Της Ελένης Μπετεινάκη
Ανάψανε πάλι τα φώτα πάνω στον Γιούχτα. Εκείνη η γιρλάντα με τους γλόμπους που φωτίζει
το εκκλησάκι του Αφέντη Χριστού και τον Σταυρό που φαίνονται ακόμα κι από το
λιμάνι του Ηρακλείου. Σημάδι της μεγάλης γιορτής , του πανηγυριού, από τα
τελευταία σχεδόν του Αυγούστου. Χιλιάδες οι αναβάτες και φέτος , σ αυτή την
μοναδική, στην κυριολεξία εκκλησία πάνω στη βουνοκορφή. Χρόνια στέκει και
παρατηρεί τις Αρχάνες κι όλο τον κάμπο και
τα πανύψηλα βουνά γύρω, τριγύρω πάνω εκεί που η θέα σου κόβει την ανάσα…
...Λένε κάποτε πως ένα μαστορόπουλο όταν χτιζόταν η εκκλησιά
έπεσε από την πιο απόκρημνη πλαγιά στον μεγάλο γκρεμό κι ένας αετός το πήρε και
το ανέβασε στην κορυφή χωρίς να πάθει τίποτα απολύτως…
Οι βασιλικοί αετοί είναι είδος προστατευόμενο πια και οι
Αρχανιωτες έχουν αναλάβει να τους φροντίζουν…!
Αφέντη τον φωνάζουμε στην Κρήτη, όχι από δουλοπρέπεια ,αλλά
για να δείξουμε το ψήφος, την εκτίμηση,
την Αγάπη. Όλες σχεδόν οι εκκλησιές Του βρίσκονται πάνω στις βουνοκορφές κι
αυτό γιατί βουνό σημαίνει ανύψωση, ανάταση
και επαφή με τον ίδιο το Θεό. Λέγαν πως την παραμονή το βράδυ ξανάνοιγαν οι ουρανοί κι όσοι το πίστευαν δεν έβλεπαν νεράιδες, ή βασίλισσες ή ξωτικά αλλά ένα άγιο
φως κι αυτό ήταν σημάδι, το χαν για καλό. Κι εμείς είχαμε κάθε χρόνο την έννοια
να προλάβουμε και να κοιμηθούμε τουλάχιστον δυο τρεις ώρες ίσαμε την αυγή…
«… 6 Αυγούστου ξημέρωνε
…Ξυπνούσαμε πολύ πρωί , γύρω στις 5.00 και ετοιμαζόμασταν όλοι στη γειτονιά ,
στο πόδι κάθε ηλικίας άνθρωπος , για τα απαραίτητα, για την μεγάλη ανάβαση. Οι
άρτοι της κυρά Ρήνης είχαν ήδη φορτωθεί στους ώμους του πιο δυνατού άντρα και
πολύ πριν καλά καλά χαράξει είχαμε φτάσει μέχρι τη Ρίζα, στους πρόποδες του
Γιούχτα .Η περιπέτεια ξεκινούσε .Βάζαμε στοιχήματα μεταξύ μας, ποιος θα πρωτο ανέβει και πόση ώρα θα
μας πάρει ίσαμε το μεγάλο πλάτεμα λίγο πριν ακουμπήσουμε τον μεγάλο βράχο που ήταν
χτισμένη η μοναδική τετραμάρτυρη
εκκλησία του Αφέντη Χριστού. Στο δρόμο σαν ανεβαίναμε χίλιες δυο μυρωδιές μας
καθάριζαν τα πνευμόνια , ρίγανη, θυμάρι, δίκταμο και φασκόμηλο που αν και ήταν
προς το τέλος της εποχής τους υπήρχαν παντού.

« …Κάποτε μας λέγανε
πως πέρασε , από τις Αρχάνες ο Απόστολος
Παύλος, όταν σταμάτησε σαν ναυαγός στους Καλούς Λιμένες και πριν φύγει για την
Ρώμη ήθελε να δει το βουνό με την ανθρώπινη μορφή και την παγκόσμια ακτινοβολία.
Οι Αρχανιώτες τότε τον παρακάλεσαν να
τους απαλλάξει από τα φαρμακερά φίδια που βρίσκονταν στο δασοσκέπαστο Γιούχτα. Εκείνος καταράστηκε
το βουνό και τα φίδια εξαφανίστηκαν με μιας . Μαζί τους όμως εξαφανίστηκαν και
τα δέντρα και από τότε όσο κι αν προσπάθησαν οι άνθρωποι το βουνό παραμένει
γυμνό και με ελάχιστη βλάστηση…. »

οδηγό τους φακούς μας προχωρούσαμε και το λιγοστό φως από το γλυκοχάραμα. Ήμασταν στη μέση της διαδρομής , όταν ένας φοβισμένος άρκαλος , σαν να χε χάσει τον προσανατολισμό του μας προσπέρασε.
Τότε θυμήθηκα άλλη μια ιστορία για το χτίσιμο της εκκλησίας
του Αφέντη μας. Αυτό συνέβη πριν πολλά
πολλά χρόνια . Τότε που οι Ενετοί είχαν κατακτήσει το νησί. Στην πιο απόμερη
πλαγιά του ιερού βουνού χτίστηκε ένα μοναστήρι που έμεναν καλόγριες και άνθρωποι
με πολύ ισχυρή θέληση , πίστη και ατσάλινα νεύρα. Ο άνεμος, η πέτρα και η έλλειψη τροφής πολλές φορές κάνουν τους
ανθρώπους σκληρούς , απότομους και πολύ δυνατούς. Εκεί λοιπόν στα « κελιά των καλογράδων » λένε πως
με τα νύχια τους έσκαβαν τη γη για να ανοίξουν ένα « σαρνίτσι » και να μαζεύουν
τα νερά της βροχής που έπεφταν από τη σκεπή της εκκλησίας και των κελιών τους
για να τόχουν τους καλοκαιρινούς μήνες γα πόσιμο. Με τον ίδιο τρόπο καλλιεργούσαν και τη γη για
λίγη τροφή με δημητριακά ή οτιδήποτε άλλο μπορούσε να τους δώσει καρπό. Λιτή
και απέρριτη η ζωή των μοναχών, άγονη ,σκληρή και μονότονη όμως γεμάτη πίστη
και θέληση για την υπέρβαση και ανύψωση της ψυχής που μόνο ο ιερός χώρος του βουνού
μπορεί να προσφέρει σε μια νοητή συνάντηση για πιο κοντά στο ίδιο το Θεό …
1443 μ. Χ. Υπάρχει μια πέτρα στην είσοδο της εκκλησίας και
σε μια γωνιά στο ύψος του γκρεμού που μαρτυρεί πότε χτίστηκε για πρώτη φορά και μια παράδοση
εκείνη του ναυαγού που βρέθηκε
κάποτε στο Κρητικό πέλαγος να παλεύει για την ζωή του με τα μανιασμένα κύματα.
Γύρισε λέγανε κάποια στιγμή και είδε το βουνό που είχε ανθρώπινη μορφή σαν
κεφαλή άνδρα που κείτονταν ανάσκελα . Παρακάλεσε για την σωτηρία του και θα κτίζε
το εκκλησάκι του Σωτήρα του, του Χριστού
στην πιο ψηλή κορφή….

«...πιάσαμε το βούκινο κι αρχίζουμε τις πένθιμες μουγκρές. Γροικούνε στο χωριό κι όσοι είχανε πορίσει στσι εξοχές και παραιτούνε τα όλα λυτά δεμένα κι αγλακούσανε. Ανεμαζώνανε ζεμπίλια και σκάλες και σκοινιά και πιάνουνε τα όρη. Και ίδια πως είχανε φτερά στσι φτέρνες κι επαιτούσανε και φτάξανε στην κορφή. Όλοι λέγανε για τον κακομοίρη τον Χακή και τον φριχτό θάνατο που του μέλλε να πάθει. Σκύφτουνε και ξανοίγουνε και τότες ήντα θωρούνε. Ο Χακή Μπαράς με το πελέκι του αγκαλιά εσκαρφάλωνε από πιο πέρα από χαράκι σε χαράκι , βουβός και άλαλος. Μιλούνε ντου, δε μιλεί. Εθαρρούσανε πως ήτονε φάντασμα. Εκείνος εσυνέχιζε σαν νάχε ένα όραμα μπροστά στα μάθια ντου και τον οδήγανε στην κορφή. Όλοι είχανε σαστίσει. Και σαν έφτασε εκιά που ήθελε γυρίζει και λέει ντος. ‘’Εγώ με μπρε , επρόκαμα πριν φτάξω στη γης σαν ήπεφτα και είπα Σώσε με Χριστέ μου να σε χτίσω με τέσσερα ιερά. Μόνο το νου σας εδά γιατί ΄χομε πολύ δουλειά ακόμη να κάμουμε’’. »*

…κι επιτέλους με τόσες θύμησες και κουβέντες φτάσαμε κι εμείς στην ποδιά του Χριστού πάνω στον αμαξωτό και μια μεγάλη στροφή μας χώριζε από τον αρχικό προορισμό μας. Λίγο ήθελε ακόμη να ξημερώσει ολότελα. Αρχίσαμε να τρέχουμε μ όση δύναμη είχε απομείνει στα κουρασμένα μας πόδια. Βλέπαμε τις τέντες από τα υπαίθρια μικρά μαγαζιά που είχαν στήσει οι μικροπωλητές και σκεφτόμασταν πως ήταν η τελευταία μας ευκαιρία να αποκτήσουμε τα πολυπόθητα παιχνίδια για τον χειμώνα. Ήθελα τόσο πολύ ένα « τσουρλιχτάρι », μια ρόδα που σαν θα έτρεχα και θα την κρατούσα θα έκανε ένα παράξενο συνεχόμενο θόρυβο και θα ταν ότι πιο όμορφο παιχνίδι θα είχα δει. Το δίλλημα μεγάλο , να σταματήσουμε για τα παιχνίδια ή να προχωρήσουμε ως την κορφή πάνω στο Σταυρό μήπως και κερδίζαμε το στοίχημα και την ίδια στιγμή να βλέπαμε τον ήλιο που ετοιμαζόταν επιτέλους να μας κάνει την χάρη και να εμφανιστεί. Δεν το πολυσκεφτήκαμε και περάσαμε γρήγορα γρήγορα τους πάγκους με τα παιχνίδια, τις πλαστικές τσατσάρες, τις ζαχαρωτές μαντινάδες , τα πολύτιμα φυλακτά και δακτυλίδια , τα κουρδιστά αυτοκινητάκια και κείνον τον πολύ δροσιστικό πάγκο με τις γκαζόζες, τις λεμονάδες ,τις ζελίτες και το παγωμένο νερό.
Λίγα σκαλοπάτια μας χώριζαν από τον απέραντο ουρανό. Και να …επιτέλους φτάσαμε μόνο που δεν ήμασταν μόνοι μας. Μόνο τότε είδαμε και αναρωτηθήκαμε που βρέθηκαν τόσοι άνθρωποι εκεί, τόσες κουβέρτες , τόσες μπατανίες και βούργιες και άρτοι και μια γαργαλιστική μυρωδιά όχι πια από δίκταμο , φασκόμηλο ή ρίγανη αλλά από σουβλάκι που μας τρυπούσε τα ρουθούνια. Στο πιο ψηλό σημείο ο μεγάλος ξύλινος σταυρός και μια θέα που σου κοβε την ανάσα . Νοιώθαμε κι εμείς σαν μεγάλοι κατακτητές που στα πόδια μας απλωνόταν το απέραντο βασίλειο μας. Ο Ψηλορείτης, τα Αστερούσια ,τα Λασηθιώτικα βουνά , οι Αρχάνες σε όλη τους την ομορφιά , τα αμπέλια , οι ελιές και η θάλασσα, απέραντη, μακρινή και πανέμορφη πάντα… Και πριν χορτάσει το βλέμμα την απεραντοσύνη του υπέροχου τοπίου , μείναμε με το στόμα ορθάνοιχτο. Η στιγμή της Ανατολής είχε φτάσει . Απίστευτα χρώματα κι ένας πελώριος δίσκος ανέβαινε σιγά σιγά στον ουρανό με μια μοναδική μεγαλοπρέπεια και χάρη. Άξιζε σκεφτήκαμε , χαλάλι και το τόσο πρωινό ξύπνημα και το περπάτημα και όλα… Κι ύστερα ακούστηκε η μεγάλη καμπάνα και η λειτουργία άρχισε. Αγουροξυπνημένοι άνθρωποι μάζευαν τα λιγοστά τους ρούχα να κάνουν χώρο στο προαύλιο για όλους όσους είχαν αρχίσει να καταφθάνουνε με τα πόδια, με φορτηγά που είχε κανονίσει ο Δήμος Αρχανών τότε, με αγοραία ταξί ή με τα λιγοστά αυτοκίνητα και τις τρίκυκλες μηχανές.
Στο μικρό σπιτάκι δίπλα στην εκκλησιά μύριζε άρτος και μας
είχε πιάσει μια πείνα που σε συνδυασμό
με την μυρωδιά από το κρέας που ψηνόταν λίγο παραπέρα δεν μας άφηνε να
σκεφτούμε πως κι η σημερινή μέρα ήταν μέρα νηστείας .Μόνο ψάρι θα μπορούσαμε να
φάμε όμως που να βρεθεί πάνω στο βουνό
κείνη την ώρα. Αυτό που μας είχε κάνει εντύπωση ήταν πως δίπλα στο τραπέζι με
τους άρτους που θα ευλογούσε ο παππάς ήταν και μεγάλα κοφίνια με σταφύλια
σουλτανιά που λίγο αργότερα μας εξήγησε
ο πατέρας μας πως ήταν παλαιϊνό έθιμο η προσφορά τους στην εκκλησία , η ευλογία
τους και το μοίρασμα στους πιστούς για να ξεκινήσει καλά η περίοδος του τρύγου
που σίμωνε λίγο μετά και την γιορτή της Παναγίας.
Κι αφού ανάψαμε το κερί
μας στη χάρη του Χριστού ήρθε και
η ώρα για τις « αγορές των ονείρων μας ». Το δώρο μου για φέτος ήταν το « τσουρλιχτάρι
» που είχα δει και μια κούκλα με μακριά ξανθά μαλλιά, γαλάζια μάτια και φόρεμα
που την έβγαλα Ροζίτα και αν και με τα χρόνια και τα πλυσίματα το χρώμα στο
φόρεμά της ξεθώριασε υπάρχει ακόμα για να μου θυμίζει εκείνο το πανηγύρι στη
Χάρη του Αφέντη Χριστού ένα καλοκαίρι που όλα ήταν τόσο αγνά , τόσο αθώα και
όμορφα και η ζωή μας είχε άλλο ρυθμό και
νόημα κι ας μετριόταν σε μια παγωμένη ζελίτα στην κορφή του πιο ιερού δικού μας
βουνού του Γιούχτα μας !
Χρόνια πολλά !!!
Πηγές :
Οι Αρχάνες δια μέσου των αιώνων, Νικ. Χριστινίδη – Μαν.
Μπουνάκη, εκδ. Μ.Σ.Α., 1970
*Λαογραφικά Σταχυολογήματα, Ειρήνη Ουσταγιαννάκη – Ταχατάκη,
1976
Η εκκλησία της Παναγίας της Φανερωμένης των Αρχανών, Νίκος
Χριστινίδης, 2001
«Λόγια του Αέρα», Ιδ. Συλ. Διηγημάτων, 2013
Δημοσιεύτηκε στο www.cretalive.gr στις 6 Αυγούστου 2013 στον παρακάτω σύνδεσμο :
http://www.cretalive.gr/culture/view/sth-charh-tou-afenth-christou/98254
Δημοσιεύτηκε στο www.cretalive.gr στις 6 Αυγούστου 2013 στον παρακάτω σύνδεσμο :
http://www.cretalive.gr/culture/view/sth-charh-tou-afenth-christou/98254
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου