Της Ελένης Μπετεινάκη*
“Η
φωτιά είχε θεριέψει μέσα στο τζάκι…Ο Τρακατρούκας έκανε βόλτες από κάτω προσπαθώντας να βρει το
δρόμο του για να μπει στο σπίτι. Άκουγε τα ξύλα πως έκαναν απ τη φωτιά που
άναβε πάνω εκεί στο « δικό του άνοιγμα» και δεν μπορούσε ούτε να πλησιάσει.
Ήξερε πως σε λίγο η νεράιδα Άχνη θα τον βοηθούσε ξανά…
Συλλογιζόταν
πόσο όμορφα είχε περάσει εκείνες τις διακοπές του πριν δυο χρόνια στο σπίτι του
Αλέξανδρου. Ένα τεράστιο χριστουγεννιάτικο δέντρο ήταν στολισμένο στην δεξιά μεριά
του τζακιού και δεν χόρταινε να ανεβοκατεβαίνει τα κλαδιά, να συνάντα τους
φίλους του. Τα αμέτρητα βιβλία της βιβλιοθήκης που ήταν η αιτία να γίνει…συγγραφέας!
Θυμήθηκε την μικρή μπαλαρίνα, το έλκηθρο
του Αϊ Βασίλη, την καμπανούλα με την κόκκινη κορδέλα, τον Πινόκιο που είχε λίγο
ξεκολλημένη μύτη, έναν βάτραχο με μια κορώνα στο κεφάλι, ένα ποντικάκι με
κόκκινο μανδύα και πράσινα γυαλιά, τον βασιλιά Αρθούρο. Κι εκείνο το λαμπρό
αστέρι που είχε δει στην κορυφή του κατάφωτου
δέντρου. Και από κάτω ένα σωρό πακέτα που του άρεσε να ξετυλίγει τις κορδέλες...Στο
δικό του το χωριό, κανείς εκεί ποτέ δεν στόλιζε χριστουγεννιάτικο δέντρο γιατί αφού
όλα τα μικρά καλικαντζαράκια ανέβαιναν στη γη ποιος θα χαιρόταν τα Χριστούγεννα
εκεί; Μα δεν ενδιέφερε κανέναν!
Κι εκεί πάνω στον πάγκο της κουζίνας…στοίβες τα μελομακάρονα και οι κουραμπιέδες. Έπαιζε χιονοπόλεμο με τη ζάχαρη όλη νύχτα και βουτούσε τη μουσούδα του στο μέλι κι ύστερα ακουμπούσε πάνω στα βάζα κι έβαζε παντού τα σημάδια του….·Κι έμπαινε στα ντουλάπια κι άλλαζε τις ταμπέλες από τα βάζα, κι ανακάτευε όλα τα μπαχαρικά, γρατζουνούσε τον πάτο από τα τηγάνια κι ο θόρυβος τρόμαζε ακόμα και τους μεγάλους ανθρώπους του σπιτιού…Αλλά παρά τη χαρά που έπαιρνε από τις σκανταλιές που σκαρφιζόταν η καλύτερη στιγμή ήταν όταν νύχτα πια ο Αλέξανδρος πήγαινε για ύπνο κι η μαμά του, του διάβαζε παραμύθια. Ήταν μαγικό…Κρυμμένος μέσα στο παπούτσι του μικρού αγοριού, κάτω απ το κρεβάτι νόμιζε πως ότι άκουγε ζωντάνευε μπροστά του. Γινόταν βασιλιάς, ιππότης, μεγάλος καρχαρίας, πειρατής με ένα δικό του καράβι, ξωτικό που του μοιάζε κιόλας στο εργαστήρι του Αϊ Βασίλη…Ώσπου τον έπαιρνε κι αυτόν ο ύπνος και τον ξυπνούσε το πρωί η σκούπα που καθάριζε κάτω από το κρεβάτι…
Τώρα όμως πως θα ανέβαινε πάνω στη γη …Η φωτιά, έκαιγε συνέχεια κι εκείνος φοβόταν, δεν ήξερε τι να κάνει. Όλοι οι καλικάντζαροι φοβούνται την φωτιά ,όλοι, εκτός κι αν υπήρχε άλλος τρόπος γιατί όπως είχαν μάθει και στο σχολείο για όλα τα πράγματα πάντα υπάρχει λύση…»*
Καλικάντζαροι, καλιβρούσηδες, καλακάντζουρα,παγανά, εξαποδώ, καρακάντζαλε, δαιμόνια, καλκάνια, κωλοβελόνηδες…Όποια κι αν είναι η ονομασία τους είναι εκείνα τα κακομούτσουνα, τριχωτά, κοντοστούπικα, μαυριδερά πλάσματα με τα κόκκινα μάτια, τα χέρια της μαϊμούς και τα στραβοκάνικα πόδια που εμφανίζονται κάθε χρόνο στη γη την παραμονή των Χριστουγέννων κάνοντας τον επάνω κόσμο, άνω-κάτω, μέχρι το ξημέρωμα των Φώτων λίγο πριν αγιάσει ο παπάς τα νερά… Λέει ο μύθος πως όλο το χρόνο κάτω από τη γη πριονίζουν το δέντρο που την κρατά και μόλις είναι έτοιμη να πέσει φτάνει η παραμονή των Χριστουγέννων και πρέπει να ανέβουν στη γη. Ο κορμός όσες μέρες λείπουν ξαναγίνεται από την αρχή γερός και μόλις επιστρέψουν ξαναρχίζουν από την αρχή.
Καλικάντζαρους έλεγαν και τα παιδιά που γεννιούνταν την ημέρα των Χριστουγέννων και ειδικά αν η σύλληψή τους είχε γίνει την ημέρα του Ευαγγελισμού της Θεοτόκου στις 25 Μαρτίου, αλλά δεν είχαν και πολύ σχέση με τούτα δω τα παράξενα πλάσματα
Τι λέει όμως ο λαός μας για τους καλικάντζαρους;
Πολλά
και διάφορα, προλήψεις, παρατηρήματα και χίλιες δυο παραδόσεις σώζονται ως τις
μέρες μας. Άλλοι τα θεωρούν βλαβερά και φέρνουν κακή τύχη σ όποιον τα συναντήσει
κι άλλοι πως είναι μόνο πλάσματα της λαϊκής φαντασίας ή της μυθολογίας μας. Οι
ρίζες τους κρατούν από τα χρόνια τα πολύ παλιά.Λένε πως τα δαιμόνια τούτα είναι
οι ψυχές που κατοικούσαν στον ΄Αδη, οι Κήρες, οι οποίες πίστευαν στην Αρχαία
Αθήνα πως στην γιορτή των Ανθεστηρίων, που ο Κάτω Κόσμος ήταν ανοιχτός επέστρεφαν στη γη με διάφορους τρόπους και ενοχλούσαν τους
ανθρώπους κυρίως μολύνοντας τις τροφές τους.
Σε πολλά μέρη της Ελλάδας πίστευαν πως κατέβαιναν μόνο από τις καμινάδες και κρατούσαν καντάρι για να μετρήσουν το γνέσιμο των κοριτσιών κι αν το έβρισκαν λειψό τα πείραζαν και τα «βασάνιζαν» με τις σκανταλιές τους. Αλλού πάλι πείραζαν μόνο τους τεμπέληδες, τους μεθυσμένους τους κακούς και τα άτακτα παιδιά. Το σίγουρο ήταν ένα... Εμφανίζονται κάθε χρόνο την παραμονή των Χριστουγέννων και μένουν στη γη δώδεκα μέρες και νύχτες ίσαμε την ημέρα των Φώτων, κι είναι το γνωστό σε όλους μας Δωδεκαήμερο.
Ο φόβος των καλικαντζάρων μέχρι και πρόσφατα υπέβαλλε τους ανθρώπους σε διάφορες μεθόδους απομάκρυνσής τους. Άλλοι κρεμούσαν πίσω από τη πόρτα του σπιτιού ή μέσα στην καμινάδα ένα κατωσάγονο χοίρου που πίστευαν πως είχε αποτρεπτική δύναμη, άλλοι έκαιγαν αλάτι ή ένα παλιοπάπουτσο στην φωτιά. Άλλοι έδεναν ένα σκουλί λινάρι στο κρικέλι της πόρτας που μέχρι να μετρήσουν τις ίνες του λαλούσε ο πετεινός κι εξαφανίζονταν. Άλλοι έβαζαν ένα κόσκινο κοντά στη φωτιά που επίσης μέχρι να μετρηθούν οι τρύπες του, χάνονταν στον λογαριασμό, έτσι κυκλικό που ήταν και τους έβρισκε το ξημέρωμα. Άλλοι έκαναν γλυκά με στάρι, αλεύρι, σταφίδες, ζάχαρη και καρύδια ,σύκα και κανέλα και τα μοίραζαν στα γύρω σπίτια. Η προσφορά αυτή κρατούσε μακριά τα παγανά. Αλλά την πιο μεγάλη δύναμη την έχει η φωτιά…
Η φωτιά των αβάπτιστων ημερών δηλαδή του δωδεκαήμερου είναι αναμμένη στην εστία του σπιτιού μέρα και νύχτα. Λένε πως οι καλικάντζαροι την φοβούνται γιατί η δύναμή της είναι τόσο μεγάλη που τους κρατάει πολύ πολύ μακριά. Την παραμονή των Χριστουγέννων λοιπόν κάθε νοικοκύρης φέρνει και τοποθετεί στο τζάκι του ένα χοντρό ξύλο κομμένο από ξύλο αγκαθωτό όπως είναι η αχλαδιά ή η αγριοκερασιά. Τα αγκάθια και γενικά ότι είναι αγκαθωτό απομακρύνουν όλα τα δαιμονικά. Το κούτσουρο αυτό το λένε Χριστόξυλο ή δωδεκαμερίτη ή σκάρντζαλο. Λίγο πριν το τοποθετήσουν στο τζάκι το ραίνουν με καρπούς, αμύγδαλα και καρύδια. Το κούτσουρο αυτό θα πρέπει να ανάβει συνεχώς για δώδεκα μέρες και οι καλικάντζαροι δεν πρόκειται να πλησιάσουν το σπίτι τους. Σ αλλά μέρη πάλι σταύρωναν τα ξύλα, ένα μεγάλο ίσιο, αρσενικό, κι ένα με παραφυάδες δηλ. θηλυκό, έριχναν από πάνω λίγο λάδι και λίγο κρασί κι έκαναν το λεγόμενο πάντρεμα της φωτιάς.
Παρόλα
αυτά οι καλικάντζαροι επιμένουν αν και όπως είπαμε φοβούνται τη φωτιά να κατεβαίνουν από τις
καπνοδόχους. Η καπνοδόχος έχει ένα συμβολισμό. Στις λαϊκές παραδόσεις Ελλήνων
και Σλάβων είναι η « οδός » για τον ΄Αδη, ο τρόπος και το μέσον επικοινωνίας με
τον κάτω κόσμο. Κι όλοι οι επισκέπτες του σπιτιού έρχονται από κει. Ο «Βραχνάς»
ή εφιάλτης , η μάγισσα, οι δράκοι ακόμα και ο Άγιος Βασίλης που θεωρείται καλός
οιωνός και αγωγός για την οικογένεια. Οι καλικάντζαροι λοιπόν δεν θα μπορούσαν
να έχουν κανέναν άλλο καλύτερο δρόμο να ανέβουν στην γη και μάλιστα αφού
γνωρίζουμε την μεγάλη αδυναμία που έχουν για τις στάχτες. Από την στάχτη
έρχονται και στη στάχτη κρύβονται και μάλιστα λένε πως τα μικρά
καλικαντζαρούδια εκεί γεννιούνται. Γονιμοποιός η δύναμη που έχει η στάχτη και
για αυτό και οι μέρες του δωδεκαήμερου που η φωτιά δεν σβήνει η στάχτη που
μένει φυλάσσεται προσεκτικά και την παραμονή των Φώτων μαζεύεται όλη και
ρίχνεται στα δέντρα, στα περιβόλια, στα χωράφια και στα ζώα. Ακόμα και στις
γωνιές των σπιτιών γιατί πίστευαν πως το σπίτι θα είχε ευτυχία, η χρονιά σε
καρπό θα πήγαινε καλά και τα ζώα θα γεννοβολούσαν γερά μικρά. Κι επειδή οι
μέρες του δωδεκαήμερου ήταν μέρες μεταμφιέσεων και παραλλαγών των καλικάντζαρων,
όσοι άνθρωποι μεταμφιέζονταν το έκαναν γιατί παρίσταναν τους νεκρούς προγόνους
και μαζί τους κουβαλούσαν σακούλες με στάχτη που χτυπούσαν μ αυτές τους περαστικούς
και τις στείρες γυναίκες, αφού την
θεωρούσαν γονιμοποιό δύναμη.
Υπάρχουν ωστόσο κάποια μέρη στην Ελλάδα που οι καλικάντζαροι για να έρθουν στη γη δεν περνούσαν από τη στάχτη και τη φωτιά αλλά από το νερό. Μια υπέροχη λαϊκή παράδοση από την Σκιάθο λέει πως την πρώτη μέρα του σαρανταημέρου οι καλικάντζαροι ετοιμάζουν το καράβι τους για να έρθουν στο νησί. Την πρώτη μέρα έκοβαν τα ξύλα στο δάσος και τα ετοίμαζαν και ακούγονταν παντού οι κούφιοι κτύποι από τα μαδέρια. Σαν πλησιάσουν τα Χριστούγεννα, του έβαζαν πίσσα, το καλαφάτιζαν και την τελευταία μέρα το έριχναν στο γιαλό. Σ΄ άλλα νησιά έρχονται πλέοντας μέσα σε καρυδότσουφλα ή παλιά καΐκια κι έρχονταν από την θάλασσα.
Οι καλικάντζαροι την σημερινή εποχή είναι πιο πολύ γνωστοί σε μας μέσα από τα παραμύθια και σκαρώνουν χίλιες δυο σκανταλιές στα σπίτια και στα μαγαζιά των ανθρώπων. Τρομάζουν τους περαστικούς και τους μοναχικούς ανθρώπους και θεωρούνται οι κατεξοχήν παραδοσιακοί μουσαφίρηδες και καλοπερασάκηδες των δώδεκα ημερών μέχρι την ημέρα των Φώτων. Στις 6 του Γενάρη ο αγιασμός των υδάτων έχει και την έννοια της απαλλαγής από την επίδραση τους. Ο φόβος νικιέται και πάλι θριαμβεύει το καλό και το κακό σκορπιέται ή επιστρέφει κάτω απ τη γη ως την επόμενη χρονιά…
Εσείς καλού κακού …αφήστε λίγη ζάχαρη άχνη, κανένα κουραμπιέ ή μελομακάρονο πάνω στο τραπέζι …τρελαίνονται να βουτάνε μέσα, να «πουδράρονται » και να γλείφουν τα δάκτυλα από την γλυκασιά…
Μην ξεχνάτε έρχονται Χριστούγεννα και τέτοιες μέρες χωρίς καλικαντζαράκια …τι θα απογίνουν τόσοι παραμυθάδες στον απάνω κόσμο;
Καλά
Χριστούγεννα !
ΠΗΓΕΣ
:
«Χριστούγεννα
και των Γιορτών », Δημ. Σ. Λουκάτου, εκδ. Φιλιππότη, 1997
Ελληνικές
γιορτές και έθιμα της Λαϊκής Λατρείας, Γ. Α. Μέγα, εκδ. Εστία 2013
Παραδόσεις,
Ν.Γ. Πολίτη
Εφημερίδα
Καθημερινή
*«Ο
Τρακατρούκας ο Καλικάντζαρος» Μπετεινάκη Ελένη,Ελληνοεκδοτική
zhtunteanagnostes.blogspot.gr
Εφημερίδα
ΠΑΤΡΙΣ
www.Cretalive.gr
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου