Το παραμύθι της βροχής

Δευτέρα 26 Οκτωβρίου 2015

Ξημέρωμα …27 Οκτωβρίου 1943…ώρα 6.00…



Μια ζωή για ένα και μόνο ιδανικό … και δεν ήταν παραμύθι!

Της Ελένης Μπετεινάκη…

Τέλεψα το χρέος  και φεύγω… λέει ο Νίκος Καζαντζάκης στην « Αναφορά στο Γκρέκο»…

Τούτη η γραφή νομίζω πως σου ταιριάζει παππού Ίσως να είναι κι έτσι, ίσως και να μην πρόλαβες … Έφυγες κάπως νωρίς, χωρίς να δεις την πατρίδα σου ελεύθερη. Την πατρίδα που της χάρισες τη ζωή σου. Την πατρίδα που έδωσες αμέτρητες μάχες για τη δεις ξανά να σηκώνει το ανάστημά της, για να ζούμε εμείς σήμερα καλύτερα … Κι αύριο είναι η μεγάλη εθνική γιορτή της επετείου του Όχι… Δεν πρόλαβες τίποτε. Το δικό σου το Όχι το είχες πει εκείνα τα χρόνια, εκείνον το Σεπτέμβρη του 43, που  αρνήθηκες να «προδώσεις», ανθρώπους και ιδανικά.
Κάθε χρόνο λοιπόν, σαν σήμερα το δικό μου χρέος είναι να θυμάμαι …Να θυμάμαι και να μνημονεύω το δικό σου πέρασμα από τούτο τον κόσμο. Δεν σε γνώρισα ποτέ, παππού, όμως σε κουβαλάω μέσα μου από την ώρα που γεννήθηκα. Σε γνώρισα από τον πατέρα μου, από τα υπόλοιπα παιδιά σου, τις φωτογραφίες, τα παράσημα, τα γραφτά σου και νοιώθω πως κάμποσα πράγματα που έχω κι εγώ μέσα μου φταίει η δική σου φύτρα  και τα έχω. Πείσμα, ανοχή, υπομονή, θάρρος …μόνο που εγώ δεν πολέμησα ποτέ σαν εσένα. 

Κάθε χρόνο, 27 του Οκτώβρη …μέρα πένθους , μέρα περισυλλογής. Τι και αν έχουν περάσει 72 χρόνια από τότε… Τούτη η μέρα θα είναι πάντα δική σου.
Το παραμύθι που θυμάμαι και γράφω κάθε χρόνο για τα δικά μου παιδιά πια, το ξέρετε ήδη και αν σας κουράζω ξανά είναι γιατί κάποια παραμύθια είναι αληθινά, υπήρξαν οι ήρωες τους, έζησαν, πάτησαν τα ίδια χώματα με μας, ταξίδεψαν όχι  για  αναψυχή μα γιατί έπρεπε να υπηρετήσουν τον πιο ιερό σκοπό και ιδανικό για την πατρίδα τους. 

Από χθες το βλέμμα μου είναι καρφωμένο σε ένα ζευγάρι κιάλια πάνω στο γραφείο μου. Η υγρασία, η σκουριά, η ιστορία,  είναι εκεί. Δεν τα καθάρισα ποτέ. Είναι από τα ελάχιστα αντικείμενα που σώθηκαν από τη ζωή σου παππού. Είναι εκείνα που με κάνουν να συλλογιέμαι πόσα να έχουν δει τούτα τα « μάτια». Τα είχες πάνω σου , στο μπέτι σου, όπως λέμε εμείς οι Κρητικοί και μ΄αυτά πολέμησες, ταξίδεψες, είδες τον κόσμο με τα δικά σου μάτια, τα κράτησες με τα δικά σου χέρια. Άψυχο αντικείμενο, όμως τόσο σπουδαίο…
Πήγα για άλλη μια φορά στο χωριό μας. Είδα την προτομή, τους δρόμους, το σπίτι που έζησες με τη δική σου οικογένεια πια… Περπάτησα στα δρομάκια, στην εκκλησία, στο παλιό δημαρχείο που έδινες το …παρών, κάθε Παρασκευή κι ύστερα πήγα κι έκατσα μαζί με τον πατέρα μου. Εκείνος πια δεν βλέπει, θυμάται όμως, θυμάται απίστευτες λεπτομέρειες κι εγώ τούτη τη φορά ένοιωσα πως έπρεπε να του ξαναπώ την ιστορία που εκείνος  μου έμαθε…

“…Ήταν  Σεπτέμβρης του ΄43 , θαρρώ 24 του μήνα , απόγευμα, κι είχαμε μόλις γυρίσει από τον τρύγο. Στα Λιάτικα  ήμασταν όλη μέρα. Κουρασμένοι κι η μάνα, μας έλεγε πως είχε ένα βάρος που της πλάκωνε την ψυχή. Δεν είχαμε προλάβει να πλυθούμε όταν από το μακρύ σοκάκι ακούστηκαν ρυθμικά βήματα και ένας δυνατός χτύπος από το σπάσιμο της πόρτα μας, μας τράνταξε όλους. Ήταν γερμανοί στρατιώτες.  Ανέβαιναν τα σκαλοπάτια γρήγορα και μπήκαν μέσα.  Έψαχναν τον πατέρα μου κι άρχισαν να ρωτούν που ήταν. Τους είπα με σπασμένα γερμανικά πως είχε πάει στην Κομαντατούρ στο φρουραρχείο δηλαδή, να δώσει « το παρών » γιατί ήταν Παρασκευή βράδυ κι έτσι έπρεπε. Ένας απ΄ αυτούς έφυγε να δώσει την πληροφορία, οι υπόλοιποι έκανα το σπίτι αγνώριστο. Δυο – τρεις ώρες μείνανε κι έπαιρναν μαζί τους ότι καλό έβρισκαν στο σπίτι. Σύντομα ήρθε ένας δικός τους και τους είπε πως τον βρήκαν και τον συνέλαβαν. Το βράδυ ήρθαν πολλοί ,11 νοματαίοι με σήματα-πέταλα πάνω τους ,  έψαχναν συνέχεια ,στις αποθήκες, στο κελάρι, στο πλυσταριό ,στα στρώματα , τίποτα δεν έμεινε στη θέση του. Όμως και τίποτα δεν βρήκαν. Λίγο πριν τα μεσάνυχτα έφυγαν. Η αδελφή μου , η μάννα κι εγώ , παλικάρι 14 χρονών τότε, άσπροι σαν τον τοίχο από τον φόβο και την αγωνία μας στεκόμασταν ώρα πολλή ακόμη ,αμίλητοι , ακίνητοι στο ίδιο σημείο μην ξέροντας πώς να αντιδράσουμε.
Τον μεγάλο μου αδελφό, το Γιώργη μας τον είχαν ειδοποιήσει να μην πλησιάσει το σπίτι κι εκείνο το βράδυ έμεινε έξω, στην εξοχή . Το επόμενο πρωί μάθαμε πως ο πατέρας μου ήταν στο Ηράκλειο , στο Φρουραρχείο. Εκεί έμεινε 3 μέρες , στο σπίτι του Πλεύρη κάτω στο υπόγειο και βρήκαμε σαν φύγανε οι Γερμανοί γραμμένο ένα μήνυμα μέσα σε κύκλο με μολύβι :
 « Αντώνιος Γεωρ. Μπετεινάκης, κινδυνεύει , ελπίζει εις τον Θεόν. 25 Σεπτεμβρίου 1943».
Ύστερα τον πήγαν στα Χανιά , στο χωριό Αγυά . Κανένας δεν μπορούσε να πλησιάσει τις φυλακές. Πήγε ο Γιώργης μας ,αλλά δεν τον άφησαν να τον δει. Ούτε καν έναν  Έλληνα δικηγόρο δεν του πήγανε. Κάνανε μόνοι τους το δικαστήριο . Στις 26 του Οκτώβρη. Ο παππούς και πέντε άτομα ακόμη. Τους καταδίκασαν γιατί προσπάθησαν να ειδοποιήσουν τον Μπαντουβά πως έπρεπε να φύγει από τα βουνά και να παραδοθεί γιατί οι Γερμανοί θα καίγανε  τα χωριά της Βιάννου. Πιάσανε πολλούς τότε, τους αφήσανε μόνο αυτοί οι έξι δεν γλύτωσαν. Κάποιος τους πρόδωσε, μακάρι πριν κλείσω τα μάτια μου να μάθω ποιος ήταν, όχι για κανένα  άλλο λόγο, αλλά να ξέρω , να φύγω ήσυχος . Ο Γιώργης ήταν εκεί την ημέρα του δικαστηρίου. Η μάννα μου δεν ήθελε να πάω κι εγώ στα Χανιά, μικρό παιδί έλεγε , δεν ήθελε άλλες φουρτούνες, φτάνει όσα υποφέραμε ήδη. Μας έπε , πως πλησίασε λίγο στη φυλακή απόσταση περίπου 100 μέτρα. Τι να δεις;
Ήταν όλοι με τα ίδια ρούχα, κάτι γκρίζο φορούσαν και δυο τρεις χαιρετούσαν από το παράθυρο. Ήταν πολύ κοντά κουρεμένοι και δεν τους αναγνώριζε. Ένας του φάνηκε πιο ψηλός, τον χαιρετούσε με μανία, μπορεί και να ‘ταν αυτός ο πατέρας μας . Ποιος ξέρει…
 Την άλλη μέρα έγιναν όλα …Μόλις χάραξε , ψιλόβρεχε κιόλας,  το χώμα μύριζε έντονα, τα σκυλιά γαύγιζαν σαν να χαλούσε ό κόσμος. Ξημέρωμα …27 Οκτωβρίου 1943…ώρα 6.00…βαρύ τούτο το πρωινό και άχαρο και με μια  σιωπή παντού. Κάτι πλανιόταν στον αέρα όμως τίποτα δεν κουνιόταν , ούτε ο νους τους ήθελε να το σκεφτεί… Κρυμμένοι μέσα στα χωράφια , ο Γιώργης και καμιά δεκαριά άλλοι σηκώθηκαν να δουν γιατί γινόταν τόση φασαρία από τα γαυγίσματα. Κάτι είχαν μυριστεί τα σκυλιά. Φοβόταν  μην τους πάρει κανένα μάτι. Και τότε άκουσαν  με μια φωνή  να τραγουδούν οι κρατούμενοι…

« Σε γνωρίζω από την κόψη του σπαθιού την τρομερή
σε γνωρίζω από την όψη που με βία  μετράει τη γη.»

Κι ύστερα πάλι φωνές και γερμανικά παραγγέλματα για να σταματήσουν, όμως αυτοί συνέχιζαν ακόμη πιο δυνατά. Τίποτα δεν τους τρόμαζε πια , απολύτως τίποτα. …
Καμιά  εικοσαριά στρατιώτες με ειδικό βηματισμό παρατάχθηκαν στον αύλιο χώρο της φυλακής . Η βροχή συνέχιζε να πέφτει κι αυτή ρυθμικά και τότε… ώ θεέ μου! έξι άνδρες με συνοδεία Γερμανών αξιωματικών βγήκαν έξω . Οι άνδρες φανερά κουρασμένοι όμως με το κεφάλι ψηλά συνέχιζαν να λένε τον εθνικό ύμνο.  Τους έβαλαν να ακουμπήσουν στον τοίχο και τους έδεσαν τα χέρια. Τους έκλεισαν τα μάτια με ένα άσπρο πανί. Ο πατέρας  γύρισε το κεφάλι του στο πλάι. Δεν ήθελε να του δέσουν τα μάτια , ήθελε να βλέπει κατάματα το μεγαλύτερο θεριό , αυτό που κανένας δεν νίκησε ποτέ , ήθελε να χορτάσει και την τελευταία σταγόνα της ζωής , το αμυδρό φως της μέρας που  μόλις είχε αρχίσει να ξυπνά. Ύστερα ακούστηκε μια πολύ δυνατή φωνή και ο αέρας γέμισε από τους πυροβολισμούς … Οι κρατούμενοι μέσα από τα μικρά τους παράθυρα έκλαιγαν σιωπηλά… δεν ακούστηκε τίποτα άλλο …απόλυτη σιωπή …όλα είχαν τελειώσει …
Άραγε μήπως ήταν όνειρο , εφιάλτης ή συνέβη  στ αλήθεια. Ο πατέρας μου ήταν εκεί ανάμεσα τους, νεκρός!..»

Αυτή ήταν η ιστορία που μου έλεγε ο πατέρας μου κάθε χρόνο τέτοια μέρα. .. «Να τη θυμάσαι … να τη λες και στα παιδιά σου κι αυτά να τη λένε στα δικά τους… κάθε χρόνο στις 27 Οκτωβρίου…»

Από τα  άλλοτε γαλάζια γεμάτα ζωντάνια μάτια του πατέρα μου, είδα δάκρυα χθες βράδυ. Άραγε τι να σκέπτεται μέσα στα δικά του σκοτάδια. Μου κράτησε το χέρι μου σφιχτά. Δεν μίλησε, δεν  είπε τίποτα κι εγώ κρατώντας  τον μόνο γερά, τον άφησαν να νοιώσει, να θυμηθεί, να ζήσει ξανά όλες του τις αναμνήσεις… Αυτή η σιωπή μου είπε τα πάντα… Πως έπρεπε πάλι να γράψω , πάλι να θυμηθώ κι εγώ!

Κι όπως λέει κι ο μεγάλος συγγραφέας μας που κι αυτός σαν χθες άφησε την τελευταία του πνοή κι ήθελε στο νησί του να θαφτεί στο τόπο του : «…Μα τώρα το μεροκάματο τέλεψε, μαζεύω τα σύνεργά μου, ας έρθουν άλλοι σβώλοι χώματα να συνεχίσουν τον αγώνα, είμαστε, εμείς οι θνητοί, το τάγμα των αθανάτων, κόκκινο κοράλλι το αίμα μας, και χτίζουμε απάνω στην άβυσσο ένα νησί. Χτίζεται ο Θεός, έβαλα κι εγώ το δικό μου κόκκινο πετραδάκι, μια στάλα αίμα, να τον στερεώσω, να μη χαθεί, να με στερεώσει, να μη χαθώ, έκαμα το χρέος μου…Έχετε γεια!…»

 Στέκομαι κι εγώ, και καμαρώνω παππού, πάντα θα θυμάμαι, όσο ζω, και θα νοιώθω υπερηφάνεια και δύναμη, τη δική σου δύναμη!

Για την βιογραφία του Αντωνίου Μπετεινάκη δείτε εδώ : http://zhtunteanagnostes.blogspot.gr/2015/10/7-1886-27-1943.html
 
ΠΗΓΕΣ :
Ηχογραφημένα ντοκουμέντα  από τον Ιωάννη Μπετεινάκη
Αρχείο Οικογένειας Αντ. Μπετεινάκη
zhtunteanagnostes.blogspot.gr/

Δημοσιεύτηκε στο cretalive.gr στις 27 Οκτωβρίου 2015 :http://www.cretalive.gr/history
και στην εφημερίδα ΠΑΤΡΙΣ http://www.patris.gr/articles

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου