ΜΑΝΟΛΗΣ ΔΕΡΜΙΤΖΑΚΗΣ
Ο μπαρμπέρης ποιητής
Μια παρουσίαση από τον Μανόλη Καρέλλη
Από τη σειρά : « Οι λησμονημένοι του τόπου » αρ. 1
Εκδόσεις ΔοκιμάκηςΑποσπάσματα από το βιβλίο του ….
Ο ποιητής….
….Χρόνια στο μπαρμπέρικο
μ΄ αχαμνό το χέρι
να κρεμνά βερέμικο,
τάχα ποιος να ξέρει,
σήμερο αν τη βγάλουμε
πάλι παστρική
και δεν απομείνουμε,
μάνα, νηστικοί....
Ο χρονογράφος ....
Ήτανε απομεσήμερο του Ιούλη του 1908.Θυμάμαι πως ένας αφρικανός καφτερός λάβας ξεροτσουρούφλιζε την πολιτεία του Μεγάλου Κάστρου , κλεισμένη στ΄αψηλά Βενετσάνικα μπεντένια της.
Δούλευα τότε, παιδί αμούστακο ακόμα, κάλφας στο μπαρμπέρικο του Γούλη του Αντωνακάκη, στο μεγάλο δρόμο που πάει στις Τρεις Καμάρες, καθώς ανηφορίζουμε από το « Μεϊντάνι». Καθισμένος πίσω από τα κατεβασμένα τζαμωτά του μπαρμπεριού χάζευα μαζί με το μικρό παραγιό του μαγαζιού και μια και δεν είχαμε δουλειά εκείνη την ώρα, έβλεπα τους περαστικούς που τρέχανε να προφυλαχτούν από τα σύννεφα της σκόνης που ξεσήκωνε ο δαιμονισμένος λίβας.
Ακόμα θυμάμαι, ως καθώς την ώρα κείνη, έναν άγνωστο από τους περαστικούς , καλοντυμένο νεαρό , που ήλθε και άνοιξε με βιασύνη την πόρτα του μπαρμπεριού. Μου ζήτησε, με τρόπο ευγενικό , να τον ξουρίσω. Εγώ είχα κιόλας βρεθεί στο πόδι και καλοδέχτηκα τον ξαφνικό πελάτη. Σύγκαιρα τραβώντας την πολυθρόνα μπροστά στον μεγάλο καθρέπτη τον κάλεσα να καθίσει. Καθώς σαπούνιζα τα γένια, εκείνος είχε κιόλας ξεχαστεί μέσα στα γραφούμενα μιας εφημερίδας που είχε απλώσει μπροστά του. Απορροφημένος από το διάβασμα , ήταν τώρα στη διάθεση της μπαρμπερικής μου τέχνης.
Μα κι ο μικρός παραγιός, που χαζεύαμε λίγο πριν μαζί τους περαστικούς, είχε πιάσει δουλειά. Όπως έκανε πάντα για τους πελάτες στις καφτερές μέρες του καλοκαιριού, κρατούσε τώρα στο χέρι του το μεγάλο φτερωτό ριπίδι και καθώς είχε πάρει θέση δίπλα στην πολυθρόνα, το ανεβοκατέβαζε με τέμπο , κάνοντας αέρα στο νεαρό πελάτη. Έτσι κάναμε τότε στα μπαρμπεριά , μια και δεν υπήρχαν ακόμη οι σημερινοί ανεμιστήρες , που μας δροσολογούν καθώς τους στριφογυρίζει ο ηλεχτρισμός.
Υπάκουος ο μικρός στο χρέος ετούτο, ούτε στιγμή δεν άφηνε τα χέρια του να ξεκουραστούν από το ανεβοκατέβασμα. Και εδώ που τα λέμε, σαν η καλοκαιρινή ζέστη πλήθαινε, ο κάθε πελάτης που ζητούσε « ξαέρισμα », μπορεί να ΄χε δίκιο. Μα ήταν και μερικοί μίζεροι μουστερήδες, που το΄χανε καμάρι τους να δέχουνται τούτην την τσιριμόνια από τον μαύρο παραγιό κι όταν ακόμα οι άλλοι νοιώθαμε κρύο. Τι να κάνουμε όμως; Οι πελάτες ήταν ακριβοί! Έπρεπε να τσακιζόμαστε για χάρη τους, έτσι που να φύγουν ευχαριστημένοι και να μας ξανάρθουν με το καλό.
Καθώς είχα τελειώσει τη σαπουνάδα και μαλακώσει τα γένια του άγνωστου πελάτη, ήμουν έτοιμος να αρχίσω το ξούρισμα. Μα ως έπιανα το ξουράφι, εκείνος, κάνοντας να γυρίσει εφημερίδα από την άλλη της σελίδα, πήρε το μάτι του το μικρό παιδί που ανεβοκατέβαζε το ριπίδι. Θυμάμαι, τότε, πως σταμάτησε το διάβασμα. Γύρισε και με κοίταξε παραξενεμένος και με ένα ύφος που φανέρωνε κάποια δυσαρέσκεια.
- Τι είναι αυτό; Είπε δείχνοντας το μικρό παραγιό.
Εγώ του εξήγησα πως έτσι ήτανε ο κανονισμός του μαγαζιού, η προσταγή του αφεντικού και η απαίτησις της πελατείας. « Εμείς στο χρέος αυτό, έπρεπε να είμαστε υπάκουοι ».
- Εγώ όμως, έκανε τώρα εκείνος γελώντας ένα πλατύ σαρκαστικό γέλιο, σας απαλλάσσω από το χρέος αυτό. Εμένα, είπε δε μ΄ αρέσει.. είναι πολύ σουλτανικό.
Έβαλε το παιδί ν αφήσει με κάποιο δισταγμό το ριπίδι στον μπάγκο, αφού πρώτα του υποσχέθηκε πως θα ΄κανε καλά αυτός με το αφεντικό αν τύχαινε να ΄ρχότανε στο μεταξύ. Καθώς τον ξούριζα, συλλογιζόμουν « ποιος τάχα να ΄τανε αυτός ο γλυκομίλητος και βολικός πελάτης ».
Τα λόγια του είχανε γεμίσει την ψυχή μου συμπάθεια για λογαριασμό του. Τέλος του ξούρισα κι έφυγε.
- Να κι ένας καλός άνθρωπος, είπα καθώς έκλεισε την πόρτα και τράβηξε κατά την κατηφοριά.
Σε δύο –τρεις μέρες ξανάρθε. Τον ξούρισα πάλι κι έφυγε χωρίς κουβέντες. Τη φορά αυτή ήταν και κάποιος άλλος πελάτης στο μαγαζί. Σαν μείναμε μόνοι, του ανιστόρησα τι είχε συμβεί στο πρώτο ξούρισμα και τότε μόνο έμαθα απ΄αυτόν πως ήταν βέρος Κρητικός, εκείνος που μου είχε κάνει τόση εντύπωση και που τον έπαιρνα για ξένο. Έμαθα πως ξέτρεξε τα γράμματα και τη σπουδή στην Αθήνα και πως ήταν γιος ενός από τους καλοστεκούμενους μαγαζάτορες της Πλατιάς Στράτας. Ακόμα μου είπε για τον πατέρα του που ήταν εκείνος που όλοι οι Χριστιανοί και Τούρκοι τον ξέρανε τον σεβότανε για τη δύναμη που είχε στην καρδιά και στα χέρια.
Από τότε που για στερνή φορά τον ξούρισα , δεν τον ξανάδα. Οι καιροί και οι χρόνοι περνούσανε. Αρά και που άκουγα μόνο για τις προκοπές του στη σπουδή και τη γνώση. Και τότε ΄ρχότανε στη θύμησή μου το φέρσιμό του στο μπαρμπεριό του Γούλη το καφτερό εκείνο απομεσήμερο του Ιούλη του 1908. « Χαλάλι σου », έλεγα μέσα μου, « ήξερες να ζήσεις τη ζωή και να κερδίσεις την αθανασία »…
Κι όταν κάποια μέρα το κακό μαντάτο του θανάτου του σκόρπισε γοργόφτερο στην οικουμένη κι έφτασε κι εδώ στη μάνα του τη γη, την Κρητική, που τον γέννησε, τα άκουσα κι εγώ, κλεισμένος πάντα στη ρηχή ζωή του μπαρμπεριού . Μα καθώς το άκουσα, θυμήθηκα πάλι εκείνο το ευγενικό, αμούστακο σχεδόν παλληκάρι που ξούρισα ένα μεσημέρι, καφτερό, τώρα και πολλά χρόνια πίσω, που έδειχνε από τότε πως δεν θα ξετέλευε άλλος από το μεγάλο Καζαντζάκη. Εκείνον, που ήταν πλασμένος πιο πολύ άνθρωπος παρά σουλτάνος.
Η Πλατιά Στράτα στις αρχές του 20ου αιώνα