«Με καψαλισμένα τα μαλλιά, μουτζουρωμένο πρόσωπο, και καπνισμένα ρούχα φεύγει ο Αύγουστος απόψε…
Στο ένα του χέρι κρατούσε ένα κλαδί καμένο κι όλο το χάιδευε, του μιλούσε, το ΄φερνε στο μέρος της καρδιάς, τ΄ ακουμπούσε στοργικά και το νανούριζε…
Στο άλλο του χέρι τον είδα να πιάνει γερά μια βαλίτσα ολοσκόνιστη, παραγεμισμένη όμως με χίλια καλούδια. Τότε χαμογέλασε γλυκά κι αστράψανε τα λευκά του δόντια φωτίζοντας του το πρόσωπο που από την κάπνα της φωτιάς τον είχε κάνει αγνώριστο KAI φέτος…
Κοντοστάθηκε, έμπηξε το καμένο ξύλο στη γη και κτύπησε το πόδι του δυνατά σα να ‘θελε να την ξυπνήσει, να της πει να το προσέχει, μήπως του χρόνου που θα ξανάρθει, μήπως, κι έβγαζε ρίζα τούτο το κλαδί…
Κι ύστερα πήρε να μου δείχνει όλα όσα είχε φορτώσει στη βαλίτσα…
Φρούτα γεμάτη ήτανε, που τα βρήκε στο σεργιάνι του στα περβόλια. Ξεχωριστή θέση κράτησε για τα σύκα και τα σταφύλια. Σε μια γωνιά της βαλίτσας του είχε φυλάξει κοχύλια, πεταλίδες και πέτρες μικρές στρογγυλές σε χίλια χρώματα. Ένα ματσάκι βασιλικό από την Εικόνα της Παναγιάς του Δεκαπενταύγουστου, κι ένα μικρό κομμάτι φανουρόπιτα κι ένα μαντηλάκι που ‘χε πάνω του κεντημένο με ασημοκλωστές ένα φεγγάρι ολόγιομο. Το μαγιό του ήταν ακόμη νωπό. Oύτε ο ίδιος δεν άντεχε τις ζέστες που του ξέφυγαν τόσο πολύ στο διάβα του. Μια γιρλάντα από χρωματιστά λαμπάκια από εκείνο το μικρό ταβερνάκι στην ακροθαλασσιά και μια μάσκα που ΄χε πάνω της ζωγραφιστό ένα ουράνιο τόξο και την φορούσε σχεδόν όλη μέρα.
Στην πάνω πάνω μεριά έβαλε την ομπρέλα του που όλη μέρα σήμερα την ανοιγόκλεινε γιατί σε πολλά μέρη ξέσπαγε μπόρα δυνατή.
Στην πάνω πάνω μεριά έβαλε την ομπρέλα του που όλη μέρα σήμερα την ανοιγόκλεινε γιατί σε πολλά μέρη ξέσπαγε μπόρα δυνατή.
Kι όπως κρύβονταν ο ήλιος πίσω από την κορυφή του Στρούμπουλα κατάλαβε πως έπρεπε να μην το καθυστερήσει άλλο. Ώρα του ήταν να φύγει. Να πάρει μαζί του και τον πατέρα του το Καλοκαίρι μιας κι ο θείος του, το Φθινόπωρο, είχε κάνει από το χάραμα την εμφάνισή του με τόσες βροχές που έριξε. Κοίταξε για μια ακόμα φορά τα σύννεφα και μόλις διάλεξε το πιο «γερό» ανέβηκε πάνω κι άκουσα μόνο τη φωνή του που μου δίνε τις τελευταίες παραγγελιές:
- Να θυμάσαι πως την αποψινή νύχτα την φώναζαν τα παλιά χρόνια «κλειδοχρονιά» γιατί κλείνει με αυτήν το καλοκαίρι. Σαν απόψε ανάβανε φωτιές να διωχτεί ο κακός καιρός και χρόνος και να έρθουν με δύναμη και ελπίδα οι καλύτερες μέρες του φθινοπώρου… Τα μεσάνυχτα, το νου σας, ανοίγουν οι ουρανοί και κατεβαίνουν οι άγγελοι κι κάνουν απογραφή στις ψυχές! Για να ξορκίσουν το κακό οι νοικοκυραίοι, τα παλιότερα χρόνια έσπαζαν ρόδια στην είσοδο του σπιτιού τους μόλις η μέρα έφεγγε…
Σάστισα λίγο και τον κοίταξα κάπως παράξενα κι ύστερα του γνεψα να πάει στο καλό!
«Ίσαμε του χρόνου!» μονολόγησε, και τον έχασα…
Κι έρχεται σε λίγες ώρες εκείνος ο νιος και πρωτότοκος μήνας του Φθινοπώρου…
Αν ήταν κορίτσι ο Σεπτέμβρης σίγουρα θα τον λέγανε «Επιστροφή!»
Άλλοι θα τον φώναζαν «Ανάμνηση» κι άλλοι «Αρχή!»
Για μένα είναι ο «Άγιος ο Σχολικός»
Άρχισα ήδη να μυρίζω το χαρτί…
Χίλια καλώς να μας έρθει…
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου