Το παραμύθι της βροχής

Τρίτη 30 Σεπτεμβρίου 2014

Οκτώβριος...ο μήνας των Χρυσανθέμων!



Της Ελένης Μπετεινάκη

“…Mια φορά κι ένα καιρό, Οκτώβρης ήταν, σε μια χώρα μακρινή,  Κίνα τ΄όνομα της, ζούσε ένας δράκος που όλοι τρέμανε στην θωριά του. Ήταν πελώριος με γαμψά νύχια στα πόδια με μακριά ουρά γεμάτη αγκάθια με  βλοσυρό βλέμμα στα κατακόκκινα μάτια του. Όταν θύμωνε μιλούσε με βροντερή ανθρώπινη λαλιά. Κανείς ποτέ δεν είχε γλυτώσει απ΄  τα νύχια του αν έπεφτε στο δρόμο του. Μια μέρα μια όμορφη κοπέλα έφτασε κοντά στα μέρη του , έψαχνε το δρόμο για τη σπηλιά του. Το φοβερό τέρας κρατούσε αιχμάλωτο τον αγαπημένο της. Εκείνη δεν φοβόταν όσα κι αν της είπαν. Σαν συναντήθηκαν της είπε πως θα τον άφηνε ελεύθερο μόνο αν εκείνη του έφερνε ένα χρυσάνθεμο με εκατό πέταλα.
Μέρες  και νύχτες η κοπέλα γύριζε κάμπους και βουνά δάση και ρεματιές ψάχνοντας να βρει το χρυσάνθεμο που της ζητούσε ο δράκος. Οι σοφοί λέγανε πως τέτοιο λουλούδι δεν υπάρχει. Τότε , έκοψε ένα χρυσάνθεμο , έβγαλε μια βελόνα από κείνες που κρατούσαν  τα μαλλιά της κι άρχισε με ατέλειωτη υπομονή να χαράζει τα πέταλα του λουλουδιού. Δούλεψε χωρίς να σταματήσει λεπτό, όταν τα χώρισε σε εκατό , έτρεξε στη σπηλιά του δράκου και του το δώσε. Ο δράκος τα μέτρησε και τα βρήκε σωστά. Άφησε τότε το παλικάρι ελεύθερο κι ο ίδιος πήρε το λουλούδι του και χάθηκε για πάντα στα βάθη της σπηλιάς. Το ζευγάρι ευτυχισμένο γύρισε στο σπίτι του κι από τότε λένε πως τα χρυσάνθεμα ανθίζουν με πάρα πολλά πέταλα και κάθε Οκτώβρη…”
Κι ήρθανε τα πρωτοβρόχια και τα πρώτα κρύα κι «αυγατίσανε» οι δουλειές. Δουλειές που δίνουν ζωή αφού ο Οκτώβρης είναι ο μήνας της σποράς, του οργώματος, των χρυσανθέμων των χειμαδιών και ο προάγγελος του χειμώνα. Φτωχός σε φρούτα, λαχανικά και άλλα κηπευτικά μα πλούσιος γιατί κρύβει μέσα του τη ζωή, σκεπάζει και « κοιμίζει »τον σπόρο που θα γιομίσει τη γη με νέα βλαστάρια την Άνοιξη.
Τον αποκαλούν με πολλά ονόματα  Αϊ- Δημητριάτη, Bροχάρη, Σποριάτη, Σποριά, Σπαρτό , Μπρουμάρη, Σκοτεινό, Ομιχλώδη. Η γη γεμίζει φύλλα. Κυκλάμινα και  χρυσάνθεμα έχουν την τιμητική τους .Μήνας αφιερωμένος στο όργωμα και τη σπορά, λόγω των βροχών του και της πιο μεγάλης και σπουδαίας εργασίας των γεωργών. Αν και η προετοιμασία του σπόρου αρχίζει με τη γιορτή του Τιμίου Σταυρού στις 14 του Σεπτέμβρη, τον θεωρούμε «πατέρα» του κι ας φτάνει μέχρι και τα Χριστούγεννα που οριοθετείται το τέλος της. Σε μια χώρα , όπως είμαστε  εμείς, με χιλιάδες παραδόσεις και έθιμα ήταν αδύνατον να μην δημιουργηθούν χίλιες δυο δοξασίες , μαντέματα και μαγικά μηνύματα για να δυναμωθεί ο σπόρος που θα πέσει στη γη για το πιο σημαντικό πράγμα της επιβίωσης των οικογενειών μέχρι και τις μέρες  μας.
Vincent Van Gogh, The Sower 1889
Πως κατάφερναν όμως να έχουν την τύχη με το μέρος  τους τις παλιότερες εποχές ; Με δύο τρόπους. Ο πρώτος ήταν με την προσφορά δώρου στα « θεία» , η « θεραπεία » όπως έλεγαν μέσω σεβασμού , κατάνυξης και προσευχής . Ο δεύτερος ήταν ο « μαγικός». Με μαγικές πράξεις , συνήθως παράλογες αλλά για όσους πίστευαν σ΄ αυτές απόλυτα λογικές. Τον Οκτώβρη έχουν ήδη ξεκινήσει τα πρωτοβρόχια .Αν δεν ποτιστεί η γη , η σπορά δεν μπορεί να ξεκινήσει κι αν  για κάποιους λόγους η βροχή αργεί τότε άρχιζαν τα κατά τόπους έθιμα που σκοπό  είχαν να εξαναγκάσουν τα « θεία » σε βοήθεια . Το πιο διαδεδομένο έθιμο ήταν αυτό της Περπερούνας που  πιο πολύ το επικαλούνταν την Άνοιξη αλλά αν υπήρχε ανάγκη γινόταν και το φθινόπωρο:
 « Ένα κοριτσάκι οκτώ – δέκα χρονών συνήθως φτωχό και ορφανό  το στόλιζαν τα άλλα κορίτσια με λουλούδια και πρασινάδα, έτσι ώστε σαν κι αυτό να πρασινίσουν οι κάμποι. Πήγαιναν από σπίτι σε σπίτι και τραγουδούσαν ένα παραδοσιακό τραγούδι και κάθε νοικοκυρά έβγαινε από το σπίτι της μ΄ ένα κανάτι και έχυνε πάνω στο κεφάλι της Περπερούνας νερό λέγοντας την ευχή – Καλή βροχή να δώσει ο θεός , όπως βρέχω κι εγώ την Περπερούνα . Στο τέλος έδινε η νοικοκυρά στο κοριτσάκι ένα νόμισμα ή ότι άλλο είχε,  για το καλό ».
Vincent Van Gogh 1990
Άλλο έθιμο ήταν εκείνο της χελώνας. Αν δηλαδή ο γεωργός σε περίοδο ανομβρίας έβρισκε στο δρόμο του μια χελώνα , τη γύριζε ανάσκελα και έβαζε πάνω στην κοιλιά της ένα μεγάλο σβόλο από χώμα. Η χελώνα αν δεν έβρεχε δεν θα μπορούσε να σηκωθεί μ΄αυτό το βάρος πάνω της και για αυτό θα έπρεπε κι εκείνη να παρακαλέσει τον Θεό γα βροχή. Σ΄ άλλα μέρη της Ελλάδας σκότωναν φίδια και τα έβαζαν ανάσκελα στα τρίστρατα ή τα κρεμούσαν στα δέντρα για να προσελκύσουν τα αρπαχτικά πουλιά που όταν πετούσαν χαμηλά σήμαινε πως έρχεται βροχή.
‘Έθιμα που σπάνια συναντάμε πια είναι και αυτά της προετοιμασίας του σπόρου. Ο πρώτος σπόρος του σταριού παρασκευαζόταν με μεγάλη επιμέλεια. Τον τοποθετούσαν σε ένα σάκο μαζί με βασιλικό, ρόδι, σκόρδο κι ένα ασημένιο νόμισμα ή δακτυλίδι. Ο βασιλικός χρησίμευε για να γίνουν το ίδιο πράσινα τα στάρια .Το ρόδι συμβόλιζε την ευφορία για να είναι  γεμάτο το σπίτι όλο το χρόνο, το σκόρδο ήταν για το κακό μάτι και το ασήμι έδειχνε την εξασφάλιση της καλής ποιότητας της σοδειάς. Όλα αυτά μαζί με λίγο σπόρο δένονταν σε ένα μικρό σποροσάκουλο με μια κόκκινη μεταξένια κλωστή και φυλάσσονταν σε ένα μέρος του σπιτιού μέχρι και το τέλος της σποράς. Η πρώτη μέρα που θα βγαίνε ο σπόρος από το σπίτι ήταν εξαιρετικής σημασίας. Δεν έδιναν ούτε  έπαιρναν χρήματα, δεν δάνειζαν ψωμί, αλεύρι ,αλάτι και φωτιά , πράγματα που έκλειναν μέσα τους τη δύναμη του σπιτιού. Οι νοικοκυρές το βράδυ έκαναν  πίτες με σπανάκι, λάχανο και άλλα χόρτα και σαν την  έβαζαν στο τραπέζι να την φάει όλη η οικογένεια εύχονταν « να φυτρώσουν γρήγορα τα στάχυα και να πρασινίσουν όπως τα χόρτα της πίτας.
Η μέρα που ξεκινούσε η σπορά έπρεπε να είναι Δευτέρα ή Τετάρτη ποτέ Τρίτη. Η σημαδιακή φράση που έλεγε ο γεωργός ήταν: « Ώρα καλή μας και καλά μπερεκέτια! » , δηλαδή να χουμε πλούσια σοδειά!
Αν η αρχή στο χωράφι γινόταν από κορίτσι ανύπανδρο έπρεπε να πει : « Μονάχη μου το σπέρνω και μ΄ άλλον θα το θερίσω (δηλ. θα παντρευτώ)». Δεν μπορούσε κάθε άνθρωπος να είναι ο Σπορέας .Χρειαζόταν τέχνη για να μην σκορπιστεί ο σπόρος αραιά ή πυκνά και σαν τέλειωνε την πρώτη του γύρα να ζέχνει τα βόδια για να « κάμει » το χωράφι. Όργωνε και έσπερνε τουλάχιστον 2 – 3 φορές έτσι ώστε ο πολύτιμος σπόρος να πάει παντού.
Επιστρέφοντας στο εορταστικό καλαντάρι ξεχωρίζουν οι γιορτές του Αγίου Διονυσίου του Αρεοπαγίτου στις 3 του μήνα, πολιούχος Άγιος των Αθηνών, του Αγίου Ιερόθεου στις 4 που επειδή κατά την παράδοση  αγαπούσε πολύ και ημέρευε  τα ζώα οι καθολικοί τον  έκανα προστάτη τους και έχουν ορίσει διεθνώς την ημέρα της μνήμης του σαν « Ημέρα Προστασίας των ζώων». Του Αγίου Λουκά στις 18 που έχει σαν σύμβολό του το ήρεμο βόδι.Για τον Άγιο  η παράδοση θέλει να έχει ζωγραφίσει την μορφή της Παναγιάς και μάλιστα Βρεφοκρατούσας με την παλιά τεχνική του κεριού σε τρείς εικόνες.  Λένε πως τη μία την παρέδωσε στην ίδια κι εκείνη ευχαριστήθηκε και τις  ευλόγησε κι έγιναν θαυματουργές. Μάλιστα του αποδίδουν πως πρώτος αυτός απεικόνισε του Αποστόλους. Η λαογραφία θέλει τούτη τη μέρα να θεωρείται ορόσημο για τη σπορά των κουκιών, όχι όμως την ημέρα της γιορτής του που θεωρείται αργία, αλλά την παραμονή ή την επομένη. Ο μύθος λέει πως κάποτε  ένας γεωργός που πήγε  να σπείρει καλαμπόκια την μέρα του Αγίου Λουκά έπιασε μια νεροποντή και όλη η σοδειά χάθηκε. Από τότε λένε πως είναι ο άγιος που « πνίγει τα καλαμπόκια». Τέλος οι γεωργοί μας πιστεύουν πως από τούτη τη μέρα ξεκινά το « μικρό καλοκαιράκι » και η γη θα στεγνώσει τόσο όσο χρειάζεται για τις επόμενες μέρες η σπορά τους. Στις 20 του μήνα έιανι η γιορτή του Αγίου Γερασίμου που λατρεύεται στην Κεφαλονιά και φτάνουμε στην  πιο μεγάλη γιορτή του Αγίου Δημητρίου στις 26. Γιορτή που συνδέεται με την πόλη της Θεσσαλονίκης μιας και ο Άγιος Δημήτριος ήταν γέννημα, θρέμμα της συμπρωτεύουσας.
Lowell Herrero
Την μέρα αυτή ανοίγονται συνήθως τα νέα κρασιά. Καλούν ένα παπά, σ΄ όλους τους αναπαραγωγικούς τόπους , να αγιάσει τα βαρέλια και αφού ευχηθεί, να δοκιμάσει πρώτος το νέο κρασί. Η μέρα αυτή είναι επίσης ορόσημο και για τους κτηνοτρόφους. Λίγο πριν και λίγο μετά ο καιρός φτιάχνει λίγο και έχει μείνει στην συνείδηση του λαού το « μικρό καλοκαιράκι του Αι Δημήτρη». Συμπίπτει με το διάστημα που χρειάζονταν οι τσομπάνηδες για να κατεβάσουν τα κοπάδια τους στα χειμαδιά . Η σημασία της γιορτής τονίζεται στο ότι η παρουσία ενός Αγίου , νέου και αξιόλογου που περπατά καβάλα σε άλογο τους έδινε την ευκαιρία να ορίσουν τη γιορτή του σαν χρονολογία ξεκινήματος , εξασφαλίζοντας θάρρος και εμπιστοσύνη για το δρόμο τους. Κι όλα αυτά σε συνδυασμό με μιαν άλλη γιορτή ορόσημο κι αυτή του Αγίου Γεωργίου στις 23 του Απρίλη που τα ζώα οδηγούνται ξανά πάνω στα βουνά με ένα άλλο καβαλάρη Άγιο εξίσου νέο και αξιόλογο. Ορόσημο μέρα και για τους ταξιδεμένους , τους ναυτικούς  που επιστρέφουν στο σπίτι τους για να περάσουν το χειμώνα.
Vincent Van Gogh
Στα χρόνια της Τουρκοκρατίας οι ελληνικές οικογένειες που εξέλεγαν τους Δημογέροντες λογάριαζαν κι αυτοί τα εξάμηνα τους με τις γιορτές του Αι  Δημήτρη και Αι Γιωργιού .Με τη διαφορά αυτή των εξαμήνων έβαζαν τους ραγιάδες να πληρώνουν τους φόρους  τους και όριζαν σαν ελεύθερο χρόνο ναυσιπλοΐας τις δύο αυτές γιορτές .
Την μέρα του Αϊ Δημήτρη γιόρταζαν και οι Συντεχνίες , ιδιαίτερα οι οικοδόμοι, οι ασβεστάδες, οι σοβατζήδες, οι ξυλουργοί, οι κεραμιδάδες, οι σιδεράδες  και οι κλειδαράδες που επισφράγιζαν την καλοκαιρινή εργασία με τα κέρδη τους ή την πρωτογιόρταζαν όσοι άρχιζαν τώρα την χειμωνιάτικη εμπορική τους δράση όπως οι μπακάληδες, οι δερματέμποροι, οι παπουτσήδες, οι υφασματέμποροι και οι ταβερνιάρηδες.
Τέλος τούτος ο μήνας είναι ο μήνας των χρυσανθέμων. Ανθίζουν κάθε χρόνο τον Οκτώβρη εκεί γύρω στη  γιορτή του Αϊ Δημήτρη και για αυτό τα λένε και αγιοδημητριάτικα και τα συναντάμε σε πάνω από 180 ποικιλίες. Είναι το λουλούδι  του φθινοπώρου, τα άνθη του χρυσού και  καλλιεργούνται εδώ και χιλιάδες χρόνια στην μακρινή Ανατολή που θεωρείται πατρίδα τους.
Στη χώρα μας τα συναντάμε παντού ακόμα και στην ύπαιθρο σαν αυτοφυές φυτό και μάλιστα οι Κρητικοί τρώνε τους τρυφερούς του βλαστούς με λαδόξυδο ενώ τα άνθη τους τα χρησιμοποιούν για να διώχνουν τους ψύλλους και να βάφουν με ωραίο κίτρινο χρώμα τα βαμβακερά τους ρούχα. Το κρητικό χρυσάνθεμο του Οκτώβρη έχει ένα ακόμη συμβολισμό. Με το μάδημα του μικροί  και μεγάλοι  όπως το « σ αγαπώ – μ΄ αγαπάς » της μαργαρίτας ψάχνουν το σκοτεινό υπαρξιακό ερώτημα:  Κόλαση ή παράδεισος;
Καλό μήνα !

ΠΗΓΕΣ :
«Τα φθινοπωρινά», Λουκάτος  Δ. , Αθήνα 1995
«Ελληνικαί  εορταί και έθιμα της λαϊκής λατρείας », Μέγας Γ.Α. Αθήνα 1956
Λόγια του αέρα, Μπετεινάκη Ελένη,ιδ. Συλ. Διηγημάτων, Ηράκλειο 2013
Δημοσιεύτηκε στις 1 Οκτωβρίου 2014 στο Cretalive.gr :http://www.cretalive.gr/opinions/view/o-mhnas-twn-chrusanthemwn/194858

Δευτέρα 29 Σεπτεμβρίου 2014

30 Σεπτεμβρίου 1856 …Ένας από τους μεγαλύτερους σεισμούς στον Χάνδακα και στην Κρήτη ολόκληρη!



Στα χίλια οχτακόσια έτος πενήντα έξη ηθέλησεν ο Κύριος το θάμμαν του να μπέψη
Σ’ τα εικοσιεννιά του Σεντεμπριού, ένα Σαββάτο βράδυ,
μέγας σεισμός εγείνηκε κ όυλος ο κόσμος βράζει.
Απού το μέρος τω Χανιώ έρχεται σα μελτέμι
Μέγας και τρομερός  σεισμός, ούλος ο κόσμος τρέμει.
Κ η θάλασς΄η  ακίνητη κι γι οχτώ ανέμοι.
Τρία λεφτά βοά η γης, καπνός ‘πο κάτω βγαίνει.
Χάνουνται χώραις και χωριά, σαν όντε χανετ΄ άστρο,
μα δεν υπόφερε καμιά σαν τον Μεγάλο Κάστρο.
Χαλούν τα μοναστήρια του χαλούν κι οι μιναρέδες… ( Δημοτικό ποίημα)

Ήταν 2.45 λίγο πριν ξημερώσει η Κυριακή 30 Σεπτεμβρίου του 1856. Ένας φοβερός σεισμός, που σύμφωνα με τα γραπτά του Ελευθέριου Πλατάκη, στα Κρητικά Χρονικά, ήταν περίπου της κλίμακας των 7,7 ρίχτερ, ισοπέδωσε σχεδόν τον Χάνδακα.
Πολλά χωριά και πόλεις της Κρήτης ερήμωσαν. Ο Χάνδακας αναστέναξε βαριά για μια ακόμα φορά. Οι γραφές αναφέρουν πως εκτός από τα σπίτια και τις εκκλησιές που κατέρρευσαν σαν χάρτινα κτίρια σκοτώθηκαν πάνω  500 άνθρωποι και τραυματίστηκαν περίπου  600 γιατί η ώρα ήταν τέτοια που όλοι σχεδόν βρισκόντουσαν στα σπίτια τους και κοιμόντουσαν.
1866,Σχ.Α.Αλεξανδρίδη του Αγ. Φραγκίσκου
Κι άλλοτε το νησί είχε πληγεί από μεγάλους σεισμούς όπως την εποχή του Νέρωνος στα 66 μ.Χ., ή την εποχή του Δεκίου το 251 μ.Χ., με την καταστροφή  εκτός πολλών πόλεων και αυτή της Κνωσού. Σημαντικές καταστροφές έγιναν και με άλλους μεγάλους σεισμούς όπως αυτούς το 1303 και το 1508. Τούτος εδώ όμως είχε πολύ μεγάλη σημασία για του κατοίκους της Κρήτης και ιδιαίτερα του Χάνδακα γιατί ήταν ήδη πολύ ταλαιπωρημένοι από τις κακουχίες εξαιτίας των Τούρκων και της καθημερινής δυσχέρειας που ζούσαν ,ώστε ο σεισμός ήταν κάτι σαν ταφόπετρα πάνω τους και κυριολεκτικά αλλά και μεταφορικά.
Ο ιστορικός Νικόλαος Σταυράκης διηγείται και περιγράφει την μεγάλη καταστροφή του Χάνδακα λέγοντας πως από τα 3620 σπίτια του έμειναν όρθια μόνο τα 18 και οι φωτιές που ξέσπασαν σε διάφορα σημεία της πόλης συμπλήρωσαν την καταστροφή , καίγοντας ακόμα και καταστήματα στο Μεϊντάνι κι αλλού που ο αριθμός τους έφτασε τα 48. Ο μικρός ναός του Αγίου Μηνά υπέστη τέτοια καταστροφή που κρίθηκε ετοιμόρροπος , το ίδιο και η Μητρόπολη του Αγίου Τίτου που ονομαζόταν τότε Βεζίρ Τζαμί. Επίσης ο  παλιός ναός του Αγίου Φραγκίσκου το Χουγκιάρ Τζαμί ισοπεδώθηκε. Ο Ναός του Αγίου Τίτου  ξαναχτίστηκε αργότερα στα 1869 με διαταγή του Βεζύρη Ααλή –Πασά.  Κατέρρευσε κι ότι είχε απομείνει από το Δούκικο Ανάκτορο καθώς και  η θολωτή Πύλη Voltone από το κτίριο Ακτάρικα. Κανένας   δεν μπορούσε να υπολογίσει τον τεράστιο απολογισμό αυτής της τόσο μανιώδους καταστροφής.
Μεγάλες καταστροφές υπέστη και η ύπαιθρος. Χωριά όπως οι Βούτες σχεδόν κατεστράφησαν , αφήνοντας πίσω τους 42 νεκρούς  και εκατοντάδες τραυματίες .Ο σεισμός έγινε αισθητός με τραυματίες και καταστροφές και στον νομό Λασιθίου και των Χανίων.
Η πόλη του Χάνδακα είχε ήδη αναστενάξει για μία ακόμα φορά. Στο διάστημα τούτο ήταν  διοικητής της Κρήτης που είχαν διορίσει οι Τούρκοι ο περίφημος Βελής πασάς ,γεννημένος στα Χανιά  και γιός του Αλβανού Μουσταφά Ναϊλή Πασά,αποκαλούμενος "Γκιριτλής" . Ως γνωστόν είχε μέινιε παρα πολλά  χρόνια στην Κρήτη η  πρώτη του γυναίκα ήταν η  Ελένη Βολανάκη από τα Σκουλούφια Ρεθύμνου. Μνημόνευαν για αυτόν και  έλεγαν πως ήταν συνετός, σπουδαγμένος , πολύγλωσσος .Ήταν  επίσης πολύ σκληρός και δημιούργησε πολλές έχθρες και φόβους στους Χριστιανούς με την αμείλικτη στάση του απέναντί τους. Η δεύτερη μεγάλη δοκιμασία που περίμενε όλους ήταν σεισμός της 30ης Σεπτεμβρίου του 1856 που έκανε τα πράγματα ακόμα πιο δύσκολα.
Γράφει ο Στέφανος Ξανθουδίδης στα Ιστορικά του Σημειώματα για τον Χάνδακα  :

« Η πόλις της πρωίαν της 1ης Οκτωβρίου 1856 ήτο άμορφος όγκος λίθων  και ξύλων και χωμάτων και ευκολότερον  εβάδιζε τις δια μέσου των οικιών παρά δια των οδών, αι οποίαι είχον σκεπασθή τελείως»

Από τους επιφανείς Ηρακλειώτες που βοήθησαν τους πληγέντες της φοβερής αυτής καταστροφής ήταν ο Ανδρέας Καλοκαιρινός. Στα « Κρητικά Χρονικά » ο Στέργιος Σπανάκης αναφέρει : «… Υπέρ των θυμάτων του μεγάλου σεισμού της 30 Σεπτεμβρίου 1856, διέθεσεν εκ των αποθηκών του μεγάλην  ποσότηταν ενδυμάτων, αλεύρου, ελαίου και οίνου, εκτός των χρημάτων , τα οποία διένειμε αυτοπροσώπως. Εκάλεσε τα πληρώματα των εν τω λιμένι ελληνικών πλοίων και ειργάσθησαν  όλη την ημέραν υπέρ των παθόντων. Εχορήγησεν οικόπεδα και οικοδομήσιμον  ξυλείαν δια την κατασκευήν παραπηγμάτων. Διενήργησεν έρανον μεταξύ των ανταποκριτών του, συλλέξας και άλλα χρήματα δια τους σεισμοπαθείς. Δεν διέφυγε την οξυδέρκειάν  του, ούτε το ζήτημα της ρυμοτομίας της πόλεωνς, επ ευκαιρία των καταστροφών του σεισμού.  Συνέστησεν εις τον τότε Νομάρχην Βελή Πασάν και εκάλεσεν τον Άγγλο αρχιτέκτονα Λιονέρ, προς εκπόνησιν νέου ρυμοτομικού σχεδίου της πόλεως , το οποίον όμως δεν άφηκαν να εφαρμοσθή οι μωαμεθανοί κάτοικοι …»
Ένα περιστατικό που αφορά τη ζωή και απόδραση  του τελευταίου Χαϊνη του Χάνδακα ή Μεγάλου Κάστρου, του Μιχαήλ Βλάχου, συνδέεται άμεσα με τον φοβερό σεισμό αφού την περίοδο εκείνη βρισκόταν φυλακισμένος μαζί με πολλούς άλλους στο Διοικητήριο. Σύμφωνα με το βιβλίο του ο Νικόλαος Σταυρινίδης : « Μιχαήλ Βλάχος , ο τελευταίος Χαϊνης με το τραγικό τέλος», λέει :

« …Ο Βλάχος ευρίσκετο τότες εις την Πράσινην λεγόμενη φυλακήν που έκειτο εις την αυλήν του Διοικητηρίου ( Πασσά την Πόρτα). Με την πρώτη δόνηση του σεισμού οι φρουροί της φυλακής εγκατέλειψαν τας θέσεις των. Οι φυλακισμένοι τότε εζήτησαν την βοήθεια του Βλάχου δια να τους σώση. Με την τεράστια μυϊκήν δύναμην που είχε κατόρθωσεν ούτος να αποσπαση τας σιδηράς  ράβδους ενός παραθύρου της φυλακής και από το γενόμενον άνοιγμα ήρχισαν οι φυλακισμένοι να εξέρχονται εις την αυλήν. Δεν είχον όμως εξέλθει όλοι όταν συνεπεία δευτέρας δονήσεως του σεισμού ήρχισεν να καταρρέη η στέγη του οικοδομήματος. Τότε ο Βλάχος δια του σώματος αυτού υπεστήριξε την καταρρέουσαν στέγη μέχρις ότου διεκπεραιώθησαν όλοι οι εγκάρθητοι εις την αυλήν. Επηκολούθησαν  δύο τελευταίαι  ισχυτόταται δονήσεις και το κτίριον της φυλακής  κατέρρευσεν εκ θεμελίων.Ο Βλάχος τότε και οι διασωθέντες εκ βεβαίου θανάτου φυλακισμένοι, ελέυθεροι  πλέον διεσκορπίσθησαν  εις την πόλιν του Ηρακλείου… »

Το αποτέλεσμα της σφοδρότατης αυτής σεισμικής δόνησης ήταν να υποστούν σημαντικές  βλάβες σε ολόκληρη την Κρήτη11.317 σπίτι από τα οποία τα 6.512 κατεστράφησαν ολοσχερώς. Ο  τελειωτικός αριθμός των νεκρών ανέβηκε στους 538 και των τραυματιών   637.

Κι απ΄ούλους  τση Χριστιανούς μία φωνή μόνο βγαίνει,
Την Παναγιά περικαλού μεσίστρια  να γένη
-Ω Παναγία Δέσποινα, κι ούλ ΄ είμεστα παιδιά σου
Κάμε την παρακάλεσι, που πιάνεται ο ριτζάς σου…
( Δημοτικό ποίημα για τον σεισμό του 1856)

ΠΗΓΕΣ:
Ελευθέριος Πλατάκης, Κρητικά Χρονικά ,τόμος Δ΄
Μιχαήλ Βλάχος , ο τελευταίος Χαϊνης με το τραγικό τέλος, Νικόλαος Σταυρινίδης
Λευτέρης Αλεξίου, Νέα Χρονικά, 1948
Ιστορία της Κρήτης, Ιωάννης Μουρέλος, τόμος 3ος,1934
Κρητικά Χρονικά , Στέργιος Σπανάκης, 1960
Χάνδαξ- Ηράκλειον, ιστορικά σημειώματα, Στέφ. Ξανθουδίδης ,1964
To Ηράκλειο εντός των τειχών, Χρυσούλα Τζομπανάκη, 2000
cretalive.gr
Εφημερίδα ΕΘΝΟΣ, ένθετον πατριδογνωσία 2003,
Εφημερίδα ΠΑΤΡΙΣ

Κυριακή 28 Σεπτεμβρίου 2014

Έλλη Αλεξίου...Μια συγγραφέας, μια δασκάλα, μια αγωνίστρια !



Η Έλλη Αλεξίου πλησιάζει σχεδόν έναν αιώνα ζωής (94 ετών) όταν φεύγει από τη ζωή στις 28 Σεπτεμβρίου του 1988. Γαλήνια και με το χαρακτηριστικό της χιούμορ αντιμετωπίζει το τέλος. «Είναι μια φυσική κατάσταση που δεν πρέπει να με ανησυχεί», λέει σε μια από τις τελευταίες τις συνεντεύξεις. «Γεννήθηκα, μεγάλωσα, πρέπει να πεθάνω. Aν  μου έλεγες ότι θα μείνω αθάνατη θα το έβλεπα σαν παράδοξο φαινόμενο. Nα μείνω αθάνατη να κάνω τι;»

Η Έλλη Αλεξίου γεννήθηκε στις 22 Μαΐου του 1894 στο Ηράκλειο Κρήτης. Σπούδασε στο Διδασκαλείο Ηρακλείου και για έξι χρόνια υπηρέτησε ως δασκάλα στο Γ' Χριστιανικό Παρθεναγωγείο και στη "Στέγη Μικρών Αδελφών". Το 1920 εγκαταστάθηκε στην Αθήνα μετά το γάμο της με το Βασίλη ή Βάσο Δασκαλάκη όπως τον αποκαλούσε ή ίδια. Ακολούθησε σπουδές Παιδαγωγικών και Φιλολογίας, όπου και διορίστηκε καθηγήτρια Μέσης Εκπαίδευσης διδάσκοντας 19 χρόνια. Συμμετείχε στην Εθνική Αντίσταση (ΕΑΜ Λογοτεχνών). Το 1945 μετέβη για σπουδές στη Σορβόννη, απ΄ όπου έλαβε δίπλωμα φωνητικής και γαλλικής, ενώ παράλληλα δίδασκε σε σχολεία της ελληνικής παροικίας αλλά της αφαιρέθηκε η ελληνική ιθαγένεια και δεν μπόρεσε να επιστρέψει στην Ελλάδα. Από το 1949 μέχρι το 1962 διορίστηκε εκπαιδευτικός σύμβουλος για τα ελληνικά σχολεία των σοσιαλιστικών χωρών. Μετά από αναγκαστική προσφυγιά, λόγω των επανειλημμένων διώξεων που υπέστη από την ανάμιξή της σε προοδευτικά κινήματα, επέστρεψε στην Ελλάδα το 1962. Αργότερα όμως συνελήφθη και το 1965 βρέθηκε στις φυλακές Αβέρωφ. Στη συνέχεια ελευθερώθηκε και μετέβη στη Ρουμανία ως το 1966, οπότε και επέστρεψε οριστικά στην Ελλάδα. Με την επιστροφή της συνελήφθη με βάση βούλευμα εναντίον της που είχε εκδοθεί το 1952, δικάστηκε και απαλλάχθηκε. Έκτοτε και μέχρι το θάνατό της, στις 28 Σεπτεμβρίου του 1988, αφιερώθηκε στη λογοτεχνία. Τα έργα της διακρίνονται για τον ποιητικό ρεαλισμό του ύφους καθώς και για τον κοινωνικοπολιτικό προβληματισμό τους. Ανιψιός της ήταν ο Παύλος Σιδηρόπουλος, ενώ η ίδια ήταν αδελφή της Γαλάτειας Καζαντζάκη, του Ραδάμανθυ Αλεξίου και του Λευτέρη Αλεξίου. Για πολλά χρόνια συζούσε με τον ποιητή Μάρκο Αυγέρη.
Για την Έλλη Αλεξίου έχουν γραφτεί πολλές σελίδες που αφορούν τη ζωή και το συγγραφικό της έργο και ταλέντο. Ανιψιός της επίσης είναι ο Καθηγητής Στυλιανός Αλεξίου, ένας από τους « Σοφούς» Έλληνες όπως τον αποκαλούσαν,  που σε μια πρόσφατη συγγραφική του έκδοση αναφέρει τις δικές του μνήμες από την αγαπημένη του θεία. Γράφει  σχετικά :

*…Τα καλοκαίρια παραθερίζαμε μαζί με τον Βάσο και την Έλλη στο χωριό των παππούδων ν μας, στο Κράσι κάτω από την κορυφή της Σελένας, κοντά στο οροπέδιο Λασιθίου. Μας πήγαιναν αργά αυτοκίνητα, από μισοχαραγμένους δρόμους που περνούσαν μέσα από λιόφυτα και ρεματιές με πικροδάφνες. Από ένα σημείο και μετά μας περίμεναν ζώα και μας ανέβαζαν σιγά σιγά στο χωριό , μέσα από ατ βουνά που μύριζαν από άγρια βότανα….
Το Κράσι, από τον καιρό που παραθέριζαν εκεί όλοι μαζί , ο Καζαντζάκης , ο Βάρναλης, ο Αυγέρης, η Γαλάτεια , η Έλλη, είχε πάρει μια παράξενη αίγλη. Ονόματα που δέσποζαν στην Αθήνα, είχαν γίνει οικεία στους γεμάτους καλοσύνη και εξυπνάδα Κρασανούς. Τους έβλεπαν, παραξενεμένοι λίγο, να τριγυρίζουν χωρίς λόγο στα βουνά, τους άκουγαν με κάποια απορία να συζητούν ώρες, τους έβλεπαν να διαβάζουν πολύ και αν γράφουν, και τους ρωτούσαν με ανησυχία « Αν πιστεύουν κι αυτοί στο Θεό »
…η Έλλη διάβαζε στη μικρή ηρακλειώτικη  συντροφιά των συγγενών και των φίλων, κομμάτια από το βιβλίο που έγραφε: Το τρίτο χριστιανικό παρθεναγωγείο. Μας έλεγε για τα φτωχά κορίτσια του σχολείου όπου είχε διδάξει, με τους άπλυτους ή φαγωμένους από τους ψύλλους λαιμούς, που τους στόλιζαν δυο τρεις γυάλινες χάντρες περασμένες  σ ένα κορδόνι βρώμικο.» Ήταν μωρά πέντε η  έξι χρονών, έγραφε, αφημένα στην τύχη τους, δίχως καμίαν επίβλεψη …Απουσιάζει η Γεωργία και τη ρωτάς γιατί δεν ήρθε χθες. –Δεν ήρθα, γιατί η μάνα μου με είχε κουκουλωμένη στο στρώμα  και μου ΄πλυνε τα ρούχα μου! ».
« Βλέπεις τη Φανή που φορά  μονάχα ένα παπούτσι και γίνεσαι ανήσυχη. Που να το χασε άραγε το άλλο: - Αυτής , κυρία, δεν είναι δικό της το παπούτσι. Σκάλιζε στα σκουπίδια και το βαλε. Και λέει πως το ΄χασε το άλλο, μα λέει ψέματα».
Η νεαρή δασκάλα προσπαθούσε να βοηθήσει, όσο μπορούσε τα πλάσματα αυτά.» Είχα πατέρα βιβλιοπώλη. Είχαμε στο μαγαζί ένα σωρό σπασμένες, ραγισμένες πλάκες  άχρηστες , ένα σωρό σπασμένα κονδύλια  που δεν πουλιούνταν .Κουβάλησα όλα τούτα τα κομμάτια τις πλάκες και τα σπασμένα κονδύλια στο σχολείο, τα φύλαξα στο συρτάρι της έδρας και βόλευα τα παιδιά. Μόνο πως δεν έβλεπες στα χεράκια τους ( κι αν ένα προς ένα γύριζες όλα τα θρανία) ούτε ένα ολόκληρο, σωστό κοντύλι, ούτε μια γερή πλάκα με το ξύλινο κάδρο της, ούτε ένα σφουγγαράκι. Φτύνανε και σβήνανε… Τα ίδια τους τα σύνεργα δεν βοηθούσαν.»
Πηγαίναμε συχνά στον εσπερινό στο μοναστήρι της Κεράς. Ακούγαμε το « Φως ιλαρόν» ενώ ατ χελιδόνια έμπαιναν κι έβγαιναν από τα παράθυρα της παλιάς εκκλησίας. Καθίζαμε στην ταράτσα του μοναστηριού κι ο Κοσμάς ο ηγούμενος μας κερνούσε ρακή και καρπούζι. Ο ήλιος είχε βασιλέψει και βλέπαμε μια ατέλειωτη διαδοχή από κορυφογραμμές γαλάζιες και ρόδινες , πολύ μακριά, ως πέρα στον Ψηλορείτη.
Στα 1940 ο πόλεμος ήρθε, και κράτησε για την  Ελλάδα δέκα χρόνια! Από τους παλιούς φίλους μας στο τέλος άλλοι είχαν σκοτωθεί, άλλοι τουφεκιστεί, άλλοι πεθάνει, άλλοι αυτοκτονήσει, άλλοι είχαν  χαθεί .Οι ανόητες πολιτικές διαμάχες απομάκρυναν και την Έλλη, έξω από την Ελλάδα για πολλά χρόνια. Την ξαναείδα το 1962, όταν γύρισε για την κηδεία της Γαλάτειας. Όλα είχαν περάσει, όσα νομίζαμε πως ήταν αιώνια Βλέπαμε μάλιστα πως είχαν διαρκέσει πολύ λίγο. Όμως η Έλλη ήταν τώρα ακόμη πιο  αγαπητή, πιο όμορφη. Τα γελαστά της μάτια  ήταν τώρα πιο φωτεινά. Είχε γράψει και άλλα βιβλία. Και χιλιάδες νέα παιδιά, αγόρια και κορίτσια, τη διάβαζαν και την αγαπούσαν »*


Πηγές  :
Εφημερίδα Ελευθεροτυπία
Εφημερίδα Έθνος
Wikipedia.org
*Αποσπάσματα από το βιβλίο): Κείμενα Φιλίας και Μνήμης, Στυλιανός Αλεξίου,  Εκδ. Δοκιμάκης, 2010