Της Ελένης Μπετεινάκη
Σε μια σκουρόχρωμη μάσκα κρύφτηκε ο Αύγουστος χθες βράδυ…
Ένα δάκρυ διέκρινα στην άκρη του ματιού του. Πρώτη φορά τέτοια
συμβάντα γενήκανε στις μέρες του και να την τελευταία ώρα έπρεπε να φοράει τη μάσκα
του συνεχώς, μέσα κι έξω από τα σπίτια, στις αυλές και στα περιβόλια. Τον είδα
λίγο φοβισμένο ωστόσο με κοίταξε με πολλή στοργή σαν να ΄θελε να μου πει κι εμένα
να προσέχω, κι ένα ευχαριστώ για όλα όσα καταφέραμε πάρα τις δυσκολίες, να κάνουμε.
Κι ήταν πολλά και όμορφα. Στο ένα του χέρι κρατούσε γερά μια βαλίτσα
ολοσκόνιστη παραγεμισμένη όμως με χίλια καλούδια. Όλα τα φρούτα που βρήκε στα
περβόλια είχε μαζέψει. Ξεχωριστή θέση κράτησε για τα σύκα και τα σταφύλια. Σε
μια γωνιά της βαλίτσας του είχε φυλάξει κοχύλια, πεταλίδες και πέτρες μικρές
στρογγυλές σε χίλια χρώματα. Ένα ματσάκι βασιλικό από την Εικόνα της Παναγιάς
του Δεκαπενταύγουστου, κι ένα μικρό κομμάτι από την φανουρόπιτα που του χαρίσανε σε εκείνο το εκκλησάκι στο
Βενεράτο την ημέρα της γιορτής του Αϊ Φανούρη.
Γύρισε να κοιτάξει πέρα τον ορίζοντα κι είδα πως έβγαλε ένα μαντηλάκι
που ‘χε πάνω του κεντημένο με ασημοκλωστές ένα φεγγάρι ολόγιομο να σκουπίσει
εκείνο το δάκρυ...
«Ίσαμε του χρόνου!» μονολόγησε, κι έτρεξε να προλάβει
ένα μικρό συννεφάκι που φάνηκε στον ουρανό.
Και σήμερα το πρωί στο λιμάνι φορώντας μάσκα πια κι εγώ είδα μια βαρκούλα παράξενη να προσπαθεί ν’ αράξει ανάμεσα στ’ άλλα σκαριά. Ένα μελαχρινό αγόρι στεκόταν όρθιο στη μέση μέση της κι έφτανε το χαμόγελό του ίσαμε τα μεγάλα του αυτιά. Είχε κι εκείνο μια βαλίτσα δίπλα του κι όπως πήγε να τη σηκώσει τ΄ άνοιξε και χυθήκαν χίλια χρώματα στη θάλασσα και μυρωδιές που γεμίζανε με μια παράξενη χαρμολύπη την ψυχή. Μυρωδιά μούστου καταμεσής της θάλασσας απλώθηκε κι είδα τους γλάρους ξαφνιασμένους να πετάνε παράξενα, σαν να τους μέθυσε τούτο το άρωμα. Κι όπως έσκυψε να μαζέψει όλα του τα πράγματα και να τα χώσει όπως όπως μέσα στη βαλίτσα του ξανά, του ΄φυγε ένα χαρτάκι ολόλευκο που το πήρε ο άνεμος και το ’φερε στα δικά μου τα χέρια. Ασυναίσθητα κι εγώ το πλησίασα κοντά στο πρόσωπο μου κι ήρθε εκείνη η μυρωδιά η μοναδική στα δικά μου ρουθούνια που μόνο ο Σεπτέμβρης κουβαλά πάντα μαζί του.
«Εεεεε… κυρά, κράτα γερά το χαρτί μη σου το πάρει και σε
σένα ο αγέρας! Δεν έχω μάθει ακόμα τα γράμματα, κι είπε ο παππούς μου ο Χρόνος
να το δώσω στη δασκάλα, αυτή θα καταλάβει!» είπε ο μικρός Σεπτέμβρης, και με
ένα μεγάλο σάλτο βρέθηκε στη στεριά και σχεδόν δίπλα μου…
«Καλώς όρισες!» του είπα, με ένα πλατύ χαμόγελο στα
δικά μου τα χείλη κι ας μην τα είδε πίσω από τη μάσκα. Τα μάτια μιλήσανε τούτη
τη φορά κι ύστερα του έδωσα κι εγώ μια μάσκα με κεντημένα μολύβια και χρωματιστά
κραγιόνια, να τη φορέσει κι εκείνος τώρα
αμέσως που θα ξεκινούσαν κι οι βόλτες του. Μα δεν του μαρτύρησα πως κι εγώ
ήμουν δασκάλα και πως είχα απόλυτα καταλάβει τι σήμαινε τούτο το χαρτάκι…
Μυρωδιά του Άγιου Σεπτέμβρη του Σχολικού, του Χρονογράφου,
των πιο γλυκών χρωμάτων της Φύσης, του πιο μελαγχολικού μήνα του χρόνου. Αυτός
είναι ο μήνας που μόλις μπήκε στη ζωή μας … Μπορεί να ΄ναι αλλιώτικος φέτος, παράξενος
όμως εμείς κρατάμε την αισιοδοξία, τη χαρά και την προσοχή μας στραμμένη στα
παιδιά και στα όμορφα που σίγουρα θα έρθουν…
Είναι ο μήνας που ο Πλούτωνας έκλεψε την Περσεφόνη και την
πήρε γυναίκα του στον Κάτω κόσμο. Και λέει ο μύθος πως η φύση με τη λύπη της
Δήμητρας αρχίζει να φθίνει, να μελαγχολεί, να στερεύει και να χάνει την
ζωντάνια, την χαρά και την δύναμή της.
Σεπτέμβριος λοιπόν, αν και το όνομά του μας θυμίζει τον αριθμό επτά είναι ο ένατος εγγονός του χρόνου, ο πρώτος γιός του φθινοπώρου. Είναι ο μήνας που οι μέρες μικραίνουν, ο ήλιος βιάζεται να βασιλέψει κουρασμένος από τα μεγάλα ταξίδια του καλοκαιριού, οι νύχτες δροσερεύουν για τα καλά, τα χελιδόνια ετοιμάζονται να φύγουν και οι αυλές των σχολείων γεμίζουν πάλι με παιδικές φωνές. Είναι ο Τρυγητής, ο Πετιμεζάς, ο Σταυρίτης, ο Ορτυκολόγος μιας και αποδημούν για τις νότιες χώρες τούτον τον μήνα και τα ορτύκια. Είναι ο Αϊ Νικήτας, από την ομώνυμη γιορτή και ο Σκεπαστής γιατί όσοι δεν προλαβαίνουν να μαζέψουν τα καλαμπόκια τους τα σκεπάζουν για να μην τα φάνε τα πουλιά.
Η 1η του Σεπτέμβρη παλιότερα θεωρούνταν η πρώτη μέρα
του χρόνου. Στις μέρες μας θεωρείται σαν
αρχή του θρησκευτικού έτους. Τα πολύ παλιά χρόνια ήταν η αρχή του οικονομικού
έτους των Ρωμαίων, η αρχή της Ινδικτιώνος από την λατινική λέξη Indictio-nis
που σήμαινε τον φόρο που έπρεπε να καταβάλουν οι Ρωμαίοι πολίτες και συγχρόνως έναν θεσμοθετημένο κύκλο ανά 15
έτη που χρησιμοποιήθηκε σαν σύστημα χρονολόγησης στην Βυζαντινή περίοδο. Ωστόσο στην αντίληψη του λαού τούτη η μέρα
παρέμεινε σαν «η μέρα του χρονογράφου». Λένε πως τα
μεσάνυχτα της 31ης Αυγούστου
άνοιγαν οι ουρανοί και κατέβαιναν οι άγγελοι κι έκαναν απογραφή στις ψυχές που
θα πέθαιναν μέσα στο χρόνο. Για να ξορκίσουν το κακό οι νοικοκυραίοι, έσπαζαν
ρόδια στην είσοδο του σπιτιού τους μόλις η μέρα έφεγγε. Στην Κρήτη, την
παραμονή έβαζαν πάνω στις στέγες των σπιτιών καρύδια τόσα όσα και τα μέλη της
οικογένειας. Το πρωί τα κατέβαζαν, τα έσπαγαν προσεκτικά και όσα από αυτά ήταν
κούφια τόσες πίστευαν ότι θα ήταν και οι ψυχές που θα έπαιρνε ο Χάρος από την
οικογένεια.
Η «αρχιχρονιά» ήταν η μέρα που οι γεωργικές οικογένειες
έβλεπαν την περίοδο της σποράς να πλησιάζει και κρεμούσαν στη μέση του σπιτιού
ή στο εικονοστάσι τους όλα τα σύμβολα της αφθονίας ανάλογα με την περιοχή.
Έφτιαχναν μίαν «αρμαθιά» από ρόδια, σταφύλια, κυδώνια, σκόρδα, καρύδια,
κεχρί ή φύλλα από αιωνόβια δέντρα.
Στην Κω την ονόμαζαν
«αρκιχρονιά » και πρωί πρωί πριν ακόμη βγει ο ήλιος τα κορίτσια την
βουτούσαν στη θάλασσα να περάσει από σαράντα κύματα και αφού μάζευαν και
σαράντα πετραδάκια τα φύλαγαν όλα μαζί στο εικονοστάσι. Τα πετραδάκια τα έβαζαν
μέσα στα σεντούκια για να μην τρώει τα ρούχα ο ποντικός και το νερό που έφερναν
το έχυναν στις τέσσερις γωνίες του
σπιτιού για την γλωσσοφαγιά. Σε άλλα μέρη της Ελλάδας, την κρεμούσαν στη
μέση του σπιτιού και την ξεκρεμούσαν την Πρωτοχρονιά, την ημέρα του Αγίου
Βασιλείου το πρωί. Ανακάτευαν τους σπόρους εκείνους με της νέας
χρονιάς και έτρωγαν το σταφύλι που στο μεταξύ ήταν σαν σταφίδα.
Η 1η του Σεπτέμβρη είναι και η γιορτή του Αγίου Συμεών του Στυλίτη και το έθιμο λέει πως οι έγκυες γυναίκες απέχουν από κάθε εργασία για να μην γεννηθεί το παιδί τους με το σημάδι του Αγίου Συμεών.
Στις 2 του Σεπτέμβρη γιορτάζει ο Άγιος Μάμας,
ο άγιος των Σκουλάδων όπως λένε στα Ανώγεια της Κρήτης. Ο λόγος γιατί στις
εικόνες παρουσιάζεται σαν νεαρός βοσκός και λατρεύεται σαν ο προστάτης των
τσοπάνηδων. Λένε πως ονοματίστηκε έτσι γιατί τη γυναίκα που τον ανέθρεψε μιας
κι έμεινε ορφανός πολύ μικρός, τη φώναζε «Μάμα» και του ΄μεινε. Κρατάει
πάντα ένα στραβοράβδι στο χέρι και στη γιορτή του προσφέρουν αρνιά που τα
σφάζουν, τα μαγειρεύουν και τα τρώει όλο το εκκλησίασμα.
Ακολουθεί η γιορτή «Το γενέθλιον της Παναγίας» στις 8
του μήνα, με γνωστό ένα πολύ παλιό έθιμο που δεν συναντάται πια.
Σύμφωνα με αυτό, τα παλιά τα χρόνια «πουλιούνταν» και να γίνονταν «σκλάβοι»
της Παναγίας τα καχεκτικά παιδιά και έτσι εξασφαλιζόταν η καλή υγεία τους. Η μητέρα δηλαδή του παιδιού
το πήγαινε στην εκκλησία,το ζύγιζαν και υπόσχονταν τόσο λάδι ή κερί όσο και το
βάρος του. Του κρεμούσαν στο λαιμό ένα χαλκά από ασημένιο σύρμα και σαν
περνούσαν τα χρόνια που είχαν ορίσει στο τάξιμο, το «ξεσκλάβωναν», του
έβγαζαν τον χαλκά από το λαιμό και τον κρεμούσαν στην εικόνα.
Και φτάνουμε στα μέσα του μήνα με την γιορτή του Τιμίου
Σταυρού στις 14. Μέρα σημαδιακή μιας και όλες οι καλοκαιρινές συνήθειες, όπως ο
μεσημεριανός ύπνος και το δειλινό γεύμα καθώς οι μέρες πια μικραίνουν,
σταματούν. Γνωστό το έθιμο του Λειδινού , μια μιμική παράσταση με ρίζες πολύ
παλιές, που δείχνει το τέλος του δειλινού.Με πανιά και άχυρα κατασκεύαζαν οι
γυναίκες και τα παιδιά στην Αίγινα πιο πολύ, μια ανδρική μορφή που την
τοποθετούσαν στην εκκλησία, άναβαν κεριά και την μοιρολογούσαν…
Την μέρα τούτη μοιράζεται βασιλικός στην εκκλησία ή σταυρολούλουδο αφού κατά την παράδοση στο μέρος που βρέθηκε ο Τίμιος Σταυρός φύτρωνε βασιλικός. Με το κλαδάκι που θα πάρουν από την εκκλησιά και με τον αγιασμό της μέρας οι νοικοκυρές έφτιαχναν το νέο προζύμι. Το προζύμι αυτό σαράντα μέρες δεν το δάνειζαν και το πρώτο ψωμί που θα ζύμωναν το λειτουργούσαν και το μοίραζαν στην γειτονιά.
Σε όλα σχεδόν τα μέρη της Ελλάδας τούτη τη μέρα ήταν
ιδιαίτερα σημαντικό να ευλογηθεί στην εκκλησιά μείγμα σπόρων που στη συνέχεια
θα χρησιμοποιηθεί πρώτο αυτό στην σπορά που θα αρχινούσε σε λίγο καιρό. Την
εποχή του θερισμού υπήρχε μια συνήθεια από το τελευταίο δεμάτι στάχυα να
πλέκουν μια ωραία δέσμη που την έλεγαν χτένι ή ψαθί ή σταυρός ή όπως είχαμε δει
παραπάνω «αρκιχρονιά». Την κρεμούσαν, είδαμε, στο μεσαίο δοκάρι του
σπιτιού ή στο εικονοστάσι και ην ημέρα
του Σταυρού την ξεκρέμαγαν, την πήγαιναν στην εκκλησιά, την ευλογούσαν, και
ανακάτευαν το νέο σπόριο με τον παλιό.
Το σπορικό ήταν έτοιμο για την ώρα την καλή! Έτσι έλεγαν και πίστευαν…
Εκείνη την ημέρα γίνονταν επίσης οι αγροτικές συμβάσεις. Οι
δουλειές του καλοκαιριού είχαν πια τελειώσει και οι καρποί όλοι είχαν σχεδόν
μαζευτεί. Αφήναν λοιπόν τα ζώα τους ελεύθερα στα χωράφια και τα αμπέλια να
βοσκήσουν όπου θέλουν. Τότε ξεπληρώνονταν οι εργάτες από τους ζευγάδες ή «πάχτωναν»
τα χωράφια τους οι γαιοκτήμονες. Επίσης ξοφλούσαν τους λογαριασμούς τους και
για όσους θυμόμαστε ακόμα τους δραγάτες που είχε ορίσει μια κοινότητα να φυλάγουν τα αμπέλια την παραμονή του Σταυρού η θητεία
τους τέλειωνε την ημέρα τούτη. Αργά το
απόγευμα καίγανε τις καλύβες τους που χρησιμοποιούνταν σαν παρατηρητήρια για να
εντοπίζουν τους κλέφτες. Ακόμα την ημέρα της γιορτής του Τιμίου Σταυρού αλλά
και την επόμενη του Αι Νικήτα ήταν το χρονικό όριο των ναυτικών να δέσουν τα
καράβια τους. Τα μακρινά ταξίδια σταματούσαν, άρχιζε και η δική τους ξεκούραση
μέχρι την άνοιξη που ο καιρός θα επέτρεπε πάλι για να ανοιχτούν στο πέλαγος.
Τα παζάρια του Σεπτεμβρίου κατείχαν κάποτε την πιο σημαντική
θέση στον πολιτισμό των Ελλήνων. Ένας πανάρχαιος θεσμός με μεγάλη έξαψη στην
ορεινή κυρίως Ελλάδα αλλά και από την Κρήτη (Μοίρες Ηρακλείου) μέχρι την
Πελοπόννησο, την Εύβοια (Χαλκίδα), την Ήπειρο και την Θράκη (Διδυμότειχο),
ικανοποιούσε την γενική ανάγκη για ψυχαγωγία για επαφές και σχέσεις για ποικίλες συμφωνίες, συνοικέσια και άλλες
εμπορικές συναλλαγές. Συνήθως όλα αυτά
γίνονταν μια φορά το χρόνο στις αρχές του φθινοπώρου και κρατούσαν μέρες. Με τα
χρόνια και την ανάπτυξη των συγκοινωνιών ακολούθησε μια παρακμή ή κατάργηση του
θεσμού προάγγελος όμως των μεγάλων εκθέσεων που γίνονται μέχρι και σήμερα
καθ’ όλη την διάρκεια του μήνα με
πρωταγωνιστή την μεγάλη εμπορική διεθνή πια έκθεση προϊόντων της Θεσσαλονίκης.
Κι έχει ακόμα πολλές γιορτές το καλαντάρι του Σεπτέμβρη αλλά
θα τις δούμε σιγά σιγά και αναλυτικά σε μίαν άλλη ιστορία…
Ίσαμε τότε να ΄ναι καλοπερπάτηχτος ο νέος μήνας!
Πηγές :
Δημήτρης Λουκάτος, Τα φθινοπωρινά, εκδ. Φιλιππότης,
Αθήνα 1982
Μέγας Γεώργιος, Ελληνικαί εορταί και έθιμα λαϊκής
λατρείας, Αθήνα 1957
Κυριακίδου – Νέστορος
Άλκη, Οι 12 μήνες,τα λαογραφικά, εκδ. Μαλλιάρης Παιδεία,
Θεσσαλονίκη 1982.
Ελένη Μπετεινάκη, Λόγια του αέρα, υπό έκδοση