Της Ελένης Μπετεινάκη
Μετρώ τις αφίξεις
και τις απώλειες, κάτι σαν απουσιολόγιο και μια νύχτα σαν αυτή αναπολώ,
αποχαιρετώ και χαμογελώ πλατιά για την υπέροχη διαδρομή των παραμυθοιστοριών
και …παραμυθοκαλικάντζαρων.
Και να τα πάλι απόψε …
Επικρατεί μεγάλος
αναβρασμός …
Τους παρακολουθώ
προσεκτικά και αθόρυβα. Νιώθω μια χαρμολύπη να πω την αλήθεια. Τόσα κάναμε μαζί
και τόσες μέρες. Τόσα ταξίδια, εκατοντάδες παιδιά, δεκάδες εμφανίσεις.
Βγήκα από τις
αναπολήσεις και συνέχισα να τους παρατηρώ…
Κάποιοι
βιάζονταν, μπερδεύονταν, κουτρουβαλούν και προσπαθούσαν να τελειώσουν με τις
τελευταίες τους σκανταλιές. Απόψε μόλις
το ρολόι χτυπήσει δώδεκα ακριβώς όλα θα αλλάξουν. Οι καλικάντζαροι θα πρέπει να
τρέξουν να προλάβουν το ένα και μοναδικό άνοιγμα της γης για μπορέσουν να
επιστρέψουν στο σπίτι τους. Για λίγες μόνο ώρες και ίσα ίσα μέχρι το ξημέρωμα
θα πρέπει όλα να έχουν τακτοποιηθεί...
Αλλιώς με την
αγιαστούρα του ο παπάς …θα τους εξαφανίσει παντελώς!
Το δωδεκαήμερο όμως έληγε, τέλειωναν κι οι διακοπές ...Κοίταξα κάτω από το δέντρο κι είδα πως είχε μαζευτεί η γνωστή συμμορία και ο καθένας χωμένος στις σκέψεις του…
Ο Τρακατρούκας
μάζευε τα μολύβια του. Τον είδα που έχωνε στις τσέπες του τα εισιτήρια από τα ταξίδια
του. Παντού είχε βρεθεί φέτος! Λάρνακα, Λεμεσό, Παραλίμνι,Καλαμάτα, Αθήνα, Κρήτη…
Προσεκτικά έχωνε μέσα στο σάκο του αναμνήσεις, και ένα μικρό πακέτο με πολύχρωμες κορδέλες (
του το χάρισα την Πρωτοχρονιά) με τη συμφωνία να το ανοίξει μόνο σαν βρισκόταν
στο δικό του σπίτι. (Του ΄χα βάλει μέσα μικρά αντικείμενα από τα καινούργια
παραμύθια που είχαν κυκλοφορήσει όλη τη χρονιά που πέρασε).
Ο Πι και ο Φι
ήταν χαρούμενοι. Ανατυπώθηκαν οι ιστορίες τους ξανά και φέτος είχαν κι εκείνοι
ταξιδέψει πολύ.. Δίπλα ακριβώς ο Εδώ και ο Αλλού χαμογελαστοί και χορτάτοι. Η κ. Χριστίνα φέτος τους είχε
αφήσει μια τεράστια πιατέλα με κουραμπιέδες και μελομακάρονα αποκλειστικά για αυτούς!
Η μάγισσα Χρουχρού τους είχε βάλει στη σειρά και τους έδινε οδηγίες για να μην χάσουν το σωστό πέρασμα για το σπίτι τους. Έφευγε κι εκείνη. Η βαλίτσα της τεράστια, γεμάτη καλούδια των παιδιών, χαμόγελα και σημειώσεις. Η νεραΐδα πάλι των καλικάντζαρων, η κατάλευκη Άχνη, τους έλεγε να βιαστούν. Έπρεπε σχεδόν αθόρυβα να αναχωρήσουν σε λίγες ώρες και να κρατήσουν για ανάμνηση ό, τι όμορφο έζησαν. Έτσι αρχίσανε να ψαχουλεύουν …
Ο Εδώ είχε χώσει
στην πίσω τσέπη του παντελονιού του ένα τεράστιο μπισκότο από το ζαχαροπλαστείο
του κυρ Ηλία. Γνωστός κοιλιόδουλος και λαίμαργος όπως ήταν, τι άλλο να είχε
πάρει μαζί του…
Ο Αλλού είχε κρατήσει ένα μικρό λαμπάκι που φώτιζε την γαλάζια μπάλα στο τέταρτο κλαδί του δέντρου, στο σπίτι του Αλέξανδρου.
Ο Πι ένα
κατακόκκινο καμπανάκι με ένα υπέροχο ήχο που έπεσε από το έλκηθρο του Αϊ
Βασίλη! Ένα καρυδότσουφλο που στη μέση του είχε μια οδοντογλυφίδα για κατάρτι
κι ένα μικρό γαλάζιο πανί που τον χωρούσε ίσα ίσα.
Ο Φι πάλι είχε
κρατήσεις μια καραμέλα με ασημένιο περιτύλιγμα που του θύμιζε τα τόσα πακέτα
που έβλεπε να κουβαλούν οι άνθρωποι μέσα σε μεγάλες τσάντες όλες αυτές τις
μέρες αλλά και μια χάρτινη τσάντα φτιαγμένη από " άχρηστο υλικό "
δηλαδή παλιές εφημερίδες και μέσα εκεί έβαζε ότι του είχε κάνει εντύπωση. Μα το
πιο πολύτιμο απ’ όλα ήταν ένα μικρό
γυάλινο βαζάκι με χρυσόσκονη ...Κάθε βράδυ όταν περνούσε από τα σπίτια των
παιδιών για να δει αν είχαν κοιμηθεί έπαιρνε λίγη από τα αγγελάκια, τις μπάλες,
τα ελαφάκια, και όλα αυτά τα πράγματα που είχαν πασπαλιστεί απ’ αυτήν την
μαγική σκόνη. Κάθε φορά που θα ήθελε να θυμηθεί κάτι από τον Απάνω Κόσμο θα
έριχνε λίγη στον αέρα του Ζερζεβουτιού, του χωριού τους, και θα ξαναζούσε κάτι από όλη την μαγεία
αυτών των δώδεκα ημερών ...
Όμως η ώρα πλησίαζε. Τους έβλεπα λιγάκι ανήσυχους…
Πλησίαζαν
μεσάνυχτα και δεν είχαν χαιρετίσει κανέναν από τους φίλους τους ...
Και τώρα δεν
υπήρχε άλλος χρόνος ...Το μόνο που μπορούσαν να κάνουν είναι να τους άφηναν ένα
γράμμα. Όμως τι να έγραφαν και πως; Δεν ήξεραν ούτε όλα τα γράμματα ούτε και
μπορούσαν να σκεφτούν κάτι άλλο τούτη τη στιγμή. Πως την πάτησαν έτσι με τα
ονειροπολήματά τους...
Και τότε τους
ήρθε μια ιδέα...
Θα φώναζαν δυνατά
τα ονόματα όλων όσων είχαν συναντήσει και θα έπαιρνε ο άνεμος τη φωνή τους θα
την τύλιγε μέσα σε ένα αχνό σύννεφο και στο δικό του ταξίδι του θα περνούσε
μέσα από τοίχους, παράθυρα, μαξιλάρια και θα έφτανε στα μικρά αυτάκια των
παιδιών. Κι έτσι θα τα αποχαιρετούσαν για φέτος.
Γιατί όλα τα παιδιά πιστεύουν και στους καλικάντζαρους και στα ξωτικά και στα παραμύθια...
Ουρά έκαναν
μπροστά από την κουφάλα του ένατου δέντρου του κήπου μου…
Καθόμουν κι εγώ
πίσω από την μπαλκονόπορτα και τα
χαιρετούσα…
Ένα δάκρυ, δεν το
κρύβω κύλησε από τα μάτια μου…
Ο Τρακατρούκας
μπήκε τελευταίος. Με κοίταξε με τα τεράστια μάτια του κι είδα την ευγνωμοσύνη,
την συγκίνηση και την δική του χαρμολύπη.
Ναι, είναι ο πολυαγαπημένος
μου και ξέρω πως θα μου λείψει πολύ. Όλα τους θα μου λείψουν…
Καλό σας ταξίδι
αγαπημένα παραμυθοπαιδιά μου και καλή μας αντάμωση και πάλι του χρόνου!