες
κυριαρχούν σχεδόν απόλυτα στην ύπαιθρο και οι Τούρκοι μένουν αποκλεισμένοι μόνο
σε πόλεις και φρούρια. Ο κάμπος της Μεσαράς που για αυτούς ήταν κύριος
τροφοδότης τους παραμένει αποκλεισμένος . Έτσι αρχίζουν να σχεδιάζουν τρόπους
για να επιτεθούν.
Τον Αύγουστο του 1828
σε αντίποινα για τον φόνο του Ιωασάφ Ξωπατέρα από τον Φεβρουάριο του ίδιου
χρόνου στη Μονή Οδηγήτριας από τους Τούρκους, οι Νικόλαος Μαλικούτης και Μιχαήλ
Κόρακας σκοτώνουν με ενέδρα τον περιβόητο πασά και δυνάστη των Χριστιανών
Ιμπραχήμ Αγριολίδη. Αυτό θα φέρει πολύ μεγάλες επιπτώσεις στους
χριστιανούς που μένουν στο Μεγάλο κάστρο. Οι Τούρκοι μεταφέρουν στην πόλη το
σώμα του Πασά και δίδεται αμέσως σύνθημα να σφαχτούν όσο περισσότεροι
άοπλοι χριστιανοί γινόταν.
Ο Στέφανος Νικολαΐδης στα σημειώματά
του αναφέρει: «…ο αριθμός δε των
φονευθέντων τότε εντός του φρουρίου δεν δύναται να προσδιορισθέι ακριβώς ,
διότι άλλοι μεν συμπεραίνουν να εφονεύθησαν
έως 350 και άλλοι υπέρ τους 1000. Τούτο μόνον είναι γνωστόν, ότι οι
φονευμένοι ερρίπτοντο εις τους δρόμους, των οποίων τα σώματα γυμνώνοντες αι
πτωχαί Τουρκίσσαι και Τούρκοι τα άφηναν χωρίς ουδενός φορέματος. Έπειτα μετά
την παύσιν της σφαγής διωρίσθησαν τινές να συνάξωσι τα σώματα, τα οποία
φορτώνοντες εις όνους αλλά μεν υπήγαν εις την εκκλησίαν και έστησαν μέγαν τινά
σωρόν και άλλα έρριψαν υπό τα τείχη του φρουρίου… ».
Στη συνέχεια ο Νικολαΐδης περιγράφει πως το ίδιο συνέβη και
στην ύπαιθρο και στα περίχωρα του Ρεθύμνου και μάλιστα στο χωριό Αρχοντική έσφαξαν
όλους τους Χριστιανούς που βρίσκονταν
στην εκκλησία ακόμα και τον ίδιο τον ιερέα που εκείνη ακριβώς την στιγμή
λειτουργούσε. Είναι γνωστό το γεγονός
που έχει διασωθεί από στόμα σε στόμα και στα γραπτά του αναφέρει ο Νικολαΐδης
για το « Θαύμα του Αγίου Μηνά » που συνέβη το Πάσχα του 1826, όταν οι
Τούρκοι θέλησαν να μπουν στην εκκλησία την ώρα της λειτουργιάς και να σφάξουν
τους Χριστιανούς , την ώρα μάλιστα του Ευαγγελίου. Τότε, λένε, είδαν μπροστά
τους τον ίδιο τον Άγιο Μηνά που τους έτρεψε σε φυγή. Από τότε μάλιστα η Τρίτη
του Πάσχα ήταν αφιερωμένη στον άγιο που τον γιόρταζαν με μεγάλη τιμή όλοι οι
Χριστιανοί του Μεγάλου Κάστρου. Ακολούθησαν πάρα πολλές βιαιοπραγίες των Τούρκων με ύψιστη αυτή των 4000 από το Μεγάλο Κάστρο
που ενωμένοι με άλλους από την Ιεράπετρα και την Σπιναλόγκα ε σκότωσαν τους
πάντες και κατέλαβαν την Επαρχία της Σητείας στα 1829 περίπου. Οι Χριστιανοί,
δε, της Μεσαράς είχαν καταλάβει όλα τα
υπάρχοντα των Τούρκων στην περιοχή και τις περιουσίες των Αγάδων, οι οποίοι δεν
μπορούσαν να το αντέξουν και περίμεναν την κατάλληλη στιγμή για να επιτεθούν
στους Κρήτες επαναστάτες. Η οργή τους όλη είχε πέσει πάνω στους αρχηγούς Νικόλαο Μαλικούτη και Μιχαήλ Κόρακα.
Και η στιγμή αυτή δεν άργησε να έρθει. Ήταν Πάσχα του 1830… Οι καπεταναίοι είχαν
όλοι μαζευτεί στην Πόμπια για να γιορτάσουν την μεγαλύτερη τους γιορτή και όπως γνωρίζουμε το γλέντι κρατούσε και
τις επόμενες ημέρες. Έτσι διάλεξαν την Νύχτα της Δευτέρας ή Τρίτης της Διακαινησίμου και ξεκίνησαν από το Μεγάλο
Κάστρο με 500 ιππείς. Αρχηγός τους ο Ντελής Χουσεΐν. Έφτασαν μέχρι τον
Χάρακα και τα Χουστουλιανά και εκεί κρύφτηκαν και περίμεναν στήνοντας μια
μεγάλη ενέδρα. Την άλλη μέρα ο Χουσεΐν στέλνει 30 μόνο ιππείς στον κάμπο της
Πόμπιας και αμέσως οι αρχηγοί των επαναστατών μην καταλαβαίνοντας ότι πρόκειται
για απάτη τους επιτέθηκαν. Την ίδια
στιγμή κατέφθασαν και οι υπόλοιποι ιππείς των Τούρκων και οι δικοί μας
επαναστάτες βρέθηκαν ανάμεσα σε δύο πυρά. Αποτέλεσμα είναι αν και σκοτώνονται πολλοί Τούρκοι επαναστάτες πέφτει
νεκρός και ο ηρωικός αγωνιστής των
Βοριζίων, Κωνσταντής Λέκκας που κυριολεκτικά κομματιάστηκε από την
μανία των Τούρκων. Ο Νικόλαος
Μαλικούτης, μαζί με εννιά εθελοντές από την άλλη Ελλάδα, κατευθύνεται
στο χωριό Τρυπητά στο ναό του Μιχαήλ Αρχαγγέλου που κλείνονται μέσα προσπαθώντας
να αμυνθούν. Μάταια όμως ... Ο Ντελή Χουσεΐν καλεί τον Μαλικούτη με τους
εθελοντές να παραδοθούν και τους υπόσχεται με μεγάλους όρκους στο κοράνι, ότι
δεν θα πάθουν τίποτε. Ο Μαλικούτης αντιστέκεται , πιστεύει ως την τελευταία
στιγμή πως οι άλλοι καπετάνιοι θα κατορθώσουν να διασπάσουν την πολιορκία και
να τους απελευθερώσουν. Τα πυρομαχικά τους όμως τελειώνουν κι έτσι αναγκάζονται
να παραδοθούν. Ο Μαλικούτης οδηγείται στο Μεγάλο Κάστρο δεμένος πισθάγκωνα και εκεί
τον υποβάλλουν σε φρικτά βασανιστήρια και εξευτελισμούς. Τον γυμνώνουν , τον
φτύνουν, τον κτυπούν και τον βρίζουν , τον τραβούν δεμένο στους δρόμους του
Μεγάλου Κάστρου και μάλιστα του κόβουν κομμάτια από το γυμνό του σώμα,
σουβλίζοντας τον κατά την τούρκικη συνήθεια και κόβοντας σε τεμάχια τις «χερούκλες
του».
Η λαϊκή παράδοση θέλει να είναι ανάμεσα στον όχλο των
Τούρκων και η πρώτη γυναίκα του Ιμπραχήμ
Αγριολίδη που ήθελε να τον
κρεμάσουν στην Πλατεία των Λιονταριών λέγοντας : «Ως κι η Αγριολίδαινα εβγήκε στο
παλάτι κι είπε να τονε σφάξουνε, να παρ’ ένα κομμάτι ».
Επίσης σε άλλα σημειώματα αναφέρεται πως ένας Ευρωπαίος πρόξενος του Μεγάλου Κάστρου
μεσολάβησε στον Σουλεϊμάν Πασά και του πρότεινε να του δώσει χρήματα,
προκειμένου να σώσει τον Μαλικούτη, αλλά ο Πασάς αρνήθηκε κατηγορηματικά.
Μάλιστα λένε πως
ξεψυχώντας ο Μαλικούτης είπε τούτα τα λόγια στους Τούρκους βασανιστές
του: «Εμένα κι αν με κάνετε θρουλιά-θρουλιά στην τάβλα, τα μπαϊράκια δε
χαλούν, μόνο θα έρθουν άλλα». Τον δένουν σε σκοινί και συνεχίζουν να
τον τραβούν στα σοκάκια του Μ. Κάστρου ως την Πλατεία των Λιονταριών και τον
περίφημο μεγάλο πλάτανο. Εκεί αν και νεκρό τον κρεμούν προς παραδειγματισμό και
σαν τρόπαιο της νίκης τους.
« Σέρνεται ακόμη το κορμί του μάρτυρα στους
δρόμους
Η κεφαλή του λιόσπαρτα γίνεται μεσ ΄ τις
πέτρες
κι η όψη του εσκόρπιζε το φόβο, την τρομάρα.
Δεν φαίνεται απ΄τα αίματα που είναι κει πημένα
μένει το στόμα του κλειστό και πάντα
βουβαμένο »…
Θα ΄ταν 25 του Ιουνίου του 1830
σαν συνέβησαν όλα τούτα . Ο Νικόλαος Μαλικούτης ήταν μόλις 48 ετών!
Έκλεισα τα μάτια μου
για μια στιγμή και προσπάθησαν να φανταστώ τη φρίκη. Δύσκολο πολύ, ασύλληπτο,
αδύνατον.
Τέλειωνε ο Απρίλης κι ένα- δυο αυλές που υπάρχουν ακόμα
σε τούτο το δρόμο μοσχομύριζαν γιασεμί και είδα γεράνια να προσπαθούν να
γλυκάνουν με το κόκκινο χρώμα τους τις θύμησές μου και την ανατριχίλα στο κορμί
από εικόνες της φαντασίας μου.
Κοίταξα για μια ακόμη
φορά ψηλά, την ταμπέλα με το όνομα του δρόμου… Θα πρέπει να μπήκα στη μέση
γιατί ένα επίμονο κορνάρισμα με επανέφερε στο σήμερα… και στην άκρη του! Έβαλα
το πιο γλυκό μου χαμόγελο, για να δείξω πως εγώ ήμουν ο φταίχτης και απρόσεχτος οδηγός… ποδηλάτου!
Τι να πως στον
άνθρωπο, πως ταξίδευα στην ιστορία … Θα με περνούσε για …άστο καλυτέρα!
Συνέχισα το δρόμο στην
άκρη πια, ως το τέλος εκεί με την ταμπέλα με τους επτά μπαλτάδες… Άλλη ιστορία αυτή …άλλη μέρα !
*H Ελένη Μπετεινάκη είναι νηπιαγωγός.
ΠΗΓΕΣ:
Ηράκλειον –
Χάνδαξ, Στέφανος Ξανθουδίδης
Το Ηράκλειον
και ο Νομός του, 1979
Robert Pashley, Travels in Crete
zhtunteanagnostes.blogspot.gr
Επίτομη
Ιστορία της Κρήτης, Ι. Μουρέλλου, εκδ. Νικ. Αλικιώτη.1934
Τελικά είναι αλήθεια πως από το επίθετο φαίνεται αν κρατάς από γενιά Ελλήνων η όχι όποιος κατάλαβε κατάλαβε ?????.
ΑπάντησηΔιαγραφήΟχι το επίθετο δεν αποδεικνύει πολλά . Στον αιματοβαμένο τούτο τόπο υπάρχει Ιστορία και ντοκουμέντα που αποδεικνύουν πολλά.
Διαγραφή