Το παραμύθι της βροχής

Δευτέρα 31 Αυγούστου 2020

Σεπτέμβριος ο Τρυγητής!

 


Της Ελένης Μπετεινάκη

Σε μια σκουρόχρωμη μάσκα κρύφτηκε ο Αύγουστος χθες βράδυ…

Ένα δάκρυ διέκρινα στην άκρη του ματιού του. Πρώτη φορά τέτοια συμβάντα γενήκανε στις μέρες του και να την τελευταία ώρα έπρεπε να φοράει τη μάσκα του συνεχώς, μέσα κι έξω από τα σπίτια, στις αυλές και στα περιβόλια. Τον είδα λίγο φοβισμένο ωστόσο με κοίταξε με πολλή στοργή σαν να ΄θελε να μου πει κι εμένα να προσέχω, κι ένα ευχαριστώ για όλα όσα καταφέραμε πάρα τις δυσκολίες, να κάνουμε. Κι ήταν πολλά και όμορφα. Στο ένα του χέρι κρατούσε γερά μια βαλίτσα ολοσκόνιστη παραγεμισμένη όμως με χίλια καλούδια. Όλα τα φρούτα που βρήκε στα περβόλια είχε μαζέψει. Ξεχωριστή θέση κράτησε για τα σύκα και τα σταφύλια. Σε μια γωνιά της βαλίτσας του είχε φυλάξει κοχύλια, πεταλίδες και πέτρες μικρές στρογγυλές σε χίλια χρώματα. Ένα ματσάκι βασιλικό από την Εικόνα της Παναγιάς του Δεκαπενταύγουστου, κι ένα μικρό κομμάτι από την φανουρόπιτα  που του χαρίσανε σε εκείνο το εκκλησάκι στο Βενεράτο την ημέρα της γιορτής του Αϊ Φανούρη.  Γύρισε να κοιτάξει πέρα τον ορίζοντα κι είδα πως έβγαλε ένα μαντηλάκι που ‘χε πάνω του κεντημένο με ασημοκλωστές ένα φεγγάρι ολόγιομο να σκουπίσει εκείνο το δάκρυ... 

«Ίσαμε του χρόνου!» μονολόγησε, κι έτρεξε να προλάβει ένα μικρό συννεφάκι που φάνηκε στον ουρανό.


Και σήμερα το πρωί στο λιμάνι φορώντας μάσκα πια κι εγώ είδα μια βαρκούλα παράξενη να προσπαθεί ν’ αράξει ανάμεσα στ’  άλλα σκαριά. Ένα μελαχρινό αγόρι στεκόταν όρθιο στη μέση μέση της κι έφτανε το χαμόγελό του ίσαμε τα μεγάλα του αυτιά. Είχε κι εκείνο μια βαλίτσα δίπλα του κι όπως πήγε να τη σηκώσει τ΄ άνοιξε και χυθήκαν χίλια χρώματα στη θάλασσα και μυρωδιές που γεμίζανε με μια παράξενη χαρμολύπη την ψυχή. Μυρωδιά μούστου καταμεσής της θάλασσας απλώθηκε κι είδα τους γλάρους ξαφνιασμένους να πετάνε παράξενα, σαν να τους μέθυσε τούτο το άρωμα. Κι όπως έσκυψε να μαζέψει όλα του τα πράγματα και να τα χώσει όπως όπως μέσα στη βαλίτσα του ξανά,  του ΄φυγε ένα χαρτάκι ολόλευκο που το πήρε ο άνεμος και το ’φερε στα δικά μου τα χέρια. Ασυναίσθητα κι εγώ το πλησίασα  κοντά στο πρόσωπο μου κι ήρθε εκείνη η μυρωδιά η μοναδική στα δικά μου ρουθούνια που μόνο ο Σεπτέμβρης κουβαλά πάντα μαζί του.

«Εεεεε… κυρά, κράτα γερά το χαρτί μη σου το πάρει και σε σένα ο αγέρας! Δεν έχω μάθει ακόμα τα γράμματα, κι είπε ο παππούς μου ο Χρόνος να το δώσω στη δασκάλα, αυτή θα καταλάβει!» είπε ο μικρός Σεπτέμβρης, και με ένα μεγάλο σάλτο βρέθηκε στη στεριά και σχεδόν δίπλα μου…

«Καλώς όρισες!» του είπα, με ένα πλατύ χαμόγελο στα δικά μου τα χείλη κι ας μην τα είδε πίσω από τη μάσκα. Τα μάτια μιλήσανε τούτη τη φορά κι ύστερα του έδωσα κι εγώ μια μάσκα με κεντημένα μολύβια και χρωματιστά κραγιόνια,  να τη φορέσει κι εκείνος τώρα αμέσως που θα ξεκινούσαν κι οι βόλτες του. Μα δεν του μαρτύρησα πως κι εγώ ήμουν δασκάλα και πως είχα απόλυτα καταλάβει τι σήμαινε τούτο το χαρτάκι…

Μυρωδιά του Άγιου Σεπτέμβρη του Σχολικού, του Χρονογράφου, των πιο γλυκών χρωμάτων της Φύσης, του πιο μελαγχολικού μήνα του χρόνου. Αυτός είναι ο μήνας που μόλις μπήκε στη ζωή μας … Μπορεί να ΄ναι αλλιώτικος φέτος, παράξενος όμως εμείς κρατάμε την αισιοδοξία, τη χαρά και την προσοχή μας στραμμένη στα παιδιά και στα όμορφα που σίγουρα θα έρθουν…

Είναι ο μήνας που ο Πλούτωνας έκλεψε την Περσεφόνη και την πήρε γυναίκα του στον Κάτω κόσμο. Και λέει ο μύθος πως η φύση με τη λύπη της Δήμητρας αρχίζει να φθίνει, να μελαγχολεί, να στερεύει και να χάνει την ζωντάνια, την χαρά και την δύναμή της.


Σεπτέμβριος λοιπόν, αν και το όνομά του μας θυμίζει τον αριθμό επτά είναι ο ένατος εγγονός του χρόνου, ο πρώτος γιός του φθινοπώρου. Είναι ο μήνας που οι μέρες μικραίνουν, ο ήλιος βιάζεται να βασιλέψει κουρασμένος από τα μεγάλα ταξίδια του καλοκαιριού, οι νύχτες δροσερεύουν για τα καλά, τα χελιδόνια ετοιμάζονται να φύγουν  και οι αυλές των σχολείων γεμίζουν πάλι με παιδικές φωνές. Είναι ο Τρυγητής, ο Πετιμεζάς, ο Σταυρίτης, ο Ορτυκολόγος μιας και αποδημούν για τις νότιες χώρες τούτον τον μήνα και τα ορτύκια. Είναι ο Αϊ Νικήτας, από την ομώνυμη γιορτή και ο Σκεπαστής γιατί όσοι δεν προλαβαίνουν να μαζέψουν τα καλαμπόκια τους τα σκεπάζουν για να μην τα φάνε τα πουλιά.

Η 1η του Σεπτέμβρη παλιότερα θεωρούνταν η πρώτη μέρα του χρόνου.  Στις μέρες μας θεωρείται σαν αρχή του θρησκευτικού έτους. Τα πολύ παλιά χρόνια ήταν η αρχή του οικονομικού έτους των Ρωμαίων, η αρχή της Ινδικτιώνος από την λατινική λέξη Indictio-nis που σήμαινε τον φόρο που έπρεπε να καταβάλουν οι Ρωμαίοι πολίτες  και συγχρόνως έναν θεσμοθετημένο κύκλο ανά 15 έτη που χρησιμοποιήθηκε σαν σύστημα χρονολόγησης στην Βυζαντινή περίοδο.  Ωστόσο στην αντίληψη του λαού τούτη η μέρα παρέμεινε σαν «η μέρα του χρονογράφου». Λένε πως τα μεσάνυχτα  της 31ης Αυγούστου άνοιγαν οι ουρανοί και κατέβαιναν οι άγγελοι κι έκαναν απογραφή στις ψυχές που θα πέθαιναν μέσα στο χρόνο. Για να ξορκίσουν το κακό οι νοικοκυραίοι, έσπαζαν ρόδια στην είσοδο του σπιτιού τους μόλις η μέρα έφεγγε. Στην Κρήτη, την παραμονή έβαζαν πάνω στις στέγες των σπιτιών καρύδια τόσα όσα και τα μέλη της οικογένειας. Το πρωί τα κατέβαζαν, τα έσπαγαν προσεκτικά και όσα από αυτά ήταν κούφια τόσες πίστευαν ότι θα ήταν και οι ψυχές που θα έπαιρνε ο Χάρος από την οικογένεια.

Η «αρχιχρονιά» ήταν η μέρα που οι γεωργικές οικογένειες έβλεπαν την περίοδο της σποράς να πλησιάζει και κρεμούσαν στη μέση του σπιτιού ή στο εικονοστάσι τους όλα τα σύμβολα της αφθονίας ανάλογα με την περιοχή. Έφτιαχναν μίαν «αρμαθιά» από ρόδια, σταφύλια, κυδώνια, σκόρδα, καρύδια, κεχρί ή φύλλα από αιωνόβια δέντρα.

 Στην Κω την ονόμαζαν «αρκιχρονιά » και πρωί πρωί πριν ακόμη βγει ο ήλιος τα κορίτσια την βουτούσαν στη θάλασσα να περάσει από σαράντα κύματα και αφού μάζευαν και σαράντα πετραδάκια τα φύλαγαν όλα μαζί στο εικονοστάσι. Τα πετραδάκια τα έβαζαν μέσα στα σεντούκια για να μην τρώει τα ρούχα ο ποντικός και το νερό που έφερναν το έχυναν στις τέσσερις γωνίες του  σπιτιού για την γλωσσοφαγιά. Σε άλλα μέρη της Ελλάδας, την κρεμούσαν στη μέση του σπιτιού και την ξεκρεμούσαν την Πρωτοχρονιά, την ημέρα του Αγίου Βασιλείου το πρωί. Ανακάτευαν τους σπόρους εκείνους  με της νέας  χρονιάς και έτρωγαν το σταφύλι που στο μεταξύ ήταν σαν σταφίδα.


Η 1η του Σεπτέμβρη είναι και η γιορτή του Αγίου Συμεών του Στυλίτη και το έθιμο λέει πως οι έγκυες γυναίκες απέχουν από κάθε εργασία για να μην γεννηθεί το παιδί τους με το σημάδι του Αγίου Συμεών.

Στις 2 του Σεπτέμβρη γιορτάζει ο Άγιος Μάμας, ο άγιος των Σκουλάδων όπως λένε στα Ανώγεια της Κρήτης. Ο λόγος γιατί στις εικόνες παρουσιάζεται σαν νεαρός βοσκός και λατρεύεται σαν ο προστάτης των τσοπάνηδων. Λένε πως ονοματίστηκε έτσι γιατί τη γυναίκα που τον ανέθρεψε μιας κι έμεινε ορφανός πολύ μικρός, τη φώναζε «Μάμα» και του ΄μεινε. Κρατάει πάντα ένα στραβοράβδι στο χέρι και στη γιορτή του προσφέρουν αρνιά που τα σφάζουν, τα μαγειρεύουν και τα τρώει όλο το εκκλησίασμα.

Ακολουθεί η γιορτή «Το γενέθλιον της Παναγίας» στις 8 του μήνα, με γνωστό ένα πολύ παλιό έθιμο που δεν συναντάται πια. Σύμφωνα με αυτό, τα παλιά τα χρόνια «πουλιούνταν» και να γίνονταν «σκλάβοι» της Παναγίας τα καχεκτικά παιδιά και έτσι εξασφαλιζόταν η  καλή υγεία τους. Η μητέρα δηλαδή του παιδιού το πήγαινε στην εκκλησία,το ζύγιζαν και υπόσχονταν τόσο λάδι ή κερί όσο και το βάρος του. Του κρεμούσαν στο λαιμό ένα χαλκά από ασημένιο σύρμα και σαν περνούσαν τα χρόνια που είχαν ορίσει στο τάξιμο, το «ξεσκλάβωναν», του έβγαζαν τον χαλκά από το λαιμό και τον κρεμούσαν στην εικόνα.

Και φτάνουμε στα μέσα του μήνα με την γιορτή του Τιμίου Σταυρού στις 14. Μέρα σημαδιακή μιας και όλες οι καλοκαιρινές συνήθειες, όπως ο μεσημεριανός ύπνος και το δειλινό γεύμα καθώς οι μέρες πια μικραίνουν, σταματούν. Γνωστό το έθιμο του Λειδινού , μια μιμική παράσταση με ρίζες πολύ παλιές, που δείχνει το τέλος του δειλινού.Με πανιά και άχυρα κατασκεύαζαν οι γυναίκες και τα παιδιά στην Αίγινα πιο πολύ, μια ανδρική μορφή που την τοποθετούσαν στην εκκλησία, άναβαν κεριά και την μοιρολογούσαν…


Την μέρα τούτη μοιράζεται βασιλικός στην εκκλησία ή σταυρολούλουδο  αφού κατά την παράδοση στο μέρος που βρέθηκε ο Τίμιος Σταυρός φύτρωνε βασιλικός. Με το κλαδάκι που θα πάρουν από την εκκλησιά και με τον αγιασμό της μέρας οι νοικοκυρές  έφτιαχναν  το νέο προζύμι. Το προζύμι αυτό σαράντα μέρες δεν το δάνειζαν και το πρώτο ψωμί που θα ζύμωναν το λειτουργούσαν και το μοίραζαν στην γειτονιά.

Σε όλα σχεδόν τα μέρη της Ελλάδας τούτη τη μέρα ήταν ιδιαίτερα σημαντικό να ευλογηθεί στην εκκλησιά μείγμα σπόρων που στη συνέχεια θα χρησιμοποιηθεί πρώτο αυτό στην σπορά που θα αρχινούσε σε λίγο καιρό. Την εποχή του θερισμού υπήρχε μια συνήθεια από το τελευταίο δεμάτι στάχυα να πλέκουν μια ωραία δέσμη που την έλεγαν χτένι ή ψαθί ή σταυρός ή όπως είχαμε δει παραπάνω «αρκιχρονιά». Την κρεμούσαν, είδαμε, στο μεσαίο δοκάρι του σπιτιού ή στο εικονοστάσι και  ην ημέρα του Σταυρού την ξεκρέμαγαν, την πήγαιναν στην εκκλησιά, την ευλογούσαν, και ανακάτευαν το νέο σπόριο με τον παλιό.


Το σπορικό ήταν έτοιμο για την ώρα την καλή! Έτσι έλεγαν και πίστευαν…

Εκείνη την ημέρα γίνονταν επίσης οι αγροτικές συμβάσεις. Οι δουλειές του καλοκαιριού είχαν πια τελειώσει και οι καρποί όλοι είχαν σχεδόν μαζευτεί. Αφήναν λοιπόν τα ζώα τους ελεύθερα στα χωράφια και τα αμπέλια να βοσκήσουν όπου θέλουν. Τότε ξεπληρώνονταν οι εργάτες από τους ζευγάδες ή «πάχτωναν» τα χωράφια τους οι γαιοκτήμονες. Επίσης ξοφλούσαν τους λογαριασμούς τους και για όσους θυμόμαστε ακόμα τους δραγάτες που είχε ορίσει  μια κοινότητα να φυλάγουν  τα αμπέλια την παραμονή του Σταυρού η θητεία τους τέλειωνε την ημέρα τούτη.  Αργά το απόγευμα καίγανε τις καλύβες τους που χρησιμοποιούνταν σαν παρατηρητήρια για να εντοπίζουν τους κλέφτες. Ακόμα την ημέρα της γιορτής του Τιμίου Σταυρού αλλά και την επόμενη του Αι Νικήτα ήταν το χρονικό όριο των ναυτικών να δέσουν τα καράβια τους. Τα μακρινά ταξίδια σταματούσαν, άρχιζε και η δική τους ξεκούραση μέχρι την άνοιξη που ο καιρός θα επέτρεπε πάλι για να ανοιχτούν στο πέλαγος.

Τα παζάρια του Σεπτεμβρίου κατείχαν κάποτε την πιο σημαντική θέση στον πολιτισμό των Ελλήνων. Ένας πανάρχαιος θεσμός με μεγάλη έξαψη στην ορεινή κυρίως Ελλάδα αλλά και από την Κρήτη (Μοίρες Ηρακλείου) μέχρι την Πελοπόννησο, την Εύβοια (Χαλκίδα), την Ήπειρο και την Θράκη (Διδυμότειχο), ικανοποιούσε την γενική ανάγκη για ψυχαγωγία για  επαφές και σχέσεις  για ποικίλες συμφωνίες, συνοικέσια και άλλες εμπορικές συναλλαγές. Συνήθως  όλα αυτά γίνονταν μια φορά το χρόνο στις αρχές του φθινοπώρου και κρατούσαν μέρες. Με τα χρόνια και την ανάπτυξη των συγκοινωνιών ακολούθησε μια παρακμή ή κατάργηση του θεσμού προάγγελος όμως των μεγάλων εκθέσεων που γίνονται μέχρι και σήμερα καθ’  όλη την διάρκεια του μήνα με πρωταγωνιστή την μεγάλη εμπορική διεθνή πια έκθεση προϊόντων της Θεσσαλονίκης.

Κι έχει ακόμα πολλές γιορτές το καλαντάρι του Σεπτέμβρη αλλά θα τις δούμε σιγά σιγά και αναλυτικά σε μίαν άλλη ιστορία…

Ίσαμε τότε να ΄ναι καλοπερπάτηχτος ο νέος μήνας!

 

Πηγές : 

Δημήτρης Λουκάτος, Τα φθινοπωρινά, εκδ. Φιλιππότης, Αθήνα 1982

Μέγας Γεώργιος, Ελληνικαί εορταί και έθιμα λαϊκής λατρείας, Αθήνα 1957

Κυριακίδου – Νέστορος  Άλκη, Οι 12 μήνες,τα λαογραφικά, εκδ. Μαλλιάρης Παιδεία, Θεσσαλονίκη 1982.

Ελένη Μπετεινάκη, Λόγια του αέρα, υπό έκδοση

Παρασκευή 14 Αυγούστου 2020

Στη Χάρη Σου Παναγία μου!

 

Στη μάννα όλων μας…

Στην Παναγιά της Ελλάδας…

Στα Παναγιά του Πελάγους, του κάμπου, των Βράχων.

Tης Ελένης Μπετεινάκη*

Η μεγαλύτερη γιορτή, το μεγαλύτερο πανηγύρι του καλοκαιριού. Kι ας απαγορευτήκαν οι μεγάλες…φιέστες. Για καλό μας, όλα. Ωστόσο όλη η Ελλάδα γιορτάζει σήμερα, όλα τα νησιά, οι πόλεις ,τα χωριά. Oι εκκλησίες έβαλαν τα γιορτινά τους. Αν και τούτη η μέρα που θα  έπρεπε να είναι πένθιμη αφού γιορτάζεται η Κοίμησης της Θεοτόκου, παντού τραπέζια και χαρές, τραγούδια και γλέντια. Μα έτσι ήθελε κι Εκείνη, έτσι είχε ορμηνέψει όσους την συντρόφευαν την τελευταία Της ώρα… Χωρίς θρήνο, χωρίς δάκρυα ήθελε να την κατευοδώσουν στο μεγάλο Ταξίδι … Η ίδια  παράδοση θέλει  την Παναγία αφού τους  καθησυχάσει  όλους  να ξαπλώνει στο κρεβάτι της σαν να θέλει να κοιμηθεί, κι έτσι να φεύγει από την ζωή.

Μια τέτοια μέρα λοιπόν ντύνεται με τα πιο γιορτινά του και το χωριό μας. Γιορτάζει και η δική μας Παναγία η Φανερωμένη ή Βατιανή, η Αρχανιώτισσα. Ασπρισμένη και πάλι η εκκλησιά, ντυμένη στα ολόλευκα μέσα κι έξω και καμάρι όλων οι μοναδικές γλάστρες βασιλικού που στέκουν καμαρωτές πάνω στα πεζούλια στην είσοδό της. Το άρωμα τους μεθυστικό  κι είναι τούτο ένα έθιμο που χάνεται στα βάθη των χρόνων. Λένε πως από παλιά οι νοικοκυρές του χωριού τις έφερναν στη Χάρη Της, από την  πρώτη μέρα του Δεκαπενταύγουστου, για  να   συντροφεύουν την Παναγιά  στο μεγάλο Της ταξίδι . Όσο πιο  περιποιημένη είναι η γλάστρα, όσο πιο πολύ φουντώνει ο βασιλικός,  τόσο φαίνεται η  νοικοκυροσύνη της γυναίκας που την έταξε…

Σε τούτη την αυλή, την  πλακόστρωτη κι εκείνη η μεγάλη καρυδιά που χρόνια τώρα στέκει αγέρωχη, πότε με τα γυμνά της κλαδιά το χειμώνα, πότε με το πλούσιο φύλλωμα της το καλοκαίρι. Σαν να καλωσορίζει και να  αγκαλιάζει εκατοντάδες  προσκυνητές από όλα τα μέρη του πλανήτη, ξενιτεμένους Αρχανιώτες που κι εδώ η παράδοση θέλει να γεμίζουν τούτη την μέρα το χωριό, σαν μια επιστροφή στις ρίζες με αφορμή την Χάρη Σου, Παναγία μου!

Μεγαλόχαρη, Φανερωμένη, Γλυκοφιλούσα, Βρεφοκρατούσα, Μαντηλούσα, Δεξιοχερούσα χίλια ονόματα Σου έχουν χαρίσει και ανάλογα με τον τόπο και την εικόνα Σου ένα νέο  γεννιέται  : Αμπελιώτισσα -  Περδικολόγισσα  - Φοδελιώτισσα – Μυριοκεφαλίτισσα - Χρυσοσκαλίτισσα  στην Κρήτη, Γιάτρισα στην Μάνη,Μυρτιδιώτισσα στα Κύθηρα, Καλαμού στην Ξάνθη, Δεκαπεντούσσα στη Σίφνο, Βροντού στη Σαλαμίνα, Ηλιόκαλλη σ΄ όλη την Ελλάδα που λούζεται από το φως του Ήλιου όλο το χρόνο και που το κάλλος της , την ομορφιά της μόνο ο ήλιος θα μπορούσε να ζηλέψει!

Κάθε εκκλησία και μια ιστορία, κάθε εικόνα και μια παράδοση!

Η Παναγία η Φανερωμένη των Αρχανών είναι μια εκκλησία πολύ παλιά. Πρωτοκτίστηκε τον 14ο αιώνα μόνο με ένα κλίτος και ήταν αφιερωμένη στον Ευαγγελισμό της Θεοτόκου . Λένε πως υπήρχε το ίδιο κτίσμα και την περίοδο της Ενετοκρατίας  που καταστρέφεται  μαζί με όλες τις κατοικίες γύρω απ ΄ αυτήν και οι κάτοικοι εγκατέλειψαν την περιοχή για να σωθούν. Επανέρχονταν  σταδιακά όταν οι Τούρκοι κατέκτησαν  το νησί κι εκεί γύρω στα 1680 αρχίσαν να ξαναφτιάχνουν σπίτια και όσες εκκλησίες τους επέτρεπαν . Η περιοχή που βρισκόταν το μικρό εκκλησάκι ήταν ερημωμένη  και με τέτοια βλάστηση από βάτους που παρέμενε απλησίαστη. Ωστόσο οι κάτοικοι συνέχιζαν να ξαναφτιάχνουν τα σπίτια τους , να καλλιεργούν  τη γη και να βόσκουν τα πρόβατά τους. Η εκκλησία πρέπει να κτίστηκε κάπου κοντά στα 1690 και μέχρι το 1707, το πρώτο της κλίτος που είναι αφιερωμένο στον Ευαγγελισμό της Θεοτόκου το δεξί κλίτος της σημερινής Παναγίας των Αρχανών.

«Ήταν μια νύχτα από κείνες του καλοκαιριού που ύπνος δεν κόλαγε κι ένας βοσκός Αρχανιώτης στην καταγωγή που βρίσκονταν πάνω στο Γιούχτα και φύλαγε τα πρόβατά του είδε ένα  φως απέναντι  του προς το χωριό. Δεν έδωσε πολύ σημασία  την πρώτη φορά, όμως το φως παρουσιαζόταν κάθε βράδυ όλο και πιο δυνατό και πάντα στο ίδιο μέρος. Η περιέργεια του μεγάλωσε πολύ και σκέφτηκε να το κάνει γνωστό και σ άλλους μην τον περάσουν για τρελό κι όλοι ξέρανε πως οι Νεράιδες του Αυγούστου και τα Δαιμονικά, οι Δρίμες ή Αλουστίνες,  πηγαινόρχονταν κοντά στα παλικάρια με σκοπό να τα παραπλανήσουν  και να τους πάρουν τη λαλιά . Οι σύντροφοί του το είδαν κι αυτοί και η  είδηση για το παράξενο φως διαδόθηκε παντού, σ΄ όλους τους Χριστιανούς της περιοχής. Η πρόσβαση στο συγκεκριμένο σημείο αδύνατη λόγω των αγριόκλαδων και των βάτων που υπήρχαν αλλά και ενός ακόμη πιο σοβαρού προβλήματος . Η περιοχή ανήκε στον Τούρκο Μπέη που ήταν σκληρός, βίαιος και αμίλητος. Κανένας δεν είχε το θάρρος να πάει και να του μιλήσει για οτιδήποτε, πόσο μάλλον για ένα τέτοιο θέμα που συγκρούονταν και με την δική του την Πίστη.

Και τότε η Παναγιά έκανε το θαύμα της!

Ο Μπέης είχε για γυναίκα μια όμορφη ανατολίτισσα που ύστερα από πολλά χρόνια κατάφερε να μείνει έγκυος. Σαν έφτασε   η ώρα του τοκετού τα πράγματα άρχισαν να γίνονται πολύ δύσκολα. Η γέννα δεν πήγαινε καλά και η ανησυχία σ όλο το κονάκι ήταν διάχυτη. Ο  Μπέης έφερε μια μουσουλμάνα μαμή από το Μεγάλο Κάστρο όμως δεν μπόρεσε να κάνει τίποτα. Κείνη τον ενημέρωσε  πως και η γυναίκα του και το παιδί που είχε μέσα της ήταν αδύνατον να σωθούν. Ο Μπέης έπεσε σε μεγάλη στενοχώρια και ανησυχία και τότε ένας Αρχανιώτης υπηρέτης του, του είπε αν ήθελε να ειδοποιούσε την δικιά τους μαμή μήπως και ήξερε τίποτα παραπάνω. Ο Μπέης αν και συλλογίστηκε πολύ μην έχοντας καμία ελπίδα επέτρεψε να φωνάξουν την Χριστιανή γυναίκα …

Η μαμή ήταν μια νέα κοπέλα, ανύπαντρη, έξυπνη, ευσεβής και πολύ έμπειρη στη δουλειά της. Ήρθε έκαμε την προσευχή της στην Παναγιά και ξεγέννησε την έγκυο φυσιολογικά καταφέρνοντας να τη σώσει κι αυτή και το υγιέστατο αγοράκι της.

 Ο Μπέης ήταν ενθουσιασμένος και είπε στην μαμή πως θα της έδινε ρεγάλο ότι του ζητούσε… Εκείνη σκέφτηκε λίγο και του ζήτησε το μικρό χωράφι με τους βάτους εκεί στην άκρη του χωριού που ήθελαν όλοι οι Χριστιανοί γιατί η πίστη τους, του εξήγησε, είχε δώσει σημάδια πως κείνος ο τόπος ήταν αγιασμένος. Ο Μπέης δεν χρειάστηκε να σκεφτεί καθόλου και της το χάρισε μεμιάς να το κάνε ότι εκείνη ήθελε. Η χαρά της κοπέλας ήταν μεγάλη όπως και όλων των Αρχανιωτών. Πήγαν σχεδόν αμέσως εκεί, έσκαψαν και βρήκαν την εικόνα της Παναγιάς ζωγραφισμένη σε πέτρα  η οποία λίγο αργότερα, κτίστηκε σε ειδική κόγχη στο νότιο τμήμα της εκκλησίας στο ίδιο μέρος όπου βρέθηκε…

Ένα καντήλι ακοίμητο τοποθετήθηκε σιμά της που ανάβει ακόμα και σήμερα!»

Η εκκλησία δεν κτίστηκε ολόκληρη αμέσως, γιατί τα χρόνια της τούρκικης σκλαβιάς απαγορευόταν το κτίσιμο νέων χριστιανικών ναών. Όταν οι Τούρκικες αρχές του Μεγάλου Κάστρου έμαθαν πως οι Αρχανιώτες Χριστιανοί έκτισαν καινούργια εκκλησιά, διέταξαν αμέσως να γκρεμιστεί και επέπληξαν τον Μπέη που τους το είχε επιτρέψει. Αυτό έγινε κάμποσες φορές και μάλιστα την τελευταία φόρα που ξεκίνησαν να την χτίζουν, οι Τούρκοι τους έκοψαν το νερό. Δεν απελπίστηκαν όμως και με τη Χάρη της Παναγιάς άρμεξαν τα πρόβατα και τα κατσίκια τους,  φύλαξαν το γάλα των πρώτων  τριών ημερών και την τέταρτη νύχτα το μάλαξαν με χώμα, το κάνανε πηλό και αποτελείωσαν την εκκλησιά. Το πρώτο κλίτος ήταν αφιερωμένο στον Ευαγγελισμό της Θεοτόκου.

Η νεαρή μαμή πρωτοστατούσε σε όλη την διάρκεια των εργασιών. Μαρία Αρχογαροπούλα την λέγανε και το όνομα της σώθηκε ίσαμε τις μέρες μας. Λένε πως λίγα χρονιά μετά την αποπεράτωση της μικρής, τότε, εκκλησίας η μαμή παντρεύτηκε ένα νεαρό παπά τον Παύλο Κλαδόπουλο, ο οποίος χειροτονήθηκε ιερέας των Αρχανών στα 1707. Τη ίδια χρονολογία που η Μαρία Αρχογαροπούλα αφιέρωσε και την περίφημη εικόνα «Η Αγία Τριάδα» που φέρει αφιέρωση με την υπογραφή της και φυσικά υπάρχει μέσα στο ναό ακόμα και σήμερα!

Λίγα χρόνια αργότερα προστίθεται το μεσαίο κλίτος, στην εκκλησία αφιερωμένο στην Κοίμηση της Θεοτόκου. Στα 1844, σύμφωνα με επιγραφή που υπάρχει στον βορινό τοίχο της εκκλησίας, ολοκληρώνεται το κτίσιμο με το τρίτο της κλίτος αφιερωμένο στους Άγιους Πάντες, καθώς κι ένας μικρός γυναικωνίτης. Στην μεγάλη επανάσταση του 1866 η εκκλησία λεηλατήθηκε, κάηκε και αποδείξεις αυτής της θηριωδίας φαίνονται πάνω στο μαυρισμένο ξυλόγλυπτο τέμπλο που σώθηκε. Στα 1873 ξαναφτιάχτηκε ότι είχε καταστραφεί από έναν τεχνητή των Μιχάλη Αβρονύκτη, από το Μουχτάρο. Το περίφημο τέμπλο που σώζεται μέχρι σήμερα είναι ένα έργο τέχνης μοναδικής αξίας και ομορφιάς. Λένε μάλιστα πως την ίδια περίοδο που ο Αβρονύχτης έφτιαχνε το τέμπλο ένας εργάτης ο Γεώργιος Παχάκης έκοψε τον βάτο στο μέρος που βρέθηκε η εικόνα της Παναγιάς και που για χάρη Της κτίστηκε όλος ο ναός και ύστερα από λίγες ημέρες πέθανε από μια άγνωστη αρρώστια. Ο μύθος, η παράδοση ήθελε νεκρό όποιον ποτέ προσπαθούσε να τον κόψει! Εξ αιτίας μάλιστα αυτού του βάτου η εκκλησία πήρε και το όνομα Βατιανή, όχι και τόσο γνωστό στα μέρες μας αλλά υπαρκτό προσωνύμιο. Τέλος να σημειώσουμε πως η  αυλή της χρησιμοποιήθηκε σαν νεκροταφείο περίπου μέχρι τα 1900. Σε μια από τις ταφόπετρες μάλιστα έγραφε : «Παύλου Ιερέως»

Σήμερα η εκκλησία συγκεντρώνει πλήθος κόσμου όχι μόνο την ημέρα της Παναγιάς αλλά καθ’ όλη τη διάρκεια του χρόνου, μιας και λειτουργεί και εκθεσιακός χώρος πολύτιμων εικόνων, αμφίων και άλλων ιερών σκευών και βιβλίων. Στην περίφημη αυλή της κάπου κοντά στο 1930, τοποθετήθηκε το περίφημο ρολόι της που κτυπά αδιάλειπτα  μέχρι σήμερα  κάθε μισή ώρα. Δωρίστηκε από Αρχανιώτες που είχαν μεταναστεύσει στην Αμερική και δεσπόζει, ψηλό, αγέρωχο και μνημείο μιας άλλης εποχής αλλά πάντα νοσταλγικής.

Τούτο το ρολόι ήταν κάτι σαν ύπαρξη για τον μπαμπά μου. Ήταν η προσμονή του, η επαφή του με το χρόνο, η αναμονή του ήχου για τα σκοτάδια των ματιών του. Ήταν η ζωή του για πολλά χρόνια, όπως και τούτη η εκκλησιά που την υπηρέτησε σχεδόν καθημερινά για τριανταπέντε ολόκληρα χρόνια. Σήμερα πάνε έξι μήνες που έφυγες, μπαμπά,  και πάλι θυμάμαι όλα όσα σου έλεγα, σου διάβαζα, ζήσαμε:

Θυμάσαι μπαμπά… «Η  μέρα που περιμέναμε να κοινωνήσουμε είχε επιτέλους φτάσει. Ξυπνήσαμε πολύ πρωί, δεν έπρεπε όμως να φάμε ή να πιούμε οτιδήποτε. Μόνο να περιμένουμε να γυρίσει από τον φούρνο του κυρ Μανόλη η μάνα! Σήμερα θα τρώγαμε ψητό, ήταν η μέρα του, έλεγε ο πατέρας.. Μια τέτοια γιορτινή μέρα μόνο με κρέας και πλούσιο τραπέζι  με όλα τα καλά άρμοζε. Στο τέλος θα τρώγαμε και παγωτό φιστίκι  και γρανίτες με λεμόνι και φράουλα  που τά ΄χε φέρει η θεία  από το ζαχαροπλαστείο του  Κιούλπαλη από το Ηράκλειο. Μοσχοβολούσε όλη η γειτονιά. Όλοι θα είχαν μαγειρέψει το ίδιο φαγητό.  Θα έρχονταν τα αδέλφια του μπαμπά και τα ξαδέλφια και όλη η οικογένεια θα μαζευόταν  το μεσημέρι στο μεγάλο τραπέζι του σαλονιού. Όλο το σπίτι ήταν στολισμένο με τα καλύτερα κεντήματα, και μείς κουβαλούσαμε προσεκτικά το καλό σερβίτσιο και τα ασημένια μαχαιροπήρουνα της προγιαγιάς  για να βοηθήσουμε σ ΄όλο αυτό το πανηγύρι που κάθε χρόνο το περιμέναμε με χαρά. Ήταν οι διακοπές του Αυγούστου που ήθελαν όλους τους «ξένους » να επιστρέφουν στο χωριό απ΄ όποιο μακρινό μέρος κι αν βρίσκονταν.

Στη μέση του τραπεζιού ήταν ένα γλαστράκι με βασιλικό  και ένα βάζο με ηλιοτρόπια. Άρεσαν πολύ στη μητέρα  και σήμερα που ήταν κι η γιορτή της είχαμε φροντίσει  ακόμα και για αυτό… Βάλαμε τα καλά μας ρούχα, τα καινούργια πέδιλα και περιμέναμε να πάμε όλοι μαζί στην εκκλησία …

Μύριζε βασιλικό η αυλή της Παναγιάς  και ο αέρας έφερνε την μυρωδιά του ψημένου κρέατος από παντού. Η ζέστη αφόρητη, το στομάχι μας διαμαρτύρονταν συνέχεια όμως δεν τολμούσαμε να μιλήσουμε γιατί η απάντηση ήταν γνωστή. Χαζεύαμε το μεγάλο ρολόι στην άκρη της αυλής και τα  πέτρινα κεφάλια που στόλιζαν το καμπαναριό  και κάθε λεπτό που περνούσε μας έφερνε πιο κοντά στις επιθυμίες μας… Κι όταν πια ο παπάς μας έβαλε το «χρυσό δοντάκι» κι αφού ανταλλάξαμε ευχές για τα Χρόνια πολλά γυρίσαμε σπίτι. Κανένας δεν αντιστεκόταν πια στις μυρωδιές… Ευχές, τσουγκρίσματα, γέλια και μια μεγάλη ικανοποίηση της μάνας. Είχε για μια ακόμη χρονιά όλους τους δικούς της γύρω της.

Φέτος το τραπέζι  είναι σχεδόν άδειο. Όμως η γλάστρα με τον βασιλικό θα΄ναι στη μέση μέση. Χρόνια πολλά μαμά!

Χρόνια πολλά σε όλους μας !

 

Πηγές :

Νίκος Χριστινίδης, Η εκκλησία της Παναγίας της Φανερωμένης των Αρχανών, εκδ. Ενορίας Επάνω Αρχανών,1993

Ελένη Μπετεινάκη, Λόγια του αέρα», Ιδιωτική Συλλογή Διηγημάτων, υπό έκδοση







Τρίτη 11 Αυγούστου 2020

Η νόσος του Μικρού Θεού* της Ευτυχίας Γιαννάκη!

 

«Έρωτας» μεν… Φόνος δε!

Ζητούνται Αναγνώστες στις καλές ιστορίες, τα βιβλία και τα παραμύθια!

Η νόσος του Μικρού Θεού* της Ευτυχίας Γιαννάκη!

Γράφει η Ελένη Μπετεινάκη

Κι εκεί ανάμεσα σε ζεστά μεσημέρια του καλοκαιριού, τις  σιέστες τ’ Αυγούστου, τα θερμά επεισόδια στο Αιγαίο κι ένα ιό που δεν γνωρίζεις από που θα σου επιτεθεί, ανακαλύπτεις ένα συναρπαστικό αστυνομικό-κοινωνικό-υπαρξιακό μυθιστόρημα και γεμίζεις το χρόνο σου ξεφεύγοντας από κάθε άλλη έννοια.

Οι λέξεις έχουν τη δύναμη για όλα...

Μια μόνο αρκεί να δώσει ζωή, χαρά, δύναμη, αγάπη, λύπη ακόμα και …θανατικό. Και σε τούτο το βιβλίο η Ευτυχία Γιαννάκη έχει πλέξει όλες τις λέξεις περίτεχνα δίνοντας ένα αποτέλεσμα άρτιο και γεμάτο συναισθήματα, μυστήριο, μυστικά, εγκλήματα, σχέσεις και πλοκή μοναδική.

Ίσως ένα από τα πιο καλογραμμένα και συναρπαστικά μυθιστορήματα του φετινού καλοκαιριού. Κι αφού οι διακοπές γίνονται φέτος με κάποια δυσκολία ας ταξιδέψουμε με τις σελίδες του βιβλίου στην Πάρο. Κυκλάδες με το αιώνιο δυνατό φως, το απέραντο γαλάζιο και τις ιστορίες που μπορεί να κρύβουν μυστικά δύσκολα να αποκρυπτογραφηθούν.

Όμως ας πάρουμε τα πράγματα από την αρχή. Ένας φόνος θα μας δείξει από τις πρώτες σελίδες το ύφος του βιβλίου. Η μικρή κοινωνία της Παροικιάς και όλου του νησιού της Πάρου αναστατώνεται. Μια νεκρή γυναίκα, η Πέτρα Λαγγούση, γνωστής και πλούσιας οικογένειας του νησιού, ίντριγκες, σχέσεις και παράνομα κυκλώματα αρχαιοκαπηλίας, καλά προστατευμένα, αρχίζουν να πλέκουν την ιστορία.

Ο Αστυνόμος Χάρης Κόκκινος, αγαπημένος χαρακτήρας από την Τριλογία της Αθήνας, κάτοικος εδώ και τρία χρόνια του νησιού θα πάρει πάλι τα ηνία. Ζει απομονωμένος στις Λεύκες αλλά αν και έχει χρόνια να ασχοληθεί με τα αστυνομικά δρώμενα, θα προσπαθήσει  να λύσει την υπόθεση που δείχνει να έχει ενδιαφέρον τεράστιο.

Η πλοκή του μυθιστορήματος αρχίζει να ξετυλίγεται και να μας συντροφεύει σε όλη τη διάρκεια του βάζοντας μας σε μύχια των ψυχών των χαρακτήρων που αποκαλύπτονται σιγά σιγά. Λάτρεψα την Τζέλα, απίθανο ψυχογράφημα μιας εκρηκτικής προσωπικότητας, πληγωμένης και περιθωριακής. Μπίλιας, Ανδρέας ο Τσίου, Πανταζόπουλος, Μαλτέζος, Λαγγούσης. Η Λίνα και πάλι επι σκηνής να πλέκει το γαϊτανάκι ανάμεσα στο καθήκον, την δουλειά και τον πληγωμένο εγωισμό και έρωτά της. Η Ευτυχία Γιαννάκη μας περιγράφει όλους τους πρωταγωνιστές του βιβλίου της τόσο μοναδικά που νομίζεις ότι το βιβλίο είναι ζωντανό σαν ταινία και μπροστά σου διαδραματίζονται όλα τα γεγονότα με έντονα χρώματα, μυρωδιές και αγωνία στο έπακρο. Το βιβλίο εκτός από αστυνομικό είναι και βαθιά κοινωνικό. Συμπάσχουμε με όλους τους ήρωες. Μπαίνουμε στο πετσί τους, μαθαίνουμε καταστάσεις που τους οδήγησαν σε ακραίες πολλές φορές συμπεριφορές. Χαρακτήρες που τσαλακώνονται, θυμώνουν, γελούν, ξεσπούν σε κλάματα ή πάνω σε άλλους και επαναπροσδιορίζονται. Κλειστά στόματα σε μικρές κοινωνίες που στιγματίζουν, αναρωτιούνται, και φυσικά σχολιάζουν αμείλικτα. Μυστικά που αποκαλύπτονται και κόβουν ανάσες. Κάθε σελίδα του βιβλίου και μια αποκάλυψη χαρακτήρων, γεγονότων, συναισθημάτων. Σχέσεις που έχουν σταματήσει με αναγκαστικές φυγές και αναθερμάνσεις που κρίνονται αναγκαίες.

«Είναι ένας μικρός θεός. Ξέρεις ποιον λένε μικρό θεό;»

«Δεν έχω ιδέα».

«Δεν χρειάζεται πολλή φαντασία».

«Δεν σκαμπάζω απ’ αυτά. Το μυαλό μου είναι φτιαγμένο μόνο για νούμερα».

«Είναι το κεφάλι ενός Έρωτα. Μικρός θεός λέγεται ο Έρωτας».

«Η νόσος του μικρού θεού» είναι ένα λυτρωτικό ανάγνωσμα των ζεστών μεσημεριών του φετινού καλοκαιριού γεμάτο χιούμορ, παράξενους και πολύ εκδηλωτικούς χαρακτήρες. Πάθος διασκορπισμένο σε κάθε μορφή. Γεμάτο υπαρξιακά θέματα το βιβλίο, φόβοι και έρωτες που  αποκαλύπτονται και αναζωπυρώνονται, εύθραυστες σχέσεις που δοκιμάζονται και μάλλον καταστρέφονται δια παντός. Λεπτά τα θέματα της αρχαιοκαπηλίας που ακουμπούν τα όρια της αλήθειας, φιλίες που δοκιμάζονται και φυσικά σασπένς που κόβει ανάσες σε αρκετά σημεία. Καλοδουλεμένοι διάλογοι και εικόνες ενός τόπου που θες να επισκεφθείς από το πόσο ζωντανά έχουν περιγραφεί. 

Έντονο το αστυνομικό δαιμόνιο της Ευτυχίας. Καλογραμμένο βιβλίο (όπως όλα). Το καλύτερο από τα προηγούμενα (έτσι λέω κάθε φορά μέχρι να έρθει ένα καινούργιο της) Δεν ήμουν λάτρης της αστυνομικής λογοτεχνίας αλλά χάρις την Ευτυχία που γράφει με τέτοια μαεστρία νομίζω πως την αγάπησα.  Αγαπημένος και ο Χάρης Κόκκινος ειδικά μετά την αποκάλυψη...

Να το διαβάστε όσοι δεν το έχετε κάνει ακόμη. Να βουτήξετε στα γαλανά νερά του Αιγαίου, να αφεθείτε στην καλή μυθιστορία και να νιώσετε πόσο σπουδαίο είναι να έχεις διαβάσει 483 σελίδες και να νομίζεις πως ήταν πάρα πολύ …λίγο!

Αν θέλετε να μάθετε περισσότερα για το μυθιστόρημα δείτε εδώ :

*Η νόσος του Μικρού Θεού, Ευτυχία Γιαννάκη, εκδόσεις Ίκαρος: https://ikarosbooks.gr/917-i-nosos-toy-mikroy-theoy.html

Και μπείτε σε ένα από τα βιβλιοπωλεία της γειτονιά σας να το παραγγείλετε, αν δεν το έχει!