Της Ελένης Μπετεινάκη*
«…Κρύο τσουχτερό είχε
τούτη η Παραμονή Πρωτοχρονιάς. Ένας ήλιος με δόντια ξεπρόβαλε πότε πότε πίσω
από τα σύννεφα χαρίζοντας μας ματιές και χαμόγελα, μισά. Κρύωνε μάλλον κι
εκείνος και κρυβόταν να προστατευτεί από
τον φίλο του τον Άνεμο που όλο τριγύριζε και έψαχνε …τα πάντα. Αναποδογύριζε κάδους,
τραβούσε πέρα δώθε ένα σωρό χαρτιά. Δεν ήξερα τι έψαχνε και για μια στιγμή που
χα κολλήσει το πρόσωπό μου στο τζάμι, σαν να κατάλαβα, σαν να είδα! Έψαχνε να βρει
το δικό του το γράμμα στο Αι Βασίλη, εκείνο που έλεγε πως ήθελε και εκείνος να
κοπάσει, μέρα που΄ταν. Να κάτσει στο σπιτικό του, να φάει σαν αερικό που ΄ταν μαζί με τη γυναίκα την κυρά Θύελλα, που όλο νευρίαζε
χρονιάρες μέρες, γιατί λέει τριγύριζε
παντού, δεν μαζευόταν. Κι όταν πια θύμωνε πολύ έπαιρνε τις γειτονιές και
κανένας δεν μπορούσε να την σταματήσει… Το τοπίο άλλαζε κι ένας μεγάλος χαμός επικρατούσε
στη γη. Σε λίγο άκουσα τη φωνή του μπαμπά μου. Γρήγορα, είπε, να προλάβουμε.
Δεν κατάλαβα τι θα προλαβαίναμε, όμως μέσα σε ελάχιστο χρόνο είχαμε μπει όλοι
στο φορτηγό με προορισμό, τη Χώρα, την πόλη μας. Κι εκεί σαν φτάσαμε για μένα
ξεκίνησε η μαγεία. Ένα μεγάλο Χριστουγεννιάτικο δέντρο, στην πλατεία της πόλης
και δίπλα του ο Αϊ Βασίλης με τον τάρανδο του. Πανύψηλοι κι οι δυο στα παιδικά
μου μάτια, άπιαστοι και πανέμορφοι. Πίστευα τόσο πολύ στον Αϊ Βασίλη που δεν μπορούσα
να πιστέψω πως τούτος εδώ που ήταν μπροστά μου ήταν ψεύτικος. Πλησίασα στο αυτί
και του ζήτησα με όλη μου την λαχτάρα το δώρο μου για εκείνη τη χρονιά. Εκείνος
με πήρε αγκαλιά, με ανέβασε στον ταρανδό του και το κλικ μιας φωτογραφικής μηχανής
ακούστηκε σαν γδούπος στον αέρα. Κι
ύστερα αρχίσαμε να κάνουμε βόλτες στα μαγαζιά, στον μεγάλο δρόμο με εκείνες τις
βιτρίνες που ήταν γεμάτες παιχνίδια, όνειρα και άπιαστες επιθυμίες. Όλα τα
ήθελα, όλα μου άρεσαν, όλα ήταν τεράστια στα μάτια μου, όμορφα και ονειρεμένα.
Η μαμά βιαζόταν, έπρεπε να προλάβουμε το επισκεπτήριο είπε… Ο παππούς μας
περίμενε από το πρωί. Μέρες στο νοσοκομείο, μόνος σχεδόν και σήμερα θα΄χα κι εγώ
τη χαρά να καθίσω πάλι στα γόνατά του. Σε εκείνο το άσπρο, άδειο δωμάτιο που
αχνά θυμάμαι ο παππούς μου ήταν πελώριος. Με άσπρα μαλλιά, γένια που είχαν μακρύνει πολύ από την τελευταία
φορά που τον είδα είχε εκείνο το χαμόγελο που πάντα θα θυμάμαι όσο ζω, και δυο χέρια
που με έσφιξαν με δύναμη.
-Παππού, είσαι ο Αϊ Βασίλης,
του ψιθύρισα στο αυτί; Μόνο το σκουφί σου δεν βλέπω!
Ο πάππους μου, ο
Γρηγόρης, ήταν ένας γίγαντας για μένα, πανύψηλος,
αρχοντικός και πάντα , πάντα φορούσε μπότες μαύρες κι εκείνη την βράκα των
Κρητικών. Άσπρο πουκάμισο κι ένα γιλέκο που από την τσέπη του κρεμόταν ένα
χρυσό ρολόι. Είχε στολιστεί και μας περίμενε…δεν ήθελε να είναι ξαπλωμένος στο
κρεβάτι!
Δεν μίλησε, μου
χαμογέλασε μόνο, μου κλείσε το μάτι, συνωμοτικά και με έσφιξε ακόμα πιο πολύ
στην αγκαλιά του. Ένα μικρό πακέτο είδα τότε στο πλαϊνό κομοδίνο. Κι εκείνος
είπε: «Να το ανοίξεις, αύριο το πρωί και να με θυμάσαι πάντα!»
Δεν θυμάμαι πολλά μόνο
πως σαν φύγαμε, κρατούσα το δώρο μου πολύ σφιχτά, ακόμα και τη νύχτα που για πρώτη
φορά, παραμονή πρωτοχρονιάς χιόνισε στο δρόμο για το χωριό. Ήταν τόσο πολύ το χιόνι,
τόσο πυκνό που όλα τα αυτοκίνητα είχαν σταματήσει λίγα χιλιόμετρα πιο κάτω από
τον τόπο μας κι όλοι όλοι μαζί περπατούσαμε με τα πόδια ίσαμε το χωριό. Θυμάμαι,
πως ο μπαμπάς μου με κρατούσε πάνω στους ώμους του κι εγώ τυλιγμένη στο κασκόλ
μου, με γάντια κατακόκκινα δεν πίστευα αυτό που ζούσα κι έβλεπα. Νύχτα πολύ, κι
όμως έβλεπα παντού το κατάλευκο « χρώμα» του χιονιού.
Είχε και φεγγάρι η βραδιά
και αστέρια λαμπερά, πίστευα πως από στιγμή σε στιγμή θα έβλεπα το έλκηθρο του
Αϊ Βασίλη να ξεπροβαίνει στον ουρανό. Είχε και τραγούδια, χριστουγεννιάτικα και
γέλια και όμορφες κουβέντες από μια μεγάλη παρέα ανθρώπων που δεν ένοιωθαν
κρύο, μόνο χαρά! Δεν ξέρω τι ώρα φτάσαμε στο χωριό, δεν θυμάμαι αν ήταν μέρα ή
ακόμα νύχτα. Θυμάμαι πως σαν άνοιξα τα μάτια μου το δώρο του παππού μου ήταν
δίπλα μου. Ένας κουμπαράς, ένα ροζ γουρουνάκι
γεμάτος χρήματα, χρυσά μου φάνηκαν όλα τα νομίσματα, και μια γραφή: « Να
πάρεις εσύ, ό,τι θέλεις!».
Ο παππούς μου έφυγε
για πάντα δυο μέρες αργότερα… Ο δικός μου Αϊ Βασίλης, γιατί για μένα αυτή τη
μορφή έχει πάντα, έμεινε στην ψυχή, στη ζωή μου με ανεξίτηλη γραφή και χρώμα. Άσπρο,
κόκκινο, μαύρο και χρυσαφί και εκείνο το γουρουνάκι των 5 χρόνων μου υπάρχει
ακόμα! Κι η φωτογραφία στις Τρεις Καμάρες με τον ψεύτικο Αϊ Βασίλη!
Καλή Χρονιά, να μην ξεχνάτε
τους παππούδες, τις γιαγιάδες, τους πολύτιμους θησαυρούς των παιδικών και όχι
μόνων χρόνων της ζωής μας!*…»
Ιανουάριος ή Καλαντάρης της Χρονιάς, είναι το επίσημο όνομά
του, που ξεκινάει μια πορεία γεμάτος δώρα, χαρές, προσδοκίες κι ελπίδα. Δεν
είναι τυχαίο πως η ονομασία του είναι παρετυμολογία από το ρήμα γ ε ν ν ώ - Γενάρης, δηλαδή η εποχή που γεννιούνται γιδοπρόβατα ή Γεννολοητής
για τον ίδιο ακριβώς λόγο. Τον λένε ακόμα Κλαυδευτή γιατί είναι ο μήνας που
κλαδεύουν τα δέντρα. Μεσοχειμώνα γιατί είναι το δεύτερο παιδί του. Είναι ο
μήνας του πιο λαμπρού φεγγαριού που διευκολύνει του « έρωτες των γάτων» κι έτσι
του προσδίδουν το προσωνύμιο Γατόμηνας .Αλλού τον φωνάζουν Μεγαλομηνά
αφού ξεκινάει την καινούργια χρονιά και Τρανό και Πρωτάρη. Αλλού πάλι τον
φωνάζουν Κρυαρίτη γιατί το κρύο του είναι πολύ δυνατό ή Γελαστό γιατί έχει τις
περίφημες αλκυονίδες ημέρες.
Οι Καλικάντζαροι μένουν ακόμα στη γη για λίγες μέρες και
έτσι βοήθησαν να αναπτυχθούν τα έθιμα των μεταμφιέσεων σε όλα τα μέρη της
Ελλάδας από την αρχή του ως και την μέρα των Φώτων σαν αποκορύφωμα .
Η 1η του μήνα αλλά και του χρόνου είναι μέρα γεμάτη έθιμα,
παρατηρήματα και μαντέματα. Ο Άγιος Βασίλης έχει μοιράσει απλόχερα πριν καλά
καλά ξημερώσει τα δώρα του και οι άνθρωποι αρχίζουν να ζουν την νέα περίοδο.
Σημαίνει τούτη μέρα τις δύο μεγάλες αντιθέσεις, το τέλος και την ίδια στιγμή,
την αρχή. Η βασιλόπιτα έχει κοπεί από το βράδυ που συμβολίζει την πράξη
μετάβασης από τον παλιό στο νέο χρόνο με μια ολόκληρη τελετουργία στο κόψιμό
της. Είναι ο στερεωτικός και θρεπτικός
άρτος με μια σκέψη προσφοράς και προς
τους νεκρούς.
Και τώρα σειρά έχουν τα « πρωτοακούσματα» και «
πρωτοαντικρίσματα » και του λεγόμενου ποδαρικού. Είναι η συνήθεια να
παρατηρείται ποιος θα μπει πρώτο ς στο σπίτι την νέα χρονιά. Σε μερικούς
μάλιστα τόπους για να εξασφαλιστεί η
καλοχρονιά το ποδαρικό το έκανε ο ίδιος ο νοικοκύρης ή ο πρωτότοκος γιος της
οικογένειας ή ένα παιδί που ήξεραν όλοι ότι ήταν τυχερό. Στην Κρήτη τα πιο
παλιά χρόνια ο ξένος που θα μπαίνε
πρώτος στο σπίτι κρατούσε μια πέτρα , την άφηνε στη μέση και άρχιζε τις
ευχές που συμπεριελάμβανε τους ανθρώπους και τα ζώα του σπιτιού . Τον κερνούσαν
άπ όλα τα γλυκίσματα κι έφευγε. Στο
Ηράκλειο αλλά και στα Χανιά πήγαιναν ένα εικόνισμα από βραδύς στην εκκλησία
και έπρεπε πρώτο να μπει στο σπίτι από
τον πρωτότοκο γιο .Στην πραγματικότητα ο Άγιος έκανε το ποδαρικό κι έτσι η
καλοτυχία ήταν δεδομένη. Στη Κάρπαθο έβαζαν ένα άσπρο σκύλο πρωί πρωί μέσα στο
σπίτι και του έδιναν να φάει μπακλαβά έτσι λεγαν το σπίτι σκύλιαζε και οι
άνθρωποι γινόταν πολύ δυνατοί…
Βασικό ήταν κι ίσως σε κάποια μέρη παραμένει το σπάσιμο του
ροδιού ( Ρογδιού στην Κρήτη) τούτη τη
μέρα. Είναι ένα έθιμο με πολλές εκδοχές . Το πετάει στη μέση του σπιτιού ο
νοικοκύρης κι όταν σπάσει τα χιλιάδες σπόρια του που γεμίζουν τον τόπο
είναι σαν τα αγαθά που θα γεμίσουν όλη
τη χρονιά. Τα μαζεύουν την επόμενη μέρα και τα δίνουν στα ζώα τους για να τους
φέρει τύχη και στις κότες για να κάνουν περισσότερα αυγά.
Είναι η μέρα της « καλής χέρας » δηλαδή κάθε είδους δώρου που προσφέρεται στους
άλλους και ιδιαίτερα χρήματα στα παιδιά. Στα παλιότερα χρόνια τα παιδιά γυρνούσαν σε συγγενικά
σπίτια λίγο μετά που ήξεραν ότι το ποδαρικό είχε γίνει και αφού καλημέριζαν φιλούσαν το χέρι του
οικοδεσπότη περιμένοντας να τηρήσει και αυτός το εθιμοτυπικό.
Είναι η μέρα που έχει την τιμητική του ο « Βολβός της
πρωτοχρονιάς» ή σκίλλη , αθανατοκρομμύδα ή σκιλλοκρομμύδα. Είναι εκείνο το
αθάνατο φυτό που είναι πάντα πράσινο και
μπορεί να ανθίσει ακόμα κι αν οι ρίζες του δεν είναι στο χώμα. Την καθαρίζουν
καλά από χώματα και την κρεμούν στην εξώπορτα
και η καινούργια ζωή θα ‘ ρθει στο σπιτικό ή στο στάβλο… Σήμερα το
συναντάμε στις αγορές τυλιγμένο σε αλουμινόχαρτο , ωστόσο παραμένει το πρώτο
φυτό που θα μπει στο σπίτι με την ιδιότητα της αναγέννησης.
Είναι η μέρα την μαντείας και των τυχερών παιχνιδιών .Πρώτο
μάντεμα το φλουρί της βασιλόπιτας. Αλλά τα περισσότερα αποδίδονται στα όνειρα της πρώτης νύχτας του
χρόνου. Τα κορίτσια κρατούσαν λίγη ζύμη από την βασιλόπιτα την αλάτιζαν και την
έψηναν το βράδυ της Πρωτοχρονιάς. Αυτόν που θα έβλεπαν τη νύχτα στον ύπνο τους
να τους δίνει νερό θα ήταν ο μελλοντικός
τους σύντροφος.
Τα παρατηρήματα δε
πάμπολλα. Οι βοσκοί έβλεπαν όπως πλάγιαζε ο σκύλος τους , οι γεωργοί
παρατηρούσαν τον καιρό κι αν είχε καλοκαιριά την Πρωτομηνιά τότε για σαράντα
μέρες θα ναι και κακοκαιρία. Οι άνθρωποι όλοι πρόσεχαν να μην κλάψουν εκείνη τη
μέρα ή να μην χάσουν τίποτα γιατί αυτό θα τους συντρόφευε όλο το χρόνο.
Ακόμα την Πρωτοχρονιά δεν φτιάχνουν καφέ. Ο καφές ήταν
πίκρα. Και δεν έβγαινε τίποτα από το σπίτι, ούτε χάρισμα μα ούτε και δανεικό
.Δεν έπρεπε να σπάσει γυαλί καθρέφτης
και αν αφήναν την πόρτα ανοιχτή
και έμπαινε ένας χοίρος , τότε το
ανδρόγυνο του σπιτιού θα χήρευε με κάποιον από τους δυο.
Ξεχωριστό είναι και στις μέρες μας το πρωτοχρονιάτικο
τραπέζι. Πρέπει να είναι πλούσιο και με αφθονία αγαθών που προοιωνίζουν το
πέρασμα ολόκληρου του χρόνου. Στο τραπέζι εκτός από φαγητά
πρέπει να τοποθετηθούν και βάζα με μέλι, καρπούς και κλαδιά ελιάς σύμβολα όλα
ευτυχίας και θαλερότητας. Αλλά και φλουριά σαν σημείο ευτυχίας. Η
βασιλόπιτα όπου δεν έχει κοπεί από το
προηγούμενο βράδυ θα ναι το βασικό γλύκισμα του τραπεζιού. Η ανάδειξη με την
εύρεση του νομίσματος ς του τυχερού του σπιτιού είναι μια συνήθεια που θα
θυμούνται όλοι στην διάρκεια της χρονιάς. Λέγανε μάλιστα παλιότερα πως αν το
τυχερό νόμισμα έπεφτε σε ανύπανδρο μέλος της οικογένειας τότε σίγουρα αυτό θα
παντρευόταν πριν ακόμα κλείσει ο νέος χρόνος.
Ο Άγιος Βασίλης, ο δικός μας, που γιορτάζει τούτη τη μέρα
είναι ένας άνθρωπος ζευγολάτης που
έρχεται από την Καισάρεια . Από την παραμονή του έφτιαχναν ένα δίσκο πράματα με
πηχτή, ψάρια, και το κομμάτι του από τη βασιλόπιτα , ένα πιάτο τυρί, γλυκό ,
ένα ποτήρι νερό , τα άφηναν πάνω στο τραπέζι για να τραταριστεί μόνος του. Αφού έτρωγε πίστευαν
πως περνούσε κι από το στάβλο να ευλογήσει τα ζώα που για αυτό το λόγο την
παραμονή της Πρωτοχρονιά αλλά κι ανήμερα έχουν ειδική περιποίηση.
Την Πρωτοχρονιά οι μυλωνάδες έριχναν μέσα στην τρύπα του
μύλου σταφίδες και σύκα και καρύδια για να
τα βρει το ξωτικό και να καλοαλέσει. Οι βαρκάρηδες πήγαιναν στη βάρκα
τους νερό, γλυκά, ρόδια και νομίσματα για να την ασημώσουν . Ήταν επίσης η μέρα
που έπρεπε να ανανεωθεί το νερό με το καινούργιο. Θα πήγαιναν στις βρύσες με
χίλια δυο καλούδια για να εξευμενίσουν τις νεράιδες , τα ξωτικά και τα στοιχειά
που βρίσκονταν εκεί. Το νερό μέχρι να
πάει στο σπίτι έπρεπε να ναι αμίλητο και σαν έμπαιναν μέσα
κρατούσαν ένα κλαδί ελιάς που χτυπούσαν
τους νοικοκυραίους του σπιτιού τους
καλημερίζανε και τους λέγανε σαν πρώτη κουβέντα «Χρόνια πολλά». Σ΄άλλα μέρη της Ελλάδας έφερναν τη μαλλιαρή , πέτρα
με πλήθος από βρύα, από τη θάλασσα που
εξασφάλιζε την αφθονία των αγαθών.
Και φτάνουμε στις 6 του Γενάρη με την μεγάλη γιορτή των
Θεοφανείων. Είναι «θεότρομη» γιορτή επειδή αγιάζονται τα νερά και φεύγουν οι
καλικάντζαροι. Οι άνθρωποι πίστευαν πως την προηγούμενη το βράδυ άνοιγαν οι
ουρανοί κι ότι και να ζητούσαν θα γινόταν και μάλιστα τα κορίτσια
ξαγρυπνούσαν τούτη τη νυχτιά γύρω από
μια γλάστρα βασιλικού γιατί πίστευαν πως μόλις
άνοιγαν οι ουρανοί, αυτός άνθιζε… Πίστευαν επίσης πως η θάλασσα γινόταν
γλυκιά και πίνονταν , και πως τα ζώα στους στάβλους αποκτούσαν ανθρώπινη λαλιά.
Επίσης πως εκτός από τα νερά που αγιάζονταν , βαφτίζονταν και οι άνεμοι και
όποιος φυσούσε εκείνη τη στιγμή θα
φυσούσε κι όλο το χρόνο.
Όλοι γνωρίζουμε την εικόνα του παπά που με την αγιαστούρα
του ραντίζει κι ευλογεί τα σπίτια τούτη τη μέρα έτσι ώστε να διώξει τα παγανά
και να ‘ ρθει πάλι η ισορροπία παντού. Στο
χέρι του κρατάει βασιλικό που οι ανύπανδρες κοπέλες τον άλλαζαν με τον
δικό τους που είχαν φροντίσει να κρατήσουν από τις γλάστρες που είχαν φυτευτεί
τον Μάιο και τον έβαζαν στο εικόνισμα. Το΄χαν σίγουρο πως ο γάμος θα ερχόταν
μέσα στον ίδιο χρόνο ύστερα απ΄ αυτό. Σ΄ αλλά μέρη πάλι στην Ελλάδα οι
νοικοκυρές που κατάφερνα να πάρουν λίγο
γέννημα από το δισάκι του παπά το έβαζαν
στις κότες τους και γεννοβολούσαν. Αλλού σταύρωναν το σπίτι τους με τέσσερα κεριά που κολλούσαν
στους τοίχους για να φύγουν οριστικά οι καλικάντζαροι. Έπαιρνα ν ύστερα τη
στάχτη από τη φωτιά του τζακιού που έκαιγε όλο το Δωδεκαήμερο και την έριχναν
στις τέσσερις γωνιές του σπιτιού.
Προφυλάσσονταν έτσι από τα ζούδια και όλα τα κακά. Η στάχτη τούτη που έχει το συμβολισμό της αναγέννησης
έφερνε καλοτυχία και χαρά στο σπίτι.
Την επόμενη μέρα στις 7 του μήνα
είναι του Αϊ Γιαννιού του Βαπτιστή. Μεγάλη γιορτή επίσης με πολλά έθιμα με βασικό εκείνο
των λιτανειών σε πολλά χωριά κρατώντας
δοχεία με νερό και κλωνάρια δέντρων που τα βύθιζαν μέσα και έβρεχαν ο
ένας τον άλλον . Είναι γνωστές επίσης οι μεταμφιέσεις και ιδιαίτερα στην
περιοχή της Μακεδονίας με εξέχουσα εκείνη των Παμπόγερων , ανδρών με παλιά
ρούχα και κουδούνια που γυρίζουν τους δρόμους με σκοπό να τρομάξουν τους
υπόλοιπους .
Στις 8 του Γενάρη , της Αγίας Δομνής ή η μέρα της Μπάμπως, δηλαδή της
μεγάλης γιορτής των γυναικών που βρίσκονταν σε ηλικία που μπορούν να
τεκνοποιήσουν. Το τιμώμενο πρόσωπο της
μέρας ήταν η μαμή του χωριού που την
γέμιζαν δώρα χρήσιμα για αυτήν, όπως πετσέτες και σαπούνια . Η μέρα ευνοεί και
αστεία με ψεύτικους φαλλούς και κλείνει με συμπόσιο στο σπίτι της μαμής που οι
γυναίκες μπορούσαν να μεθύσουν. Οι άνδρες εκείνη την ημέρα πρέπει να μένουν κλεισμένοι στα σπίτια του .
Επόμενη γιορτή στο καλαντάρι είναι του Αγίου Αντωνίου στις 17 του Γενάρη, που λένε πως τότε σκεπάζεται με χιόνια όλος ο
κόσμος και όλα γίνονται άσπρα σαν τα μαλλιά και τα γένια του. Ενώ στις 18
είναι του Αγίου Αθανασίου που συνοδευόταν με θυσία βοδιού ή προβάτου
για την υγεία ολόκληρης της κοινότητας των βοσκών. Ακόμα και στα σπίτια εκείνη
τη μέρα έσφαζαν ένα πετεινό για το καλό όλων των μελών της οικογένειας. Ούτε οι
γυναίκες έκαναν κάποια δουλειά εκείνη τη μέρα, ήταν η μέρα της Άσπρης, δηλαδή της ξεκούρασης.
Ακολουθεί η γιορτή του Αγίου Γρηγορίου στις 25 και ο μήνας κλείνει με μία κατεξοχήν σχολική γιορτή εκείνη των Τριών
Ιεραρχών στις 30 του μήνα.
Καλό μήνα !
*Η Ελένη Μπετεινάκη είναι νηπιαγωγός
ΠΗΓΕΣ:
Ελληνικές Γιορτές και έθιμα της λαϊκής Λατρείας , Γ.Α.Μέγα,
Εστία, 2012
Χριστουγεννιάτικα και των γιορτών, Δημ. Σ. Λουκάτος, εκδ.
Φιλιππότη
Λαϊκές τελετουργίες στην Κρήτη, Νίκος Ψιλάκης, εκδ. Καρμάνωρ
Εφημερίδα ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ
*«Λόγια του Αέρα»,
Συλλογή Διηγημάτων, Ελένη Μπετεινάκη, 2014