Το παραμύθι της βροχής

Παρασκευή 7 Φεβρουαρίου 2025

Με λένε Ιούλιο Βέρν*…της Μαριέττας Κόντου στα Παραμύθια του Σαββάτου!


Γράφει η Ελένη Μπετεινάκη

Με λένε Ιούλιο…Το όνομα μου ήταν ναυτικό, καλοκαιρινό, «μύριζε» διακοπές, θάλασσα και ταξίδια κι όταν κανείς το άκουγε, συνήθως σκεφτόταν πανιά, κατάρτια, λεύγες, ανέμους και γαλάζιο, πολύ γαλάζιο!

Εγώ πάλι, μόλις ακούσω αυτό το όνομα, σκέφτομαι αυτό το έβδομο παιδί του Xρόνου γεμάτο γιασεμί, αγιόκλημα και παγωτά. Κι αν το τοποθετήσω στις ιστορίες και τα βιβλία τότε γυρίζω πίσω στα παιδικά μου χρόνια και στην κλασσική σειρά που κυκλοφορούσε τότε στην δεκαετία του 7, που ήταν μοναδική και πολυδιαβασμένη: Τα βιβλία του Ιουλίου Βερν.

Η Μαριέττα Κόντου γράφει την βιογραφία του μεγάλου συγγραφέα Ιουλίου Βερν με ένα τρόπο μοναδικό. Μας παίρνει από το χέρι και μας ταξιδεύει πίσω στο χρόνο μαθαίνοντάς μας χίλια δυο για την παιδική του ηλικία, την αχαλίνωτη φαντασία του, το ντύσιμο και τις συνήθειες της εποχής του και μοιάζει να πορευόμαστε κι εμείς μαζί του. Να μεγαλώνουμε, να νιώθουμε, να ονειρευόμαστε, και να ακολουθούμε τα βήματά του.

Το βιβλίο είναι χωρισμένο σε κεφάλαια ξεκινώντας με εκείνο που μας περιγράφει την συνταγή του καλού ονειρευτή. Μπαίνουμε σε έναν κόσμο φανταστικό και πολύ ζωντανό που δεν μπορείς παρά να συμμετέχεις κι εσύ στο όνειρο…

Κι ύστερα αρχίζουν τα μικρά «μυστικά». Η έμπνευση πώς ξεκίνησε, και από πού για να γράψει τα αριστουργήματα του και φυσικά από πότε; Μα από παιδί, μάς  λέει η Μαριέττα Κόντου, σχεδόν από το πρώτο ζωντανό του όνειρο. Εκείνο που ξέρουν καλά να το ζουν τα μικρά παιδιά μέσα από το φανταστικό τους παιχνίδι. Όταν όλα τα άψυχα παίρνουν ψυχή και ρόλους. Όταν το πάπλωμα γίνεται ουρανός, το πάτωμα θάλασσα, το κρεβάτι ιστιοφόρο τότε κι ο  Ιούλιος  μεταμορφώνεται σε ναυτικό ατρόμητο!

Κι έτσι άρχισαν όλα τα ταξίδια της φαντασίας ίσαμε τα πέρατα του κόσμου κι ακόμα πιο μακριά. Εκεί που κανείς δεν μπορούσε να τον σταματήσει και πολύ περισσότερο να καταλάβει τι σκεφτόταν και τι βλέπανε τα μάτια της φαντασίας του.

Στο βιβλίο η αφήγηση συνεχίζεται μέσα από το ημερολόγιο που τον βάζει η συγγραφέας να γράφει και την δύσκολη στιγμή που οι γονείς του θέλουν να τον πάνε σε ένα ψηλό, κρύο και αυστηρό σχολείο. Εκείνος πάλι δραπετεύει από την καθημερινότητα με την φαντασία του και μεταμορφώνει τα μολυβένιά του στρατιωτάκια σε ναύτες  δίνοντάς τους παραγγέλματα μήπως καταφέρει και ξεφύγει μακριά και δεν ακούει την επιτακτική φωνή της μητέρας του που τον καλεί να βιαστεί… Στο καινούργιο πέτρινο σχολείο όλα στην αρχή ήταν σαν γκρίζα σύννεφα . Όμως η φαντασία και το χιούμορ (της συγγραφέως) λειτουργούν θεραπευτικά. Ένας εμπνευσμένος επιστάτης θα βοηθήσει στο ξεπέρασμα των δυσκολιών και ο μικρός Ιούλιος θα αγαπήσει τα λαχανικά, τα μπισκότα, τα Λατινικά και την Γεωγραφία στο καινούργιο του …σπίτι! Κι όσο κράτησε το διάστημα της προσαρμογής τα συναισθήματα πύκνωναν και ήταν βασανιστικά στενάχωρα. Κανένας δεν υπήρχε δίπλα του κι ας προσπαθούσε ο μικρός Ογκούστ, ο συγκάτοικός του στο οικοτροφείο, να του πιάσει κουβέντα. Κι όταν τα κατάφερε ύστερα από βδομάδες όλα άλλαξαν., Ο Ιούλιος ανακάλυψέ την βιβλιοθήκη κι εκεί περνούσε ώρες ατέλειωτες. Που τον έχανες , που τον εύρισκες ή στην βιβλιοθήκη ή σε μια κούνια στην πίσω αυλή και δίπλα σε μια υδρόγειο σφαίρα στο γραφείο του κυρίου Ρατατούη.

Η αφήγηση συνεχίζεται με απίστευτο χιούμορ και περιγραφές που ζωντανεύουν μπροστά στα μάτια  μας σαν σκηνές  ταινιών αλλά από  τις σελίδες  των βιβλίων του Ιουλίου Βερν. Τις ζούμε μαζί του, ταξιδεύουμε και μπαίνουμε μέσα σε όλες του τις περιπέτειες.

Στο πέμπτο κεφάλαιο ο Ιούλιος επιστρέφει στο σπίτι του στην Νάντη και μας περιγράφει το γραφείο του  μπαμπά, την κουζίνα και το δικό του του δωμάτιο μεταφέροντας μας την ατμόσφαιρα της οικογενειακής θαλπωρής και των συνηθειών της εποχής μέσα από τους «σοβαρούς τοίχους» του πατρικού σπιτιού με τις μυρωδιές, τις εικόνες και τα έπιπλα μιας άλλης εποχής. Άντε και την συντροφιά με  « Μισή ώρα με τον Μαρσέλ» , τον παπαγάλο των Γκιγιόμ.

Ακολουθεί η περιπέτεια στον ποταμό του Λίγηρα με τον Πολ, το άλλο μισό του Ιούλιου κάνοντας τον καπετάνιο, αλλά μάλλον δεν τα πολύ-κατάφερε.

Ετοίμασε ένα ολόκληρο σχέδιο για να αποδράσει από το σπίτι. Έφτιαξε ένα  μεγάλο σχέδιο και κρυφά  έφυγε για το λιμάνι…Ανακάλυψε  ένα τρικάταρτο καράβι στο λιμάνι της Νάντης. Το σχέδιο του ήταν να λύσει τους κάβους, να σηκωθούν τα πανιά και να σαλπάρει κι ας είχε μια τρύπια παντόφλα μόνο στα πόδια του και την ορμή ενός παιδιού να κατακτήσει τον κόσμο. Ομως  κι ένας  ναύτης του συγκεκριμένου καραβιού τον είχε ακολουθήσει, και την πιο «μεγάλη στιγμή » του απόπλου, τον σήκωσε ψηλά από τους ώμους και τον επανάφερε στην πραγματικότητα και στα χέρια του έξαλλου πατέρα του.


Αποφάσισε τότε να μην σταματήσει ποτέ να γράφει για τη θάλασσα και τις περιπέτειές της και να ταξιδεύει για πάντα με το όνειρο, την φαντασία και την πένα του.

Ένα υπέροχο βιβλίο με την πένα της Μαριέττας Κόντου, την δική της φαντασία, το χιούμορ, την ευαισθησία, τις αναμνήσεις και τον πολύ ιδιαίτερο λόγο της. Μια περιπέτεια η ζωή του Ιουλίου Βερν από τα παιδικά του χρόνια που μας δείχνει πως καταφέρνει κανείς να ξεπεράσει τις δυσκολίες. Πως επιβιώνεις μέρες που γίνονται γκρίζες. Ποια η δύναμη της φαντασίας, των βιβλίων, των φίλων.

Ένα καλογραμμένο βιβλίο που ενθουσιάζει με την ευρηματικότητά της  συγγραφέως στην απόδοση του φανταστικού παιχνιδιού, στις περιγραφές, στις παιδικές περιπέτειες και διαφυγές  που αν και η δική φαντασία  είναι αμείωτη, συνθέτουν μια προσωπικότητα που θα μας  δώσει σαν ενήλικας μερικά από τα κλασικά παγκόσμια αριστουργήματα παιδικής λογοτεχνίας.

Ένα βιβλίο με καταπληκτική εικονογράφηση από τον Βασίλη Γρίβα , μικρά έργα τέχνης που συμπληρώνουν άρτια το κείμενο της Μαριέττας Κόντου.

Μια βιογραφία που δεν κουράζεσαι να διαβάσεις, αντίθετα σε κάνει να ανατρέξεις στα βιβλία του μεγάλου Ιουλίου Βερν και να τα γνωρίσεις ή να τα διαβάσεις ξανά.  

Να το ψάξετε στα βιβλιοπωλεία και να μαγευτείτε από την γραφή και τις εικόνες!

Ξεφυλλίστε εδώ τις πρώτες σελίδες : https://ellinoekdotiki.gr/gr/ekdoseis/i/me-lene-ioulio-vern

*Με λένε Ιούλιο Βέρν, Μαριέττα Κόντου, εικ: Βασίλης Γρίβας, εκδ. Ελληνοεκδοτική

Ένας χαμαιλέοντας* …στα Παραμύθια του Σαββάτου!

Η κυρία Γενναιοδώρα …στα Παραμύθια του Σαββάτου!

Πέμπτη 6 Φεβρουαρίου 2025

Κάρολος Ντίκενς, ο Κορυφαίος Μυθιστοριογράφος γεννιέται σαν σήμερα, 7 Φεβρουαρίου 1812!

Όλιβερ ΤουίστΔαβίδ Κόπερφιλντ,ΠιπΕμπενίζερ Σκρουτζ είναι μερικοί από τους πιο σημαντικούς ήρωες που δημιούργησε ο Κάρολος Ντίκενς, ο δημοσιογράφος, ο μυθοπλάστης , ο άνθρωπος που εργαζόταν και ζούσε σε φρενήρης ρυθμούς. Είναι ο ίδιος που αγαπήθηκε και επαινέθηκε από τον Λέων Τολστόι αλλά και κατακρίθηκε από την Βιρτζίνια Γουλφ και τον Χένρυ Τζέιμς λόγω μεγάλου συναισθηματισμού και μελοδραματισμού και της αληθοφάνειας στα έργα του. Ωστόσο κατάφερε αν και έχουν περάσει 215 χρόνια από την ημέρα που γεννήθηκε, να διαβάζεται, να θαυμάζεται και να ζει στις καρδιές και στα ακούσματα εκατομμυρίων ανθρώπων στον πλανήτη.


Γεννιέται ένα πρωινό στο νησί Πόρτσι, κοντά την πόλη Πόρτσμουθ της Νότιας Αγγλίας στις 7 Φεβρουαρίου 1812. Ήταν το δεύτερο από τα οκτώ παιδιά του Τζον και της Ελίζαμπεθ Ντίκενς. Ο πατέρας του ήταν υπάλληλος στην Υπηρεσία Μισθοδοσίας του Ναυτικού. Αμειβόταν με όχι ιδιαίτερα υψηλό μισθό και η μεγάλη οικογένεια που είχε τον οδήγησε πολλές φορές σε οικονομικό αδιέξοδο ή και στην καταστροφή. Άλλοι βιογράφοι του αναφέρουν πως έκανε μεγάλη και άσωτη ζωή που τον έκανε να δανείζεται και να μην μπορεί να αποπληρώσει τα χρέη του κι έτσι φυλακίστηκε στα 1824. Αυτό ανάγκασε τον δεκαπεντάχρονο Κάρολο να σταματήσει το σχολείο και να εργαστεί σε εργοστάσιο βερνικιών προκειμένου να προσφέρει κάτι στην οικογένεια του που κανείς άλλος δεν μπορούσε να συντηρήσει . Σύντομα μια απροσδόκητη κληρονομιά θα τον βγάλει από το αδιέξοδο και την δουλειά που δεν του αρέσει καθόλου και αφού συνεχίσει το σχολείο , θα μάθει στενογραφία και θα ασχοληθεί για ένα διάστημα σε ένα δικηγορικό γραφείο και στη συνέχεια ανταποκριτής εφημερίδα που τόσο αγαπά. Το συγγραφικό του ταλέντο που συχνά εμπνέεται από τα δύσκολα χρόνια την εποχή της εφηβείας του και τις δικές του εμπειρίες. Η ρήξη με τον πατέρα του θα έρθει αμέσως μετά την αποφυλάκισή του και λίγο πριν πιάσει δουλειά στο δικηγορικό γραφείο και θα κρατήσει ως το τέλος της ζωής του.

Το 1830 ο Ντίκενς συνάντησε τον πρώτο έρωτα της ζωής του, στο πρόσωπο της Μαρίας Μπίντνελ, που αποτέλεσε το μοντέλο για τον χαρακτήρα της Ντόρα Σπένλοου στον Δαβίδ Κόπερφιλντ. Οι γονείς της νεαρής κοπέλας εναντιώθηκαν στη σχέση και την έστειλαν να σπουδάσει στο Παρίσι.
Από το 1833 και μετά η επαγγελματική του ζωή εναλλασσόταν μεταξύ δημοσιογραφίας και λογοτεχνίας. Διετέλεσε πολιτικός και κοινοβουλευτικός συντάκτης σε διάφορα έντυπα φιλελευθέρων αποχρώσεων. Γνωρίζοντας την πολιτική ζωή από τα μέσα, έχασε σιγά -σιγά την εμπιστοσύνη του στο πολιτικό σύστημα, που εξέθρεφε «τη φτώχεια, την πείνα και την αμάθεια», όπως έλεγε, ενώ ήταν ιδιαίτερα επικριτικός για την αντιπροσωπευτική δημοκρατία, που «αποδεικνύεται τέλεια αποτυχία». Δεν είχε όμως και κάποια άξια λόγου εναλλακτική λύση να προτείνει.


Το πρώτο του μυθιστόρημα Τα Χαρτιά του Πίκγουικ, εκδόθηκε το 1836 και αμέσως έκανε γνωστό το όνομά του. Στο έργο αυτό παρουσιάζονται σε εμβρυακή κατάσταση, πολλά από τα χαρακτηριστικά, που υπάρχουν στο μεταγενέστερο μυθοπλαστικό του σύμπαν: σατιρικές ή καταγγελτικές επιθέσεις εναντίον των κοινωνικών κακών και των ανεπαρκών θεσμών, παρεμβάσεις σε κοινωνικά ζητήματα της εποχής, γνώση του Λονδίνου (του χώρου που κυριαρχεί πάντα στα έργα του), ένα διάχυτο πνεύμα συμπόνιας και μια στάση εγκαρδιότητας απέναντι στους ανθρώπους, καθώς και μια ανεξάντλητη δυνατότητα στο πλάσιμο των χαρακτήρων.
Στις 2 Απριλίου 1836 ο Κάρολος Ντίκενς παντρεύεται την Κάθριν Χόγκαρθ, κόρη του ευυπόληπτου σκωτσέζου δημοσιογράφου Τζορτζ Χόγκαρθ, με την οποία θα αποκτήσει δέκα παιδιά. Θα χωρίσουν 22 χρόνια αργότερα, λόγω των εξωσυζυγικών περιπετειών του.
Η φήμη του εκτοξεύεται με τα δύο επόμενα μυθιστορήματα του, Όλιβερ Τουίστ (1837-1838) και Νίκολας Νίκλεμπι (1838-1838), τα οποία αποκαλύπτουν με τα μελανότερα χρώματα τη μαύρη καθημερινότητα του Λονδίνου και του Γιορκσάιρ, με ένα σύμπαν βυθισμένο στην εκμετάλλευση, στο έγκλημα και την πορνεία. Τα οικονομικά του επίσης βελτιώθηκαν πολύ και συνεχώς άλλαζε σπίτι, το ένα πιο μεγάλο από το άλλο.
Το 1842 πραγματοποιεί το πρώτο του ταξίδι στις ΗΠΑ, όπου θα παραμείνει επί πεντάμηνο. Παντού γίνεται δεκτός με άκρατο ενθουσιασμό και απολαμβάνει βασιλικών τιμών. Δεν διστάζει, όμως, να θίξει το φιλότιμο των αμερικανών, υποστηρίζοντας την κατάργηση της δουλείας και διαμαρτυρόμενος για την έλλειψη προστασίας των πνευματικών δικαιωμάτων των συγγραφέων της χώρας. Αυτός που ασκούσε δριμύτατη κριτική κατά των βρετανικών θεσμών, περίμενε περισσότερα «από τη δημοκρατία των ονείρων του», όπως έλεγε.
Τον Σεπτέμβριο του 1843 ξεκίνησε να γράφει το πιο δημοφιλές έργο του, τη Χριστουγεννιάτικη Ιστορία και την τελείωσε ύστερα από 6 εβδομάδες, που είναι ο μοναδικός χριστουγεννιάτικος μύθος της σύγχρονης λογοτεχνίας και μέσα από τον οποίο ξεπροβάλλει η φιλοσοφία του για τη ζωή, που δεν είναι άλλη από το πνεύμα των Χριστουγέννων, που θα έπρεπε να κυριαρχεί στις σχέσεις των ανθρώπων καθ’ όλη τη διάρκεια του χρόνου. Πλήρωσε ο ίδιος την πρώτη του έκδοση που το κέρδος του από την πρώτη του έκδοση ήταν μόλις 230 ευρώ ( 19, 119 Αγγλικές λίρες) και με μικρά προβλήματα στο εξώφυλλο και οπισθόφυλλο ως την τελική του μορφή από κόκκινο δέρμα και χρυσά γράμματα. Το κέρδος μέσα σε ένα χρόνο ήταν 744 αγγλικές λίρες και η πρώτη έκδοση ήταν σε 6.000 αντίτυπα που εξαντλήθηκαν μέχρι τον Μάιο του 1844.
Το 1849 αρχίζει να δημοσιεύει σε συνέχειες το αυτοβιογραφικό μυθιστόρημα Δαβίδ Κόπερφιλντ. Στο έργο αυτό απαθανατίζει τον πατέρα του στο πρόσωπο του κ. Μικόμπερ, και τον εαυτό του στο πρόσωπο του Δαβίδ.
Δύο άλλα σπουδαία μυθιστορήματά του, ο Ζοφερός Οίκος (1852-1853) και Μικρή Ντόριτ (1855-1857), θα αποτελέσουν ανάθεμα για τους βικτωριανούς θεσμούς και τη βικτωριανή οικονομία (άδικο δικαστικό σύστημα, με σωρεία φυλακίσεων για χρέη, αποχαλινωμένη εργασιακή αγορά, απουσία της οποιασδήποτε προστασίας για τον πολύωρο και προκλητικά απλήρωτο μόχθο).
Το 1855 η πρώτη του αγάπη, η Μαρία Μπίντνελ, επανακάμπτει για λίγο στη ζωή του και αμέσως μετά ερωτεύεται την 27χρονη ηθοποιό Έλεν Τέρναν. Ο γάμος του κλονίζεται και το 1858 ο Ντίκενς χωρίζει από τη σύζυγό του Ελίζαμπεθ. Το σκάνδαλο που θα ξεσπάσει στη συντηρητική βικτωριανή Αγγλία δεν θα επηρεάσει την απήχησή του στο ευρύ κοινό, αλλά θα του στερήσει κάποιες σπουδαίες φιλίες.
Τα επόμενα χρόνια δημοσιεύει δύο από τα πιο γνωστά μυθιστορήματά του, την επική Ιστορία των δύο Πόλεων (1859), που εκτυλίσσεται στο Λονδίνο και το Παρίσι κατά τη διάρκεια της Γαλλικής Επανάστασης (θεωρείται ένα από τα λογοτεχνικά μπεστ σέλερ, με πωλήσεις άνω των 200 εκατομμυρίων αντιτύπων) και τις Μεγάλες Προσδοκίες (1860-1861), με ήρωα ένα ορφανό, τον Πιπ. Ένα έργο που παρουσιάζει ομοιότητες με τον Δαβίδ Κόπερφιλντ, ως αφήγηση σε πρώτο πρόσωπο και από την άποψη ότι δίνουν το περίγραμμα κάποιων πλευρών της προσωπικότητας και των προσωπικών εμπειριών του Ντίκενς.
Το φιλάνθρωπο πνεύμα, που είναι διάχυτο στο έργο του Ντίκενς, βρίσκει συχνά πρακτική έκφραση σε δημόσιες ομιλίες, οργάνωση εράνων και ιδιωτικές φιλανθρωπικές πρωτοβουλίες. Μία από αυτές είναι η διοργάνωση δημοσίων συγκεντρώσεων με εισιτήριο, στις οποίες διαβάζει αποσπάσματα από τα έργα του. Η δραστηριότητά του εντάθηκε κι έγινε επικερδής για τον Ντίκενς μετά τον χωρισμό του από τη σύζυγό του. Αποκαλυπτική είναι η παρατήρηση της καθηγήτριας Κάθλιν Τίλοτσον (1906-2001), ειδικής στο έργο του συγγραφέα, ότι «ο ισόβιος ερωτά του Ντίκενς με το αναγνωστικό του κοινό, ήταν σε τελευταία ανάλυση ο σημαντικότερος έρωτας της ζωής του».
Συνολικά πραγματοποίησε από σκηνής 471 παρουσιάσεις των λογοτεχνικών έργων του. Ήταν ένας λαμπρός ηθοποιός και κατά τη διάρκεια των παραστάσεων αποκαλύφθηκαν σπουδαία στοιχεία της τέχνης του (απαγγελία, δραματική μίμηση). Κανένας άλλος σπουδαίος συγγραφέας από την εποχή του Ομήρου δεν είχε αφιερώσει τόσο χρόνο και τόσες δυνάμεις σε μια τέτοια δραστηριότητα.
Στις 9 Ιουνίου 1865, επιστρέφοντας από το Παρίσι με την ερωμένη του Έλεν Τέρναν και τη μητέρα της, ενεπλάκη σε σιδηροδρομικό δυστύχημα στο Στέιπλχαρστ του Κεντ. Τα βαγόνια της πρώτης θέσης του συρμού εκτροχιάστηκαν πάνω σε μία προσφάτως ανακαινισμένη γέφυρα και έπεσαν στα νερά του ποταμού Μπελτ. Μόνο το βαγόνι στο οποίο επέβαινε η συντροφιά του Ντίκενς παρέμεινε στις ράγες. Ο διάσημος συγγραφέας δεν έπαθε το παραμικρό και βοήθησε τους τραυματίες μέχρις ότου φθάσουν τα σωστικά συνεργεία. Τον επόμενο χρόνο περιέγραψε την εμπειρία του στο διήγημα The Signal-Man. Στο σιδηροδρομικό αυτό δυστύχημα, που έμεινε στην ιστορία για τον διάσημο επιβάτη του, έχασαν τη ζωή τους δέκα άνθρωποι, ενώ οι τραυματίες ξεπέρασαν τους σαράντα.
Τον Νοέμβριο του 1967 ο Ντίκενς πραγματοποίησε τη δεύτερη αμερικάνικη περιοδεία του με ακόμη μεγαλύτερη επιτυχία, παραμένοντας στον Νέο Κόσμο επί τετράμηνο. Η φήμη του παρέμενε αμείωτη, παρά το γεγονός ότι η στάση της κριτικής ήταν διαρκώς περισσότερο εχθρική απέναντί του. Ο συγγραφέας Χένρι Λονγκφέλοου, επισημαίνοντας τον απίστευτο ενθουσιασμό που προκαλούσε ο Ντίκενς, παρατηρεί: «Δύσκολα μπορεί να συλλάβει στην ολότητά της αυτή την αλήθεια και να συνειδητοποιήσει την παγκοσμιότητα της φήμης του». Ο φιλόσοφος Ραλφ Γουόλντο Έμερσον, παρακολουθώντας μία δημόσια ανάγνωση του Ντίκενς στη Βοστώνη, θα γράψει: «Φοβούμαι ότι έχει πάρα πολύ ταλέντο για τη μεγαλοφυΐα του. Πρόκειται για μια φοβερή ατμομηχανή, στην οποία είναι δεμένος και δεν μπορεί ούτε να ελευθερωθεί από αυτήν, ούτε να ηρεμήσει… Με τρομάζει! Δεν μπορώ να το εξηγήσω, δεν έχω το κλειδί».
Την επόμενη διετία ο Ντίκενς πραγματοποίησε περιοδείες με αναγνώσεις έργων του εντός της Μεγάλης Βρετανίας. Στις 22 Απριλίου 1869 έπαθε το πρώτο του εγκεφαλικό. Γρήγορα το ξεπέρασε και επιδόθηκε στις συνήθεις δραστηριότητες τους με τους γνωστούς φρενήρεις ρυθμούς του. Στις 8 Ιουνίου 1870 έπαθε ένα ακόμη εγκεφαλικό στην αγροικία του στο Γκαντ’ς Χιλ του Τσάταμ, που απέβη μοιραίο. Την επόμενη μέρα άφησε την τελευταία του πνοή, σε ηλικία 58 ετών,στο Ρότσεστερ. ακριβώς πέντε χρόνια μετά το σιδηροδρομικό δυστύχημα του Στέιπλχαρστ, αφήνοντας ημιτελές το μυθιστόρημά του Το μυστήριο του Έντουιν Ντρουντ, το οποίο πολλοί επιχείρησαν να ολοκληρώσουν από τότε. . Η σορός του τάφηκε στο Αββαείο του Γουεστμίνστερ
Στην Ελλάδα το πρώτο λογοτεχνικό έργο του Ντίκενς -το μυθιστόρημα Τα δύσκολα χρόνιαεκδόθηκε το 1887 από το περιοδικό Εβδομάς, χωρίς να αναφέρεται το όνομα του μεταφραστή. Προηγουμένως είχε δημοσιευτεί στο εν λόγω περιοδικό σε συνέχειες. Εικάζεται ότι είναι ο κεφαλλονίτης λόγιος Παναγιώτης Πανάς (ένα από τα σημαντικότερα πρόσωπα του ελληνικού ριζοσπαστισμού κατά τον 19ο αιώνα), ο οποίος ένα χρόνο αργότερα μετέφρασε το διήγημα Άσμα των Χριστουγέννων (A Christmas Carol, Η Χριστουγεννιάτικη Ιστορία, όπως είναι γνωστό σήμερα).
(Επιμέλεια κειμένων  :Ελένη Μπετεινάκη)
ΠΗΓΕΣ :
Wikipedia.gr
Wikipedia.org
Sanshmera.gr
History.com
Cretalive.gr
bl.uk.com




Τετάρτη 5 Φεβρουαρίου 2025

Ήταν 6 Φεβρουαρίου 1982, η σχολική ποδιά καταργείται επισήμως στα σχολεία…

Της Ελένης Μπετεινάκη*

Κάθε χρόνο τη θυμάμαι τούτη την ημερομηνία…

Στις 29 Ιανουαρίου έφυγε από τη ζωή ο Γιάννης Τσεκλένης. Ήταν μια είδηση που σφράγισε ορμητικά τα χρόνια της νιότης μας και μ’ έβαλε να θυμηθώ εκείνα τα χρόνια της δικής μας αθωότητας.

«Τσεκλένης» ήταν η ποδιά μου από τις μοντέρνες, με πολλές τσέπες σαν να πήγαινα σε κυνήγι σαφάρι και θήκες για να μπαίνουν τα στυλό και τα μολύβια. Ο γιακάς τεράστιος και μυτερός, της εποχής των 80ς και το μήκος ακριβώς πάνω στο γόνατο. Κουμπιά πολλά μπροστά, από το λαιμό ίσαμε τις γάμπες  κι όλα το ίδιο χρώμα με το ύφασμα, σκούρο μπλε προς το μωβ ή και το μαύρο. Άχαρη, πάνω μου αλλά τουλάχιστον είχα κερδίσει το στοίχημα. Ήμουν μέσα στη μόδα της εποχής και η ποδιά από τις πιο ακριβές. Από του Μαντωνανάκη την είχαμε πάρει, από τη Χώρα, και έκανε 395 δραχμές. Το θυμάμαι γιατί ήταν από τις δικές μου οικονομίες, τα μεροκάματα στο αμπέλι, στον τρύγο και στις ελιές και οι «καλές χέρες» του θείου Γιώργου, της γιαγιάς και των γονιών μου από την Πρωτοχρονιά… Έψαξα, έψαξα πολύ και βρήκα και την ποδιά και  όσες φωτογραφίες μπορούσα. Κοντό μαλλί, κατάξανθο και ένα ρούχο που στην ουσία με φορούσε αυτό, αντί να το φοράω εγώ…

Πόσα χρόνια πάνε πια; Περάσανε σαράντα τρία, ζωή ολόκληρη κι εμένα μου φαίνεται σαν …χθες. Πριν λίγες μέρες  ανέβηκα ξανά τα σκαλιά του παλιού μου σχολείου.  Το ιστορικό πέτρινο κτίριο που μοιάζει να μην το΄χει ακουμπήσει καθόλου ο χρόνος.. Περιπλανήθηκα στις …τάξεις. Η προτομή του Μέγα Αλέξανδρου ακόμα εκεί.. Οι τοιχογραφίες για το 1940  ολόφρεσκες, καλοδιατηρημένες. Κι εκείνη η σκάλα που οδηγούσε στον πάνω όροφο, η ξύλινη. Καινούργια πια όμως νόμισα πως  άκουσα το τρίξιμο της παλιάς σαν ανεβαίναμε όλοι μαζί τρεχάλα όταν κτυπούσε το κουδούνι και το διάλλειμα είχε τελειώσει... Κι η άλλη η σκάλα της αυλής, η πέτρινη, που την κατεβαίναμε όλοι σαν να κάναμε τσουλήθρα … Θύμησες εκατοντάδες!

Ακουμπούσα πάλι το παρελθόν, ένοιωθα ξανά τα γέλια  και τις φωνές μας. Είδα τον κυρ Νίκο, τον παιδονόμο, με το χαρακτηριστικό του περπάτημα  και την κυρά Χρυσούλα με το μαύρο τσεμπέρι στα μαλλιά και τα ολόφρεσκα σισαμένια κουλούρια… Έστρωσα την ποδιά μου και το ταξίδι ξεκίνησε …

Τούτη την ιστορία την έχω γράψει ξανά. Όμως πάντα τη θυμάμαι. Πώς να ξεχάσει κανείς τη νιότη του; Την κουβαλώ στη ζωή μου όπως τόσες και τόσες αναμνήσεις από τα χρόνια της δικής μας αθωότητας. Τότε που τα πράγματα ήταν διαφορετικά. Το σχολείο, οι δάσκαλοι, οι άνθρωποι, τα συστήματα και οι νοοτροπίες. Την θυμάμαι συχνά, γιατί για μας η σχολική ποδιά ήταν ένα σύμβολο. Ήταν μια ολόκληρη εποχή που χάθηκε κι ας μην το καταλαβαίναμε τότε πως ήμασταν μέρος της…ιστορίας. Τότε νοιώσαμε πως κερδίσαμε μια ελευθερία που θα έκανε καλύτερη τη ζωή μας. Οι ιστορικοί και οι μελετητές ξέρουν αν έγινε έτσι. Εγώ απλά αναπολώ τα χρόνια που έφυγαν τόσο γρήγορα και την σχολική ποδιά  που πια έγινε  έκθεμα για μουσείο!

«Ήταν ένα χειμωνιάτικο πρωινό που θα μπορούσε να έμοιαζε με όλα τα προηγούμενα. Αν και ψιλόβρεχε είχε μια άλλη αίσθηση. Η απόφαση της νέας τότε κυβέρνησης του ΠΑΣΟΚ και του Υπουργού Παιδείας Λευτέρη Βερυβάκη, λιτή και σύντομη. Η σχολική ποδιά δεν ήταν πλέον υποχρεωτική.

6 Φεβρουαρίου 1982! Στις ειδήσεις των 9 το προηγούμενο βράδυ η αναγγελία ήταν  πολύ σημαντική. Κάτι σαν να λέμε μια μικρή φράση που ξεκινούσε μια μεγάλη επανάσταση : «Από αύριο 6ην Φεβρουαρίου καταργείται η σχολική ποδιά για τις μαθήτριες  στα ελληνικά σχολεία». Θυμάμαι το βλέμμα της μητέρας μου και την έκπληξη  μαζί με απορία ζωγραφισμένη στο πρόσωπό της.

«- Και  τώρα τι θα κάνουμε, πως θα το καταντήσουνε έτσι το σκολειό !»

Εγώ πάλι δεν τόλμησα να μιλήσω, αλλά ήμουν πολύ, πολύ χαρούμενη. Επιτέλους θα έβαζα ό,τι ήθελα, θα ήμουν «ελεύθερη» να φοράω παντελόνι που τόσο μου άρεσε, θα έβαζα στο σχολείο κι εκείνα τα κυριακάτικα ρούχα που δεν μπορούσα να φορέσω όλη την υπόλοιπη εβδομάδα. Όμως  τη χαρά ακολούθησε η σκέψη πως δεν είχα και πολλές επιλογές… Ποιός νοιαζόταν όμως, κάτι θα έβρισκα!

Παράξενη μέρα είχε ξημερώσει, ένα γλυκό μούδιασμα παντού, ένα αμυδρό χαμόγελο που ήθελε να γίνει πλατύ και να σκάσει ίσαμε την αυλή του σχολείου. Ξύπνησα  πρώτη απ΄ όλους στο σπίτι, νύχτα σχεδόν και άρχισα να ψάχνω την ντουλάπα μου. Κοίταζα, ξανακοίταζα, δύσκολο ν΄ αποφασίσω. Η ώρα περνούσε κι είχα αρχίσει να αγχώνομαι.

Δεν ήξερα τι να βάλω στο σχολείο. Ύστερα από πολύ σκέψη κατέληξα στη στολή της παρέλασης. Ένα άσπρο πουκάμισο και μια μπλε φούστα λίγο κάτω από το γόνατο, αθλητικά παπούτσια πάντα  με άσπρα σοσόνια. Χτένισα τα μαλλιά μου  και κρύφτηκα πίσω από τις γρίλιες του παραθύρου. Το σχολείο ήταν πολύ κοντά στο σπίτι μου κι έτσι θα μπορούσα να τις δω όλες. Ήθελα να δω τι θα φορούσαν οι φίλες μου κι ας ήταν μόλις 6 η ώρα, ξημερώματα. Είχα έναν φόβο, κάτι με κρατούσε ανήσυχη. Ήταν αλήθεια  άραγε, δεν θα ξανάβαζα ποτέ ποδιά, ποτέ;

Όσο περίμενα να περάσει ή ώρα σκεπτόμουν τα μούτρα των καθηγητών και του λυκειάρχη μας σαν κτυπούσε το κουδούνι και μαζευόμαστε το πρωί στην αυλή για προσευχή και τη γνωστή «κατήχηση». Σήμερα τι θα μας έλεγε, ποιαν θα κατσάδιαζε γιατί δεν φορούσε την  ποδιά της;

Κι ή ώρα περνούσε …Και τότε άρχισαν να καταφθάνουν τα πρώτα παιδιά. Όσο και να φαίνεται παράξενο η καρδιά μου κτυπούσε πολύ δυνατά και το στομάχι μου είχε σφιχτεί όπως εκείνες τις μέρες που γράφαμε διαγωνίσματα και δεν ήμουν σωστά προετοιμασμένη.

Και να μια δυο μαθήτριες  είχαν έρθει με την ποδιά τους. Μάλλον δεν θα είχαν  τηλεόραση ή δεν θα ήξεραν ακόμα τα νέα. Φοβήθηκα για μια στιγμή…

 «Λες, σκέφτηκα ,μήπως δεν άκουσα καλά, μήπως την πήραν πίσω την απόφαση;»

Σε λίγο άρχισαν να καταφθάνουν οι «κολλητές  μου». Ευτυχώς κι αυτές τη στολή της παρέλασης φορούσαν !Ούτε να είχαμε συνεννοηθεί! Ίσιωσα το κορμί και βγήκα έξω από το δωμάτιο μου. Ο πατέρας μου με κοίταξε γεμάτος απορία…

Παρέλαση έχετε σήμερα; Τι είναι αυτά που φόρεσες;»

Καταργήθηκε η ποδιά, μπαμπά, δεν θυμάσαι χθες βράδυ που το ΄παν στην τηλεόραση;»

Ρεζιλίκια, τι θα κάμουνε ακόμα!» απάντησε κι έφυγε βιαστικός για το μαγαζί.

Άρχισα να ανηφορίζω προς το σχολειό, κυριολεκτικά τρέμοντας. Στην αυλή δεν άκουγες τίποτε άλλο παρά  αυτή τη συζήτηση. Και τότε εκείνο το πρωινό πάρθηκε η μεγάλη απόφαση. Την επόμενη μέρα όλες μαζί θα φορούσαμε στο σχολείο παντελόνι  κι έτσι δεν θα ξεχώριζε καμιά και δεν θα μπορούσε κανείς να μας βάλει τις φωνές. Έτσι κι έγινε μόνο που οι «συνέπειες» της εποχής ήταν αστείες και απίστευτες.

Ο πιο αυστηρός καθηγητής δεν ήταν ο λυκειάρχης μας, αλλά εκείνος των μαθηματικών που με τη γνωστή του στάση να περπατά με τα χέρια δεμένα πίσω χαμηλά στην πλάτη του, μπήκε στην τάξη κι άρχισε να εξετάζει όλα τα κορίτσια. Μας σήκωνε όρθιες  μία- μία μπροστά στον πίνακα, με το γνωστό ύφος και βλέμμα που σε έσκιζε στα δύο. Τα αγόρια κοίταζαν απορημένα και αμίλητα. Δεν ακουγόταν παρά μόνο όποιος ήθελε να πει κάτι σχετικό με την άσκηση.  Φυσικά όλες είχαμε  ένα θεματάκι με τα μαθηματικά και κείνος δεν άντεξε …

Αλίμονο, άρχισε να φωνάζει, που να βρεθεί χρόνος για διάβασμα στο σπίτι; Να φορέσετε όμως φούστες και να κάνετε τις ωραίες, είχατε χρόνο.Σα δε ντρέπεστε!»

Πέταξε όσο πιο μακριά μπορούσε την κιμωλία που κρατούσε κι έφτασε ίσαμε τον απέναντι τοίχο. Ο θόρυβος που έκανε τούτο δω το τόσο μικρό πραγματάκι σαν έπεφτε στο πάτωμα ήταν σαν να έγραφε η ιστορία με μεγάλα γράμματα στον τοίχο της ψυχής μας δυο λέξεις: «Ελευθερία …επιτέλους!» Ήμουν εγώ εκείνη τη στιγμή δίπλα στον πίνακα, με κατεβασμένο και λίγο λοξά γυρισμένο το κεφάλι κλείνοντας το μάτι στις υπόλοιπες… σαν μια παλιά ελληνική ταινία!


Με αφορμή αυτήν την επέτειο έψαξα στην βαλίτσα του παρελθόντος μου κάτω στην αποθήκη και βρήκα σήμερα το πρωί την τελευταία σκούρα μπλε ποδιά μου μαζί με ένα  τεύχος της «Μανίνας» και  μια άσπρη κορδέλα. Αμέσως ήρθαν στο νου μου όλα εκείνα τα χρόνια, η αυλή, το σχολείο, οι αγωνίες,οι συμμαθητές και συμμαθήτριες, οι χαρές και οι λύπες μας. Οι καθηγητές, μαζί κι εκείνος που μού ‘λεγε συχνά :«Να αρχίσεις να κεντάς, να φτιάχνεις από τώρα την προίκα σου, οι εκθέσεις σου είναι σαν αυτοτελή επεισόδια τρόμου, ούτε απέξω δεν θα δεις την πόρτα του πανεπιστήμιου.»

Μα πάνω απ΄ όλα θυμήθηκα πως όσο κι αν πολεμήθηκε η ποδιά, όσο και αν είπαν πως καλύτερα ήταν που καταργήθηκε γιατί δήλωνε την καταπίεση, την ιδρυματοποίηση και χίλια δυο άλλα κι από την άλλη μεριά αυτοί  που στάθηκαν απέναντι και φώναζαν πως αυτό δεν έπρεπε να συμβεί,εγώ ένα έχω να πω.

Η σχολική ποδιά ήταν το σύμβολο μιας εποχής αλλιώτικης  που κουβαλούσε άλλες αξίες, άλλα πιστεύω κι άλλες φωνές. Σίγουρα όμως αυτό το μπλε χρώμα σκούρο ή ανοιχτό ήταν δεμένο με τα πιο όμορφα χρόνια της νιότης μας!


Έκλεισα τη βαλίτσα με δύναμη και τις αναμνήσεις μου…

Δεν ξέρω αν μου λείπει η ποδιά μπορεί και όχι, οι κουβέντες όμως με τον πατέρα μου, μου λείπουν παρά πολύ!

 Δημοσιεύτηκε  : https://www.cretalive.gr