Το παραμύθι της βροχής

Παρασκευή 12 Ιουλίου 2013

"Θα σου πω ένα παραμύθι", είπε. " Το παραμύθι της βροχής "...


«Θα σου πω ένα παραμύθι. Το παραμύθι της βροχής», της είπε.



Το κοριτσάκι έκλεισε τα μάτια του κι αφέθηκε στο χάδι αυτής της φωνής που του έδινε την αίσθηση της ασφάλειας και της σιγουριάς που τόσο πολύ είχε ανάγκη,

έστω και χωρίς να καταλαβαίνει τίποτα στην πραγματικότητα από όσα άκουγε.

«Μια φορά κι έναν καιρό», άρχισε να σιγοψιθυρίζει η Χριστίνα, «ήταν μια όμορφη κοπέλα. Φορούσε ένα καφέ φόρεμα και περπατούσε μόνη της σ’ ένα κάμπο. Την έλεγαν Γη. Είχε περάσει πολύς καιρός από τότε που είχε για τελευταία φορά καρπίσει. Τότε που καταπράσινα χορτάρια είχαν φυτρώσει στο μακρύ της φόρεμα και κόκκινες παπαρούνες είχαν γεμίσει όλο τον ποδόγυρό της. Μέσα στη γη, κρυμμένο βρισκόταν ένα σποράκι, ένα τόσο δα σποράκι, που όμως το καημένο δεν μπορούσε να βλαστήσει. Χρειαζόταν νερό πολύ, μια γερή κατεβασιά νερού που θα πλημμύριζε το χώμα της γης και θα το έκανε να ζήσει.

Ένα περαστικό συννεφάκι άκουσε το παράπονό του. Στάθηκε πάνω από το χώμα και το ρώτησε γιατί κλαίει. Το σποράκι τού είπε τι συνέβαινε. Με λίγο νερό θα μπορούσε να γίνει ένα κατακόκκινο λουλούδι και να στόλιζε τη Γη. “Και γι αυτό στενοχωριέσαι;” το ρώτησε το συννεφάκι. “Περίμενε και θα δεις”.

Έβαλε τα δυνατά του το σύννεφο να κλάψει, σφίχτηκε, ξανασφίχτηκε, φούσκωσε τα μάγουλά του, κόντεψε να σκάσει, μα τίποτα δεν κατάφερε. “Τα βλέπεις;” είπε το σποράκι. “Τίποτα δε γίνεται”. Μάταια προσπαθούσε για ώρα το σύννεφο. Δεν κατάφερνε να κλάψει. Άρχισε να θυμάται πράγματα που είχε δει από ψηλά και το είχαν στενοχωρήσει, μήπως και καταφέρουν τα δάκρυα να βρουν το δρόμο τους προς τη γη. Και πάλι τίποτα. Εκείνη την ώρα έφτασε κοντά στο σύννεφο ένα άλλο συννεφάκι. Το αδελφάκι του ήταν. Ήταν γκρίζο και με δυσκολία μπορούσε να κινηθεί στον ουρανό. “Τι κάνεις εσύ εδώ;” ρώτησε απορημένο που τόση ώρα το έβλεπε να στέκεται εκεί αμετακίνητο. Το λευκό συννεφάκι τού εξήγησε τι συνέβαινε, του είπε για το σποράκι, του είπε για το κλάμα που δεν ερχόταν.

 “Θα σε βοηθήσω εγώ”, του είπε κι άρχισε σιγά-σιγά να κλαίει με ευκολία. Το σποράκι δέχτηκε το νερό που το γκρίζο σύννεφο του χάριζε και μέσα
στη δροσιά που εισχώρησε στο χώμα άρχισε να φουσκώνει, να φουσκώνει όλο και πιο πολύ, ώσπου στο τέλος έσκασε, κι ένα μικρό, πράσινο φυλλαράκι, σαν κεραίαφύτρωσε στο κεφάλι του. Λίγο καιρό μετά μέσα από το χώμα ξεπετάχτηκε ένα τόσο όμορφο, κόκκινο λουλούδι που άλλο όμοιό του κανείς δεν είχε δει. Το φόρεμα της Γης είχε γεμίσει μαργαρίτες, παπαρούνες και τριαντάφυλλα αλλά όλοι μιλούσαν για το παράξενο λουλούδι που είχε φυτρώσει. Τα συννεφάκια αγκαλιασμένα στον ουρανό καμάρωναν, και το λουλούδι λικνιζόταν στον άνεμο που απαλά φυσούσε τα φύλλα του». 

Από το βιβλίο : " Το παραμύθι της βροχής ", Τέσυ Μπάιλα, εκδ. Δοκιμάκης 






Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου