Της Ελένης Μπετεινάκη*
Τα ‘παμε όλα χθες αργά με τον Αύγουστο, σπόντας καρύδια σύμφωνα με το έθιμο. Μόνο που
εμείς δεν περιμέναμε τούς αγγέλους, τους ξεγελάσαμε και τα φάγαμε!
Μια αρμαθιά από ρόδια, σταφύλια, κυδώνια, σκόρδα, καρύδια,
και φύλλα της γριάς ελιάς της αγαπημένης μου Ασημένιας πλέξαμε…
Κουβέντα στην κουβέντα μου ‘πε το παράπονο του κι εγώ τού απάντησα να μην στεναχωριέται. Καλός
ήταν κι ας έφερε ζέστες μεγάλες και φωτιές και δάκρυα σε πολλούς ανθρώπους. Είχε όμως και μέρες που χορτάσαμε θάλασσα, βουνό και γέλια
και φρούτα άφθονα. Είχε και ένα ολόγιομο φεγγάρι τεράστιο, λαμπερό και
χιλιοτατραγουδιστό. Τα μεσάνυχτα βιαστικά μ΄ αποχαιρέτησε και μ’ άφησε να τακτοποιώ τις αναμνήσεις και τη ζωή
μου ελπίζοντας για τα καινούργια που θα έφερνε ο Σεπτέμβρης…
Ένας μικρός Σεπτέμβρης που για μένα έκλεισε τα δεκαοχτώ του
χρόνια σήμερα το πρωί… Ένας Σεπτέμβρης
που τον φωνάζουν δικαίως Σχολικό, πήρε την τσάντα, τη μάσκα που του χάρισα με
το ουράνιο τόξο και κίνησε για τις απάνω γειτονιές να βρει το νέο του σχολείο,
να μυρίσει καινούργια αρώματα…
Ενηλικιώθηκε πια κι ήταν η ώρα του να πετάξει ακόμα πιο
ελεύθερα, ακόμα πιο ψηλά.
Στην καρδιά του όμως θα παραμείνει με χρυσά γράμματα εκείνο
το σχολείο, το 10ο Νηπιαγωγείο που πρωτοπήγε…σαν ξεκίνησε! Εκείνο το
σιδερένιο κουτί με την μαγική αυλή πάνω στα τείχη του Μεγάλου Κάστρου που παρά
το χρόνο, τη φθορά και την αδιαφορία στέκει ακόμα ορθό, αμίλητο και μόνο του.
Στην άδεια και χορταριασμένη αυλή άκουσα πάλι γέλια και
παιδικές φωνές. Είδα τα δέντρα να σκύβουν τα κλαδιά τους για να μαζέψουν τα
παιδιά όσα φύλλα θέλανε για να φτιάξουν το
Φθινόπωρο. Άκουσα χίλια τραγούδια και μουσικές που ξεσήκωναν όλη τη
γειτονιά. Είδα εκείνον τον τοίχο της καλοσύνης να ‘χει κρυφτεί πίσω από
φυλλωσιές κι εγκατάλειψη και θυμήθηκα εκείνη την ημέρα που τον φτιάχναμε. Είδα
τις κούνιες να αιωρούνται και τα παιδιά να τραντάζονται από τα γέλια. Είδα το
κάστρο που προσπαθήσαμε να φτιάξουμε μια ολόκληρη χρονιά κι όλο το χαλούσαν το
βράδυ οι ξενύχτηδες. Είδα τους πειρατές μου και τους ιππότες να μάχονται με τα
σπαθιά που φτιάχναμε από εφημερίδες και να γλεντούν όλοι μαζί στο τέλος. Έψαξα
να βρω τον Αλέξανδρο, εκείνον τον πανέξυπνο ποντικό που μας έλεγε την Ιστορία
της πόλης, των τειχών και του Κούλε με πάθος και θυμήθηκα πως χάθηκε κι εκείνος
μόλις αλλάξαμε κτίριο. Δεν του πολυάρεσαν οι πολυτέλειες και η κλεισούρα. Ήταν
ελεύθερη ψυχή κι αυτός. Τον έκανα όμως ήρωα των δικών μου παραμυθιών και η
Ιστορία του Κάστρου θα συνεχιστεί για πάντα.
Χιλιάδες οι σκέψεις, χιλιάδες οι αναμνήσεις…
Κι ύστερα ανηφόρησα προς το Βορρά κι όλο ανέβαινα κι
απομακρυνόμουν από το κέντρο. Κι είχα μια δυσκολία στο πετάλι από τα μάτια μου
που βούρκωναν συνέχεια αλλά σαν πέρασα την καινούργια πόρτα του νέου μου πια
σχολείου, για πρώτη φορά σήμερα το πρωί, στις απάνω γειτονιές, είδα καινούργια πρόσωπα χαμογελαστά κι όλα μεμιάς
χάθηκαν, κρυφτήκαν σε εκείνο το μέρος της καρδιάς που δεν ξεχνά αλλά προχωρά …
Δεκαοχτώ χρόνια, γεμάτα απ’ όλα. Δεν ήταν και λίγα…
Έτσι λοιπόν ξεκίνησε τούτος ο μήνας κι η σχολική χρόνια. Σε
καινούργιο σχολείο!
Στο 64ο Ηρακλείου λοιπόν, άλλωστε 6 και 4
κάνουν 10! Τίποτα δεν είναι τυχαίο, τελικά!
Ποτέ δεν μ’ αρέσαν οι αποχαιρετισμοί γι αυτό τους βλέπω
πάντα σαν τη γέννα. Μπορεί να πονάς πολύ αλλά η συνέχεια και η νέα ζωή πάντα σε
κάνει να νιώθεις αισιοδοξία, αγάπη και ζωντάνια ….
Στα καλύτερα που έρχονται … Καλή μας αρχή!
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου