Χάθηκαν, εξαφανίστηκαν, κανένα τους δεν έμεινε πάνω στη
γη…
Της Ελένης Μπετεινάκη*
Παραμονή των Φώτων χθες βράδυ. Μια χαρμολύπη διάχυτη στο
δωμάτιο. Τους άκουγα. Βήματα βιαστικά, τσιρίδες, και κουτρουβαλήματα. Μια δυο
σκανταλιές να προλάβουν ακόμη … Μόλις το ρολόι χτυπούσε δώδεκα ακριβώς όλα θα
αλλάζαν. Ήξεραν πως θα ερχόταν και πολύ βροχή και βιάζονταν ακόμα πιο πολύ. Για
τους καλικάντζαρους σας λέω… Έπρεπε να τρέξουν να προλάβουν το ένα και μοναδικό
άνοιγμα της γης αμέσως μετά τα μεσάνυχτα για μπορέσουν να επιστρέψουν στο σπίτι
τους. Για λίγες μόνο ώρες μόνο θα ήταν ανοιχτό και ίσα ίσα μέχρι το ξημέρωμα θα
πρέπει όλα να έχουν τακτοποιηθεί...
Όλοι όσους γνωρίσαμε αυτό το δωδεκαήμερο έφυγαν ...Όλοι οι
αγαπημένοι μου οι παραμυθένιοι. Έβλεπα τις τελευταίες του αντιδράσεις και τότε
μου ήρθε μια ιδέα.
Ε λοιπόν, εγώ θα τους έδινα ένα πεσκέσι για το γυρισμό τους.
Θα τους έφτιαχνα εκείνα τα μπισκότα που αρέσουν πολύ και στον Αϊ Βασίλη και θα
΄βαζα στο σάκο του καθενός μερικά. Για το δρόμο, για την επόμενη μέρα που
σίγουρα το σπιτικό τους θα ήταν…άδειο. Στρώθηκα λοιπόν στη δουλειά, μύριζε το σπίτι
βούτυρο, κανέλα και ζάχαρη και μέχρι να ακούσω κι εγώ το μεγάλο ρολόι του τύχουν
να κτυπάει…μεσάνυχτα, τα δεματάκια τους ήταν έτοιμα.
Τους έβλεπα όμως και δεν τους χόρταινα… Ο Μπιρλιμπίμ, πρώτος
πρώτος σκέφτοταν πως θα έχανε πάλι τα παραμύθια της γιαγιάς του Σταύρου. Ο Πι
θέλει να μείνει κι άλλο στη γη γιατί είχε
συνηθίσει τη ζωή των ανθρώπων και προτιμούσε να επιστρέψει στο δικό μας
νηπιαγωγείο και να συνεχίσει να μαθαίνει όλα αυτά τα "μαγικά" που
συμβαίνουν στη γη. Ο Φι ωστόσο είχε νοσταλγήσει
τις τηγανίτες της μαμάς του και τα παιχνίδια με τον Εδώ και τον Αλλού γύρω από το δέντρο που από
στιγμή σε στιγμή θα έπεφτε…
Ωωωωωωω! Αυτό δεν το είχαν σκεφτεί ... Κι αν έπεφτε η γη και
ξεκινούσε τις κωλοτούμπες του χρόνου που θα ανέβαιναν αυτοί να κάνουν όλα αυτά
που σκαρφίζεται το παμπόνηρο μυαλουδάκι τους; Σίγουρα λοιπόν έπρεπε να φύγουν ...
Δεν είχαν άλλο περιθώριο… Μακάρι να
ήταν αλήθεια όλα όσα γράφουν τα παραμύθια,
πως δηλαδή το δέντρο μόλις ανέβουν οι καλικάντζαροι πάνω στη γη την ημέρα των Χριστουγέννων
αμέσως ξανατρέφεται ο κορμός του και η Γη έχει τα πιο γερά θεμέλια από ποτέ!
Τότε εμφανίστηκε κι ο Τρακατρούκας. Στενάχωρος μου φάνηκε.
Όμως κι εγώ δεν ένιωθα και πολύ διαφορετικά. Ήθελα να τον κρατήσω κι άλλο κοντά
μου, στη βιβλιοθήκη μου, τον είχα συνηθίσει αλλά έπρεπε κι εκείνος να
επιστρέψει στο δικό του σπιτικό. Σκυμμένο το κεφάλι του, το σακίδιο του γεμάτο
μικρά δώρα από τις φετινές του αναγνώσεις.
Γύρισε και με κοίταξε και τότε άπλωσα το χέρι μου και
τού΄δωσα το δικό του κουτί με τα πιο πετυχημένα μπισκότα μου. Ένα δάκρυ είδα
στα μάτια του και την ώρα που πήγαν και μένα να με πάρουν τα ζουμιά του είπα με
δυνατή φωνή.
-Τρακατρούκας, να πας στο καλό και μην ξεχάσεις πως του
χρόνου θέλω οπωσδήποτε μια καινούργια ιστορία να έχεις γράψει. Να ξέρουν τα
παιδιά να περιμένουν ε;
Χαμογέλασε αμέσως, ηρθε κούτσα κούτσα και μου ψιθύρισε στ’
αυτί: « Έτοιμα είναι δυο παραμύθια, λίγο θέλουν ακόμη και του χρόνου θα τα
κρατώ!» κι ύστερα μου δώσε ένα φιλί στο μάγουλο κι έφυγε χωρίς κοιτάξει πίσω
του κρατώντας γερά το σακίδιο και το κουτί του.
Χαμογέλασα κι εγώ γιατί κάτι έβλεπα κι ετοίμαζε τόσες μέρες
στο γραφείο μου τα βραδιά.
Μιλιές άκουσα πάλι κι είδα
κι όλα τα υπόλοιπα καλικαντζαράκια να κατευθύνονται στον κήπο μου. Ξέρω,
ξέρω από το 5ο δέντρο, αριστερά από την μπουκαμβίλια ήταν ένα από τα
περάσματά τους. Μου το ΄χε πει ο Άνω Κάτω ένα βραδύ που κατά λάθος είχε πιεί
όλο το κονιάκ που βρήκε στο τραπέζι και από τη ζαλάδα του δεν κατάλαβε πως
μιλούσε δυνατά κι έλεγε όλα εκείνα τα …αφανέρωτα.
Όλα τα καλικαντζαράκια είχαν την ίδια ανησυχία. Να προλάβουν.
Να βοηθήσουν να μην συμβεί κανένα κακό, μόνο να μην τους πάρουν είδηση οι γεροντότεροι
καλικάντζαροι. Θα τους κορόιδευαν και δεν
θα συμφωνούσαν μαζί τους ...ΑΣΕ που φοβόντουσαν μήπως στο δρόμο τους συναντούσαν κανέναν παπά με την αγιαστούρα του και τους ραντίσει
με νερό και να εξαφανιστούν για πάντα κι αυτοί ήθελαν να ξανάρθουν του χρόνου.
Ήθελαν να γνωρίσουν κι άλλα μέρη πάνω στη γη.
Ο Έλα Εδώ και ο Έτσι κι Αλλιώς έλεγαν πως τα παιδιά τους
είχαν υποσχεθεί πως θα τους έπαιρναν μαζί τους στην Α΄ Δημοτικού την επόμενη
χρονιά και θα μάθαιναν να γράφουν και να
διαβάζουν τη γλώσσα των ανθρώπων. Θα τους μάθαιναν επίσης να λογαριάζουν και να
ξέρουν πόσους κουραμπιέδες, πόσα μελομακάρονα και πόσες σκανταλιές έκαναν κάθε
μέρα. Έτσι όταν θα επέστρεφαν στο σπίτι τους θα ήξεραν να πουν με ακρίβεια στο
συμβούλιο των μεγάλων Καλικάντζαρων τι και τι είχαν καταφέρει στο ταξίδι τους.
Για αυτό σκέφτονταν να ανέβαιναν λίγο πιο νωρίς στη γη την επόμενη χρονιά, από
το Σεπτέμβρη δηλαδή. Έπρεπε να ρίξουν τα σωστά σημάδια να θυμούνται τον δρόμο
και να καταλάβουν πως τα κατάφερνε ο Μανδρακούκος κι έκλεινε το πέρασμα στη γη.
Είχε κάποιο μαγικό κλειδί ή έλεγε τίποτα παράξενες λέξεις που έπρεπε οπωσδήποτε
να τις ακούσουν…
Ο Πι άλλος αγαπημένος μου έψαξε τις βαθιές του τσέπες και σιγουρεύτηκε
πως οι μικροί θησαυροί του ήταν εκεί... Ένα κατακόκκινο καμπανάκι με ένα
υπέροχο ήχο που έπεσε από το έλκηθρο του Αϊ Βασίλη την βραδιά που ήρθε στο
σπίτι του Φίλιππου για να του αφήσει το δώρο του κάτω από το Χριστουγεννιάτικο
δέντρο. Μια μπίλια από γυαλί που όταν την στριφογύριζες έβλεπες διάφορα χρώματα
στο κέντρο της. Ένα καρυδότσουφλο που στη μέση του είχε μια οδοντογλυφίδα για
κατάρτι κι ένα μικρό γαλάζιο πανί που τον χωρούσε ίσα ίσα όταν έκανε βόλτες
μέσα στη γυάλα με το χρυσόψαρο του Χρόνη, την Αστραπή. Μια καραμέλα με ασημένιο
περιτύλιγμα που του θύμιζε τα τόσα πακέτα που έβλεπε να κουβαλούν οι άνθρωποι
μέσα σε μεγάλες τσάντες όλες αυτές τις μέρες. Ένα φωτάκι σε σχήμα αστεριού που
είχε πέσει από το Χριστουγεννιάτικο δέντρο της Εβελίνας και παραλίγο να το
πετάξει η μαμά της γιατί δεν άναβε πια...
Ο Φι πάλι είχε μια τεράστια χάρτινη τσάντα φτιαγμένη από
"άχρηστο υλικό" δηλαδή παλιές εφημερίδες και μέσα εκεί έβαζε τα δικά
του πολύτιμα πράγματα. Ένα παραμύθι που έγραφε ιστορίες από τα λουλούδια που
άνθιζαν την Άνοιξη. Αυτή η Άνοιξη πρέπει να ήταν μια πολύ όμορφη κοπέλα γιατί
τόσα χρώματα και τόσες μυρωδιές μόνο μια πανέμορφη νεράιδα θα μπορούσε να τα
έχει. Ένα μικρό κουρδιστό αυτοκινητάκι. Το βρήκε κάτω από το κρεβάτι του Μύρωνα
και άκουσε την αδελφή του να λέει πως
δεν το ήθελε άλλο γιατί είχε σπάσει το πίσω φανάρι και το είχαν αποσύρει από
την κυκλοφορία… Ένα τσιμπιδάκι με μια
μικρή καρδούλα στην άκρη, της Δέσποινας θα ήταν . Είχε δει και την Έλλη που
φορούσε ένα ίδιο στα μαλλιά της και
σκέφτηκε πως θα το έκανε δώρο στη φίλη του την Φίφα όταν θα γύριζαν πίσω στο
χωριό τους. Τέλος είχε βάλει μέσα σ΄ ένα μικρό γυάλινο βαζάκι λίγη χρυσόσκονη
...Κάθε βράδυ όταν περνούσε από τα σπίτια των παιδιών για να δει αν είχαν
κοιμηθεί έπαιρνε λίγη από τα αγγελάκια, τις μπάλες, τα ελαφάκια, και όλα αυτά
τα πράγματα που είχαν πασπαλιστεί απ’ αυτήν την μαγική σκόνη. Κάθε φορά που θα
ήθελε να θυμηθεί κάτι από τον Απάνω Κόσμο θα έριχνε λίγη και ...θα ξαναζούσε
κάτι από όλη την μαγεία αυτών των δώδεκα ημερών ...
Σχεδόν είχε ξημερώσει και δεν είχαν χαιρετίσει κανέναν από
τους φίλους τους ...Και τώρα δεν υπήρχε άλλος χρόνος ...Το μόνο που μπορούσαν
να κάνουν είναι να τους άφηναν ένα γράμμα. Με παρακάλεσαν να το γράψω εγώ να το
κρατώ στα παιδιά μεθαύριο που θα ανοίγανε τα σχολεία. Όμως τους ήρθε μια πιο τρανταχτή
ιδέα . Θα φώναζαν δυνατά τα ονόματα τους, μόλις έμπαινα μέσα στην μεγάλη
κουφάλα του δέντρου και ο άνεμος που φυσούσε θα
παίρνε τη φωνή τους θα την τύλιγε
μέσα σε ένα αχνό σύννεφο θα περνούσε μέσα από τοίχους, παράθυρα, μαξιλάρια και
θα έφτανε στα μικρά αυτάκια των παιδιών. Γιατί όλα τα παιδιά πιστεύουν και
στους καλικάντζαρους και στα ξωτικά και στα παραμύθια και έτσι θα τους χαιρετούσαν
με τον πιο γλυκό τρόπο…Μέσα από τα όνειρά τους…
Κανένα μπισκότο δεν έμεινε… κανένας καλικάντζαρος δεν ήταν πια
πάνω στη γη. Η ώρα ήταν 7.15 το πρωί και το φως της μέρας αχνά φαινόταν στον
ορίζοντα.
Και τότε είδα ένα ολόχρυσο μικρό συννεφάκι γεμάτο ονόματα
και χαμόγελα να κατευθύνεται στο κέντρο της πόλης …
Καλή αντάμωσηηηηηηηηηηηη Δημήτρη, Νίκο, Μύρων, Εβελίνα,
Ζαχαρένια, Έλλη, Άννα, Μάγια, Δέσποινα, Μύρων, Κωνσταντίνα, Δάφνη, Μαρίνα, Χρόνη, Μάριε,
Γιάννη,Όλσι, Ειρήνη,Δήμητρα,Μαίρη…
Και του χρόνου ακόμα
καλύτερα…
Ιανουάριος 2020
Ευχαριστώ πάρα πολύ! Πολύ καλό κείμενο. Και θα το μεταφράσω στα πόδια μου. Ευχαριστώ!
ΑπάντησηΔιαγραφή❤️💋
Διαγραφή