Της Ελένης Μπετεινάκη*
Ε, λοιπόν τον είδα χθες βράδυ! Τον Άγιο
Βασίλη λέω, τον αγαπημένο μας…
Την έστησα στη γωνία του καναπέ, σκεπασμένη
με μια καρό κουβέρτα και σχεδόν ακούνητη τον περίμενα. Η φλόγα στο τζάκι λίγο
αδύνατη, τα λαμπιόνια στο χριστουγεννιάτικο δέντρο τρεμόσβηναν ρυθμικά κι εγώ…περίμενα! Όλο το υπόλοιπο σπίτι σκοτεινό, απόλυτη η
σιωπή. Την ανάσα μου κράτησα για δευτερόλεπτα γιατί άκουσα έναν γνώριμο ήχο. Εκείνα
τα κουδουνάκια, τα μαγικά των ταράνδων… Έστρεψα το βλέμμα μου στην μπαλκονόπορτα
κι ένα δυνατό φως που δεν θυμάμαι πόση ώρα κράτησε, μού έκλεισε τα μάτια…
Κατακόκκινος ήταν, αναψοκονισμένος και
χαρούμενος. Τεράστιο το σακούλι, απόρησα πως μπόρεσε χώρεσε εδώ μέσα και πως
ήρθε τόσο γρήγορα στο δικό μου σπιτικό, από που μπήκε;
Κι είδα να βγάζει από το σάκο του μια κούκλα με γαλάζιο φόρεμα, γαλάζια μάτια και φιογκάκια στα καστανά της μαλλιά. Ένα φορητό σινεμά σε σχήμα κώνου με μικρές μπομπίνες από παραμυθοταινίες αγαπημένες. Ζωντάνεψε ο Πήτερ Παν, η Τίγκερμπελ, ο Αλαντίν με το ιπτάμενο χαλί του και το μαγικό λυχνάρι. Στον απέναντι τοίχο κινούνταν όλοι με το γνωστό ήχο της μανιβέλας…Κι ύστερα τράβηξε ένα άλλο πολύτιμο κουτί που ΄χε μέσα ένα μικρό πιανάκι κατάμαυρο με λευκά πλήκτρα… Κι έναν Τυχερούλη, ολορόζ και χαμογελαστό. Έναν κουμπαρά σε σχήμα πάπιας κι εκείνος ροζ χρώμα κι ένα γαλάζιο για τον αδελφό μου. Κι ύστερα το πιο μαγικό απ’ όλα. Ένα τρενάκι τηλεκατευθυνόμενο με μεγάλες μπαταρίες κι ένα μοχλό και καλώδιο. Κι ένα αστυνομικό αυτοκίνητο που αναβόσβηνε μια σειρήνα. Και τέλος το πιο μεγάλο και το πιο βαρύ του πακέτο μου το άφησε δίπλα μου κοιτώντας με μέσα στα μάτια! Ήταν το πρώτο, το μεγάλο, το μπλε μου ποδήλατο, η «Λόλα» μου, κι είχε και ταχύτητες και φως και κόρνα δυνατή. Χάιδεψα την κατάμαυρη σέλα, το τιμόνι και γύρισα να του πω ένα τεράστιο ευχαριστώ για όλα τα πολύτιμα του χρόνου και του σάκου του…
Κι ύστερα έβαλα στη σειρά τα καλικαντζαράκια μου, κουρασμένα πολύ από τις πολλές σκανταλιές και παρουσιάσεις, τα σκέπασα με χουχουλιάρικα παπλώματα και κάθισα δίπλα στο τζάκι να τους μιλήσω για τους ανθρώπους, τους βιαστικούς, τους μικρούς, τους μεγάλους, τους παράξενους, τους γκρινιάρηδες, τους αισιόδοξους…όλους, τέλος πάντων!
Για τα παιδιά τους μίλησα, για τα
παιδιά που δεν θέλω να τα στεναχωρεί κανείς…
Για τα όμορφα της ζωής που κρύβονται
στα απλά και καθημερινά πράγματα…
Για τις λέξεις που πρέπει να προσέχουμε όταν τις λέμε, πού και πως …
Για τις αγκαλιές που πρέπει απλόχερα να
χαρίζουμε σε όλους τους αγαπημένους μας…
Για τα όνειρα που είναι τροφή για εμάς
τους ανθρώπους για αν μπορούμε να συνεχίζουμε τη ζήση μας…
Για το μοίρασμα σε ότι περίσσευμα
έχουμε είτε συναίσθημα είτε υλικό αγαθό…
Για την αγάπη, την ελπίδα, τα ταξίδια
και τα σπουδαία του Απάνω κόσμου που δεν αγοράζονται με χρήματα …
Κι εκείνα χαμογελαστά αποκοιμήθηκαν και
έριχνα μπόλικη παραμυθόσκονη μαζί με την
Αγαπώ, το κατακόκκινο ξωτικό μου, την Χρουχρού τη μάγισσα των Χριστουγέννων και
την η νεράιδα των καλικάντζαρων, την Άχνη. Χάδια απαλά κι αέρινα σχεδόν στους
παραμυθένιους μου κόσμους και ήρωες ίσαμε την στιγμή που κάτι πήρε το μάτι κάτω
απ’ το ΄δέντρο…
Δεν το είχα δει πιο πριν. Ένα μεγάλο κουτί με κυπαρίσσι περιτύλιγμα και μπορντό κορδέλα!
Χαμογέλασα πλατιά κι έστρεψα το βλέμμα
στην μπαλκονόπορτα…
Η χρυσόσκονη από το ιπτάμενο έλκηθρο
ίσα που φαινόταν!
Έλυσα γρήγορα την κορδέλα, ξεκόλλησα απαλά το σελοτέιπ από το περιτύλιγμα και ειδα το νέο μου Laptop.
Επιτέλους θα μπορούσα να γράφω ξανά τις ιστορίες μου <3
Καλώς όρισες 2025…
Να, αυτή είναι η πρώτη της χρονιάς <3
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου