Το παραμύθι της βροχής

Σάββατο 11 Αυγούστου 2012

Βιτσέντζος Κορνάρος ( 29-3-1553 μέχρι 12 -8-1613)

O Βιτσέντζος Κορνάρος...ένας από τους κυριότερους εκπροσώπους της κρητικής λογοτεχνίας, συγγραφέας του αφηγηματικού ποίηματος Ερωτόκριτος και του θρησκευτικού δράματος Θυσία του Αβραάμ και...η αμφισβητούμενη ημερομηνία θανάτου του

Θωρώ πολλούς και πεθυμούν,
 κι' έχω το γρικημένα,
 να μάθουν τίς εκόπιασεν εις τ' απανωγραμμένα. 
K' εγώ δε θέ' να κουρφευτώ,
κι αγνώριστο να μ' έχουν, 
μα θέλω να φανερωθώ, όλοι να με κατέχουν. 
Βιτσέντζος είν' ο Ποιητής, 
κι' εις τη γενιά Kορνάρος, 
που να βρεθεί ακριμάτιστος, 
όντε τον πάρη ο Xάρος. 
Στη Στείαν εγεννήθηκε, στη Στείαν ενεθράφη, εκεί' καμε κι' εκόπιασε ετούτα που σας γράφει. 
Στο Kάστρον επαντρεύθηκε, σαν αρμηνεύγ' η Φύση, 
το τέλος του έχει να γενή, όπου ο Θεός ορίσει.

Ερωτόκριτος , ένα ποίημα, ύμνος στην Αγάπη και τα έθιμα μιας άλλης εποχής, μύθος ή αλήθεια , ότι και αν είναι, αποτελεί ένα αριστούργημα της κρητικής ποίησης που γοητεύει και συγκινεί μέχρι και σήμερα.
O Βιτσέντζος Κορνάρος ήταν Κρητικός ποιητής. Ο Βιτσέντζος ήταν ο μικρότερος γιος του Ιακώβου Κορνάρου και της Ζαμπέτας Ντεμέτζο, γόνος εξελληνισμένης και αρχοντικής βενετσιάνικης οικογένειας, πιθανότατα με μεγάλη περιουσία.. Γεννήθηκε στις 26 ή 29 Μαρτίου 1553, στο χωριό Τραπεζόντα Σητείας, πατρογονικό φέουδο της οικογένειας του και βαφτίστηκε το καλοκαίρι του ίδιου χρόνου.
Στην Στείαν εγεννήθηκε, στην Στείαν ενεθράφη,
εκεί “καμε κι εκόπιασεν ετούτα που σας γράφει.

Θεωρείται ένας από τους κυριότερους εκπροσώπους της κρητικής λογοτεχνίας, συγγραφέας του αφηγηματικού ποίηματος  Ερωτόκριτος και του θρησκευτικού δράματος Θυσία του Αβραάμ.
Έμεινε στην περιοχή της Σητείας, κυρίως στα χωριά Τραπεζόντα και Πισκοκέφαλο, ως το 1587-1590, δηλαδή ως τα τριανταπέντε του χρόνια περίπου «ζώντας τη ζωή του φεουδάρχη γαιοκτήμονα, μέσα σ΄ έναν πολυπρόσωπο κόσμο υπηρετών και δουλοπαροίκων, που ήταν όλοι τους Ελληνορθόδοξοι».
Αργότερα εγκαταστάθηκε στον Χάνδακα, το σημερινό Ηράκλειο, στις 20 Μαρτίου 1585,κοντά στους δύο αδελφούς του, τον Ιωάννη Φραγκίσκο και τον Ανδρέα, όπου απέκτησε, από προίκα ή με αγορές, μεγάλη περιουσία. Είχε μεγάλα φιλολογικά ενδιαφέροντα και ήταν ένα από τα πιο δραστήρια μέλη της Ακαδημίας των Stravaganti του Χάνδακα ή Ακαδημία των Παράξενων, που είχε ιδρύσει ο αδελφός του Ανδρέας.
Στις 8 Σεπτεμβρίου 1590 παντρεύτηκε, στο ναό της μονής της Αγίας Αικατερίνης των καλογραιών, με την Μαριέτα Ζένο, με την οποία απέκτησε και δύο κόρες, την Κατερούτσα και την Ελένετα. Από το 1591 ανέλαβε διοικητικά αξιώματα, ενώ κατά την διάρκεια της πανούκλας (1591 -1593) ανέλαβε καθήκοντα υγειονομικού επόπτη. Υπήρξε επίσης μέλος του Συμβουλίου των Ευγενών του Χάνδακα.
Ο Βιτσέντζος μετά τη μόνιμη εγκατάστασή του στο Χάνδακα επισκέπτεται τακτικά και ως το θάνατό του την ιδιαίτερη πατρίδα του, τη Σητεία. Μάλιστα για ένα μεγάλο χρονικό διάστημα, από το τέλος του 1598 ως το τέλος του 1600, βρίσκεται κυρίως στην περιοχή της Σητείας, όπου εξακολουθούσε να διατηρεί σημαντική περιουσία.

Η ακριβής ημερομηνία του θανάτου του δεν είναι απόλυτα εξακριβωμένη, ωστόσο πιστεύεται πως μπορεί να ήταν η 12η Αυγούστου 1613 ή κατά άλλους μέχρι στις 24 Απριλίου 1614, από άγνωστη αιτία και θάφτηκε στο μοναστήρι του Αγίου Φραγκίσκου.

Ο ποιητής Βιτσέντζος Κορνάρος έγραψε τα έργα «Ερωτόκριτος» και «Θυσία του Αβραάμ». Στα δύο ποιήματα αυτά ο Κορνάρος, όπως λέγεται από τους κριτικούς της λογοτεχνίας, με μια σπάνια δύναμη κατόρθωσε να μετουσιώσει τα πρότυπα τους σε δραματικά έργα με μία άψογη τεχνική, μία ανώτερη ποιητική πνοή και με τέλεια ψυχογραφημένους χαρακτήρες.
«...όποιος του πόθου εδούλεψε εισέ καιρό κιανένα
ας έρθει για ν' αφουκραστή ο,τί 'ναι εδώ γραμμένα...»
Ερωτόκριτος : Είναι μία έμμετρη μυθιστορία  που συντέθηκε στην Κρήτη τον 17ο αιώνα. Αποτελείται από 10.012 (οι τελευταίοι δώδεκα αναφέρονται στον ποιητή)  ιαμβικούς  δεκαπεντασύλλαβους ομοικατάληκτους στίχους στην Κρητική Διάλεκτο. Κεντρικό θέμα του είναι ο έρωτας ανάμεσα σε δύο νέους, τον Ερωτόκριτο (που στο έργο αναφέρεται μόνο ως Ρωτόκριτος ή Ρώκριτος) και την Αρετούσα, και γύρω από αυτό περιστρέφονται και άλλα θέματα όπως η τιμή, η φιλία, η γενναιότητα και το κουράγιο. Μαζί με την Ερωφίλη του Γεώργιου Χορτάτση  είναι τα σημαντικότερα έργα της Κρητικής Λογοτεχνίας. Ο Ερωτόκριτος πέρασε στην λαϊκή παράδοση και παραμένει δημοφιλές κλασικό έργο, χάρη και στη μουσική με την οποία έχει μελοποιηθεί.
Το έργο διαδραματίζεται στην αρχαία Αθήνα, ο κόσμος όμως που απεικονίζει είναι ένα σύνθετο κατασκεύασμα που δεν ανταποκρίνεται σε κάποια συγκεκριμένη ιστορική πραγματικότητα: παράλληλα με τις αρχαιοελληνικές αναφορές, εμφανίζονται αναχρονισμοί και πολλά στοιχεία του δυτικού κόσμου, όπως η κονταρομαχία . Η υπόθεση χωρίζεται σε πέντε τμήματα και είναι συνοπτικά η εξής:
  • Α. Ο βασιλιάς της Αθήνας Ηράκλης και η σύζυγός του αποκτούν μετά από πολλά χρόνια γάμου μια κόρη, την Αρετούσα. Τη βασιλοπούλα ερωτεύεται ο γιος του πιστού συμβούλου του βασιλιά, Ερωτόκριτος. Επειδή δεν μπορεί να φανερώσει τον έρωτά του, πηγαίνει κάτω από το παράθυρό της τα βράδια και της τραγουδά. Η κοπέλα σταδιακά ερωτεύεται τον άγνωστο τραγουδιστή. Ο Ηράκλης, όταν μαθαίνει για τον τραγουδιστή, του στήνει ενέδρα για να τον συλλάβει, ο Ερωτόκριτος όμως μαζί με τον αγαπημένο του φίλο σκοτώνει τους στρατιώτες του βασιλιά. Ο Ερωτόκριτος, καταλαβαίνοντας ότι ο έρωτάς του δεν μπορεί να έχει αίσια έκβαση, ταξιδεύει στη Χαλκίδα για να ξεχάσει. Στο διάστημα αυτό ο πατέρας του αρρωσταίνει και όταν η Αρετούσα τον επισκέπτεται, βρίσκει στο δωμάτιο του Ερωτόκριτου μια ζωγραφιά που την απεικονίζει και τους στίχους που της τραγουδούσε. Όταν εκείνος επιστρέφει, ανακαλύπτει την απουσία της ζωγραφιάς και των τραγουδιών και μαθαίνει ότι μόνο η Αρετούσα τους είχε επισκεφτεί. Επειδή καταλαβαίνει ότι αποκαλύφθηκε η ταυτότητά του και ότι μπορεί να κινδυνεύει, μένει στο σπίτι προσποιούμενος ασθένεια και η Αρετούσα του στέλνει για περαστικά ένα καλάθι με μήλα, ως ένδειξη ότι ανταποκρίνεται στα συναισθήματά του.
  • Β. Ο βασιλιάς οργανώνει κονταροχτύπημα για να διασκεδάσει την κόρη του. Παίρνουν μέρος πολλά αρχοντόπουλα από όλον τον γνωστό κόσμο και ο Ερωτόκριτος είναι ο νικητής.
  • Γ. Το ζευγάρι αρχίζει να συναντιέται κρυφά στο παράθυρο της Αρετούσας. Η κοπέλα παρακινεί τον Ερωτόκριτο να τη ζητήσει από τον πατέρα της. Όπως είναι φυσικό, ο βασιλιάς εξοργίζεται με το «θράσος» του νέου και τον εξορίζει. Ταυτόχρονα φτάνουν προξενιά για την Αρετούσα από το βασιλιά του Βυζαντίου. Η κοπέλα αμέσως αρραβωνιάζεται κρυφά με τον Ερωτόκριτο, πριν αυτός εγκαταλείψει την πόλη.
  • Δ. Η Αρετούσα αρνείται να δεχθεί το προξενιό και ο βασιλιάς τη φυλακίζει μαζί με την πιστή παραμάνα της. Έπειτα από τρία χρόνια, όταν οι Βλάχοιπολιορκούν την Αθήνα, εμφανίζεται ο Ερωτόκριτος μεταμφιεσμένος από μαγεία. Σε μια μάχη σώζει τη ζωή του βασιλιά και τραυματίζεται.
  • Ε. Ο βασιλιάς για να ευχαριστήσει τον τραυματισμένο ξένο του προσφέρει σύζυγο την κόρη του. Η Αρετούσα αρνείται και αυτόν τον γάμο και στη συζήτηση με τον μεταμφιεσμένο Ερωτόκριτο επιμένει στην άρνησή της. Ο Ερωτόκριτος την υποβάλλει σε δοκιμασίες για να επιβεβαιώσει την πίστη της και τελικά της αποκαλύπτεται αφού λύνει τα μαγικά που τον είχαν μεταμορφώσει. Ο βασιλιάς αποδέχεται το γάμο και συμφιλιώνεται με τον Ερωτόκριτο και τον πατέρα του και ο Ερωτόκριτος ανεβαίνει στο θρόνο της Αθήνας.

Παρ' όλο που ως προς την εξέλιξη της υπόθεσης ο Ερωτόκριτος ακολουθεί όλα τα χαρακτηριστικά των αντιστοίχων ιπποτικών μυθιστοριών παρουσιάζει κάποιες ιδιαιτερότητες ως προς τη δομή, με χαρακτηριστικά που προέρχονται από άλλα λογοτεχνικά είδη. Εκτός από τα επικά στοιχεία, είναι έντονη και η παρουσία δραματικών χαρακτηριστικών: η διαίρεση σε πέντε μέρη απηχεί την πενταμερή διαίρεση του κλασικού δράματος, ενώ θεατρικό χαρακτήρα προσδίδει και η συχνή παρουσία του διαλόγου. Στο χειρόγραφο του έργου δεν παρουσιάζεται η πενταμερής διαίρεση, η οποία εμφανίζεται μόνο στις έντυπες εκδόσεις, θεωρείται όμως από τους μελετητές οργανική και συνδεδεμένη με την σύλληψη του έργου από τον ποιητή.
Το επικό-ηρωικό και το ερωτικό στοιχείο, που αναφέρονται ως θεματικοί πυρήνες ήδη στους πρώτους στίχους («και των αρμάτω οι ταραχές, έχθρητες και τα βάρη / του Έρωτα η εμπόρεση και της φιλιάς η χάρη»), συνυπάρχουν στο έργο μοιρασμένα συμμετρικά, με το ερωτικό να υπερτερεί στο πρώτο, το τρίτο και το πέμπτο μέρος, ενώ το ηρωικό στο δεύτερο και το τέταρτο, και παράλληλα είναι αλληλένδετα συνδεδεμένα μεταξύ τους, με το ένα να τροφοδοτεί το άλλο: ο έρωτας του Ερωτόκριτου για την Αρετούσα είναι κίνητρο για τη συμμετοχή του στην κονταρομαχία, ενώ η ανδρεία του και η προσφορά στο βασιλιά της χώρας είναι το γεγονός που επιτρέπει την ευόδωση της σχέσης.
Η συνάντηση του Ερωτόκριτου και της Αρετούσας
Ἐφανερῶσαν το κ’ οἱ δυὸ πὼς εἶναι ἐκεῖ σωσμένοι
κι ἀπόκει στέκου σὰ βουβοὶ κ’ ἡ γλώσσα τως σωπαίνει.
Ἤτρεμ’ ἐκείνη σ’ μιὰ μεριὰ κ’ ἐκεῖνος εἰς τὴν ἄλλη
κι ὁ γεῖς τὸν ἄλλο ἐνίμενε τὴν ἐμιλιὰ νὰ βγάλη˙
μιὰν ὥρα ἐστέκα ἀμίλητοι καὶ τὰ πολλὰ ὁποὺ χώνα
ἐχάσαν τα, σοῦ φαίνεται, τὴν ὥρα ποὺ ἐσιμῶνα.
Δὲν εἶχαν τὴν ἀποκοτιὰ στὰ θέλου νὰ μιλήσου,
δὲν ξεύρουν ἀπὸ ποιὰ μεριὰ τὰ πάθη τως ν’ ἀρχίσου.
Ὡσὰ λαήνι ὁποὺ γενῆ πολλὰ πλατὺ στὸν πάτο
κ’ εἰς τὸ λαιμὸ πολλὰ στενὸ κ’ εἶναι νερὸ γεμάτο,
κι ὅποιος θελήση καὶ βαλθῆ ὄξω νερὸ νὰ χύση
καὶ τὸ λαήνι μὲ τὴ βιὰ πρὸς χάμαι νὰ γυρίση,
μέσα κρατίζει τὸ νερὸ κι ἀπ’ ὄξω δὲν τὸ βγάνει
κι ὅσο τὸ γέρνει τόσο πλιὰ μόνο τὸν κόπο χάνει,
ἐδέτσι ἐμοιάσασι κι αὐτοὶ κ’ ἦσα γεμάτοι πάθη,
ἡ ἀποκοτιὰ τως νὰ τὰ ποῦν, ὡς ἐσιμῶσα, ἐχάθη
καὶ θέλοντας νὰ ποῦν πολλὰ, τὰ λίγα δὲ μποροῦσι˙
τὸ στόμα τως ἐσώπαινε, μὲ τὴν καρδιὰ μιλοῦσι.
Ερωτόκριτος, μέρος Γ΄, στίχοι 583-600.
Πολύ σημαντικό ρόλο παίζει και το θέμα της αστάθειας της Μοίρας και της Τύχης, ενώ καθοριστική είναι και η σημασία του θέματος των κοινωνικών διακρίσεων: ο έρωτας των δύο ηρώων έρχεται σε αντίθεση με τις καθιερωμένες κοινωνικές συμβάσεις και τους φέρνει σε σύγκρουση με το περιβάλλον τους, τελικά όμως στο τέλος του έργου «νικούν» οι προσωπικές αρετές.
Σημαντική καινοτομία του Κορνάρου είναι η ανάδειξη της ψυχολογικής κατάστασης των ηρώων και η πειστική αιτιολόγηση των κινήτρων της συμπεριφοράς τους.
Η γλώσσα του Ερωτοκρίτου είναι η κρητική διάλεκτος : χρησιμοποιούνται χαρακτηριστικοί διαλεκτικοί τύποι όπως τα άρθρα τση (της) και τσι (τις), η ερωτηματική αντωνυμία (ε)ίντα στη θέση του τι, τα άρθρα τον , την, το σε θέση αναφορικής αντωνυμίας (Δεν είχαν την αποκοτιά στα θέλου να μιλήσου), σίγηση του τελικού -ν στη γενικήπληθυντικού και στο γ' πληθυντικό πρόσωπο (των αρμάτω, μιλήσου), τοποθέτηση της αντωνυμίας μετά το ρήμα(επίταξη του κλιτικού, π.χ. εχάσαν τα), χρήση τής παρεκτεταμένης αντωνυμίας αυτόνος και αυτείνος (κατά το εκείνος). Ειδικότερα βασίζεται στο ανατολικό κρητικό ιδίωμα  και εμφανίζει τα τυπικά χαρακτηριστικά του, όπως χρήση της αντωνυμίας τως αντί τους (τα πάθη τως), τη χρήση της αύξησης η- στους παρελθοντικούς χρόνους (ήκαμε, ήβανε), την αποβολή του -ι- μετά από -σ- (απουράνωση, π.χ. να τσ' αξώση), καθώς και τον παθητικό αόριστο -θηκα, -θηκες, -θηκε (αντί του δυτικοκρητικου -θη, -θης, -θη(ν), π.χ. εχάθηκε αντί εχάθη).
Έργο του Θεόφιλου
Βέβαια ο Κορνάρος, όπως και οι άλλοι κρητικοί συγγραφείς της περιόδου, δεν περιορίζεται στους αυστηρούς κανόνες του ενός ιδιώματος, αλλά χρησιμοποιεί και στοιχεία του άλλου, κυρίως για την εξυπηρέτηση μετρικών αναγκών. Η γλώσσα του Ερωτoκρίτου βασίζεται στην ομιλουμένη κρητική διάλεκτο (κυρίως στο ιδίωμα της Σητείας ), διαφοροποιείται όμως από αυτήν, εάν συγκριθεί με τις κωμωδίες ή τα διάφορα έγγραφα, αφού παρουσιάζει ελάχιστες λέξεις που προέρχονται από τα ιταλικά, ενώ αντίθετα έχει συχνά «λογιότερα» λεξιλογικά στοιχεία. Οι γλωσσικές επιλογές του Κορνάρου χαρακτηρίζονται ως ακριβείς και εκφραστικές  αλλά παράλληλα λιτές, όπως μαρτυρεί η περιορισμένη παρουσία κοσμητικών επιθέτων. Αντίθετα, είναι πλούσιες οι παραστατικές εικόνες και οι εκτενείς παρομοιώσεις.
Εξίσου φροντισμένη είναι και η στιχουργία του κειμένου: αποφεύγονται οι χασμωδίες  και δεν υπάρχουν ατέλειες στην ομοικαταληξία. Και η στιχουργία, όπως και η γλώσσα, διαφοροποιείται σε κάποια χαρακτηριστικά από αυτήν του δημοτικού τραγουδιού: Εμφανίζεται εναλλαγή στη θέση των τονιζόμενων συλλαβών μέσα στο στίχο (ακόμα και σε μονές συλλαβές παρόλο που στον ίαμβο τονίζονται οι ζυγές), συχνή παρουσία διασκελισμών και στίξη στο εσωτερικό του στίχου, στοιχεία που συντελούν στην ρυθμική ποικιλία και την αποφυγή της μονοτονίας.
 Το έργο ήταν πολύ δημοφιλές και κυκλοφορούσε σε χειρόγραφα όλον τον 17ο αι. Το 1713 τυπώθηκε στη Βενετία από έναν κρητικό, ο οποίος είχε συγκεντρώσει πολλά χειρόγραφα του έργου, στα οποία στηρίχθηκε για να παραδώσει μια αρκετά έγκυρη και αξιόπιστη έκδοση. Δεν σώζεται κανένα από τα χειρόγραφα του έργου εκτός από ένα ανολοκλήρωτο, του 1710. Είναι διακοσμημένο με καλαίσθητες μικρογραφίες , αλλά λιγότερο έγκυρο ως προς την παράδοση του κειμένου σε σχέση με τη βενετσιάνικη έκδοση, γιατί αλλοιώνει σε κάποια σημεία τον ιδιωματικό χαρακτήρα της γλώσσας. Πιθανότατα σταμάτησε να αντιγράφεται μετά την κυκλοφορία της έντυπης έκδοσης του έργου, το 1713. Ακολούθησαν πολλές ανατυπώσεις της αρχικής έκδοσης και η πρώτη νεότερη έκδοση έγινε το 1915 από τον Στέφανο Ξανθουδίδη

Η απήχηση του έργου ήταν πολύ μεγάλη. Παρατηρούνται επιδράσεις του σε μαντινάδες και επιπλέον στην Κρήτη δημιούργησε μυθολογική παράδοση: τα ονόματα των ηρώων έχουν επιβιώσει ως σήμερα ως βαφτιστικά και η λαϊκή φαντασία ονόμασε «παλάτι του Ηράκλη» τις στήλες του Ολυμπίου Διός  στην Αθήνα. Η μεγάλη διάδοση του έργου μαρτυρείται από λόγιους και ξένους περιηγητές καθ' όλον τον 18ο και 19ο αι, οι οποίοι ισχυρίζονταν ότι άνθρωποι στην Κρήτη γνώριζαν όλο το έργο απ' έξω. Ακόμα και ο Γιώργος Σεφέρης αναφέρει ότι στη  Σμύρνη στις αρχές του 20ου αι. η κατανόηση του έργου ήταν πολύ εύκολη, παρά την έντονα ιδιωματική γλώσσα.
Από το επεισόδιο του κονταροχτυπήματος
Ὡς εἶδεν ὁ Σπιθόλιοντας τὰ αἵματα κι ἐτρέχα
στὸ στῆθος του καὶ στὸ μερὶ καὶ τὸ κορμὶ του ἐβρέχα
ἐμούγκρισε, ἐταράχτηκε κι ὡσὰ λιοντάρι ἀγριεύει
καὶ νὰ βαρῆ τοῦ Κρητικοῦ τόπο νὰ βρῆ γυρεύγει·
μηδὲ ποτὲ τὸ πέλαγος ἔτοιας λογῆς μανίζει
σ' τσ' ἀνεμικὲς τοῦ Γεναριοῦ, ὅντε βροντᾶ κι ἀφρίζει,
σ' καιρὸ ποὺ ἀνακατώνεται μὲ ταραχὴ μεγάλη,
κι ὅντε σκορπᾶ τὰ κύματ' ὄξω στό περιγιάλι,
σὰν ἤκαμε ὁ Σπιθιόλοντας στὰ αἵματα ὁποὺ ἐθώρει
κ' ἐτρέχαν καὶ νὰ γδικιωθῆ ἀκόμη δὲν ἐμπόρει.
Ερωτόκριτος, μέρος Β΄, στίχοι 1107-1116.
Η μεγαλύτερη όμως απόδειξη της απήχησης του έργου είναι η επίδραση που άσκησε στη νεοελληνική ποίηση. Παραδείγματα ποιημάτων επηρεασμένων από τη στιχουργική του είναι  Ο Κρητικός του Δ.Σολωμού, το Μήτηρ Θεού του Α. Σικελιανού,  ο Επιτάφιος του Γ. Ρίτσου, ο Νέος Ερωτόκριτος του Παντελή Πρεβελάκη
Δεν έλειψαν βέβαια και οι αρνητικές εκτιμήσεις του έργου. Αρκετοί λόγιοι του 18ου αι. το θεωρούσαν κατώτερο ανάγνωσμα λόγω της λαϊκής γλώσσας και μάλιστα ο Διονύσιος Σολωμός είχε διασκευάσει το έργο σε μια λόγια, «ανώτερη» όπως πίστευε, γλωσσική μορφή. Ο Κάλβος επέκρινε το έργο ως μονότονο και ο  Ιάκωβος Πολυλάς το απέρριπτε εξαιτίας της ιδιωματικής γλώσσας.
Το έργο διασκευάστηκε σε θεατρική μορφή από τον Δ. Συναδινό το  1929, με τη Μαρίκα Κοτοπούλη στο ρόλο της Αρετούσας και το 1966 ο  Νίκος Κούνδουρος τον διασκεύασε σε κινηματογραφικό σενάριο. Το έργο επίσης έχει μελοποιηθεί πολλές φορές και είναι δημοφιλέστατο άκουσμα στην  Κρήτη.


                   Τα θλιβερά μαντάτα (απόσπασμα του Ερωτόκριτου) από τον Γιάννη Χαρούλη


Η Θυσία του Αβραάμ είναι ένα θρησκευτικό δράμα του 17ου αιωνα. που γράφτηκε στην Κρήτη από άγνωστο συγγραφέα. Από αρκετούς μελετητές έχει αποδοθεί στον Βιτσέντζο Κορνάρο εξαιτίας πολλών λεκτικών ομοιοτήτων ανάμεσα σε αυτό και τον Ερωτόκριτο.
 Το έργο αποτελείται από 1144 ομοιοκατάληκτους στίχους. Δεν ακολουθεί την παραδοσιακή θεατρική δόμηση σε πρόλογο, σκηνές και πράξεις και χορικά, αλλά παραδίδεται ένα ενιαίο κείμενο. Η υπόθεση του έργου είναι το γνωστό επεισόδιο της Παλαιάς Διαθήκης : ο Θεός προστάζει τον Αβραάμ  να θυσιάσει τον γιο του Ιααάκ. (Γένεση κεφ. 22) Ο πιστός Αβραάμ έπειτα από έντονη ψυχική δοκιμασία αποφασίζει να υπακούσει. Με μεγάλη προσπάθεια πείθει τη Σάρρα να αποδεχθεί την εντολή και προετοιμάζει τον Ισαάκ για το ταξίδι με πρόσχημα ότι θα θυσιάσουν ένα αρνί. Όταν φτάνουν στο βουνό όπου θα γίνει η θυσία, ο Αβραάμ ανακοινώνει στον Ισαάκ τον πραγματικό σκοπό του ταξιδιού τους και ο Ισαάκ προσπαθεί να τον μεταπείσει, αλλά τελικά υποκύπτει. Τη στιγμή που ο Αβραάμ ετοιμάζεται να τελέσει τη θυσία, εμφανίζεται ο άγγελος που λυτρώνει τον Ισαάκ και τον αντικαθιστά με ένα αρνί. Το έργο τελειώνει με την επιστροφή του Αβραάμ και του Ισαάκ και την προσευχή του Αβραάμ που υμνεί την παντοδυναμία του Θεού.
 Ειδολογικά η Θυσία του Αβραάμ ανήκει στα βιβλικά δράματα. Δεν πρόκειται για μυστήριο, όπως υποστηριζόταν παλαιότερα. Το συγκεκριμένο επεισόδιο της Παλαιάς Διαθήκης ήταν δημοφιλές και είχε χρησιμοποιηθεί ευρύτατα στη Δύση τόσο στα μυστήρια όσο και στα βιβλικά δράματα. Σε ένα από αυτά τα έργα, το Lo Isach του Luigi Grotto, βασίζεται και η Θυσία του Αβραάμ. Όπως όμως συμβαίνει και με τα άλλα έργα της κρητικής λογοτεχνίας, η Θυσία δεν είναι απλή μετάφραση ή μίμηση. Ο ανώνυμος συγγραφέας έχει μείνει πιστός στην πλοκή του έργου του Grotto, αλλά σε κάποια σημεία έχει εισαγάγει σκηνές στη μέση περίπου του έργου, που περιορίζουν κάποιες δραματουργικές αδυναμίες του προτύπου και έχει δώσει έμφαση στην ανάλυση των χαρακτήρων και την απόδοση του εσωτερικού κόσμου τους. Σε αντίθεση με το πρότυπο και τις καθιερωμένες δραματικές συμβάσεις της εποχής, έχει καταργήσει τον πρόλογο και τα χορικά, ενώ από όλες τις μαρτυρίες της χειρόγραφης και έντυπης παράδοσης απουσιάζει η διαίρεση σε πράξεις και σκηνές. Απουσιάζει και η καθιερωμένη ενότητα χώρου και χρόνου, η οποία όμως δεν υπάρχει ούτε στο πρότυπο. Στην διάπλαση του χαρακτήρα και του ψυχικού κόσμου των προσώπων ο συγγραφέας διαφοροποιείται και από το πρότυπο, και από τις καθιερωμένες απεικονίσεις των άλλων αντίστοιχων έργων.
Στέφανος Ξανθουδίδης
Ο πρώτος που διατύπωσε την υπόθεση ότι ο Βιτσέντζος Κορνάρος ήταν ο συγγραφέας της Θυσίας του Αβραάμ ήταν ο Στέφανος Ξανθουδίδης το 1915 και η πρόταση έγινε δεκτή έκτοτε από τους περισσότερους φιλολόγους. Οι μελετητές στηρίζονται σε ομοιότητες υφολογικές και στιχουργικές και παράλληλα χωρία μεταξύ των δύο έργων. Πρόβλημα παραμένει ωστόσο η χρονολόγηση του έργου σε σχέση με τον Ερωτόκριτο: υποστηρίζονται και οι δύο απόψεις, ότι είναι δηλαδή προγενέστερο το δράμα, και μάλιστα νεανικό έργο, ή ότι είναι μεταγενέστερο. Αν αξιολογήσει κανείς πάντως τις γλωσσικές μαρτυρίες, συμπεραίνει ότι γλωσσικά η Θυσία φαίνεται προγενέστερη του Ερωτόκριτου. Για τον χρόνο συγγραφής η μόνη ασφαλής ένδειξη που υπάρχει είναι ότι γράφτηκε πριν από το 1635, χρονολογία που σημειώνεται στο χειρόγραφο του έργου και μπορεί να είναι χρονολογία συγγραφής του έργου ή αντιγραφής του χειρογράφου. Η πρώτη περίπτωση βέβαια δεν μπορεί να ισχύει αν το έργο είναι του Κορνάρου, εκτός αν αποδειχθεί λανθασμένη η ταύτισή του με τον Βιτσέντζο Κορνάρο που πέθανε το 1613/4. Σίγουρο όμως είναι ότι γράφτηκε μετά το 1586, έτος πρώτης έκδοσης του ιταλικού προτύπου της.

Υπάρχουν πολλοί μάρτυρες για την παράδοση του κειμένου, έντυποι και χειρόγραφοι. Κύριες πηγές είναι δύο, η πρώτη σωζόμενη έντυπη έκδοση του 1713 ( Βενετία ) και ένα χειρόγραφο γραμμένο σε λατινικούς χαρακτήρες (ο Νανιανός κώδικας Marc. gr. XI.19 (1394) της Μαρκιανής Βιβλιοθήκης της Βενετίας, που περιέχει και άλλα κρητικά θεατρικά έργα). Η παλαιότερη μαρτυρημένη έκδοση είναι του 1696, η οποία όμως δεν σώζεται. Κανένας από τους δύο βασικούς μάρτυρες δεν παρέχει αξιόπιστο κείμενο: όπως συνέβαινε με τα περισσότερα έργα της εποχής, έχει υποστεί αλλαγές που αλλοίωσαν τον χαρακτήρα του. Στο χειρόγραφο έχει υποστεί μετατροπές που καθιστούν το κείμενο περισσότερο αφηγηματικό και λιγότερο δραματικό, ενώ στις εκδόσεις έγιναν παρεμβάσεις στον διαλεκτικό χαρακτήρα του, με σκοπό το κείμενο να καταστεί περισσότερο κατανοητό στο ευρύ κοινό.
Το έργο ήταν δημοφιλές λαϊκό ανάγνωσμα και ως «ιστορία ψυχωφελεστάτη» έκανε 37 εκδόσεις μέχρι το 1874. Παραδίδεται επίσης άλλο ένα χειρόγραφο (χειρόγραφο Κολλυβά) που αποτελεί αντίγραφο μιας από τις εκδόσεις. Πέρα από τον ελληνικό χώρο, μεταφράστηκε το 1783 στην τούρκικη γλώσσα με καραμανλήδεια γραφή. Το κείμενο αυτό βασίζεται στη χαμένη σήμερα έκδοση του 1696 και τυπώθηκε άλλες δύο φορές, το 1800 και το 1844. Υπάρχουν άλλες δύο μεταφράσεις στην τούρκικη γλώσσα, του 19ου αι, καθώς και μία μετάφραση στην σέρβικη γλώσσα και μία τουρκική με αρμένικους χαρακτήρες, επίσης του 19ου αι. Το κείμενο αγαπήθηκε πολύ από το λαό και πολλοί στίχοι του χρησιμοποιούνταν ως παροιμίες ή ως υλικό σε τραγούδια. Δεν υπάρχουν βέβαια μαρτυρίες για παράστασή του στην Κρήτη, είναι όμως βέβαιο ότι είχε παρουσιαστεί στα Επτάνησα, στις λεγόμενες «Ομιλίες», δηλαδή παραστάσεις κρητικών θεατρικών έργων  συνήθως σε διασκευές. Αντιθέτως η απήχησή του στους λόγιους κύκλους δεν ήταν μεγάλη.

Δημοσιεύτηκε στο Cretalive.gr Στις 12 Αυγούστου 2014 :
http://www.cretalive.gr/history/view/bitsentzos-ein-o-poihths-kai-sth-genia-kornaros-pou-na-brethh-akrimatistos/184397

Πηγές :
 Wim F. Bakker- Arnold F. van Gemert, «Εισαγωγή» στο: Η θυσία του Αβραάμ. Κριτική έκδοση, Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Κρήτης, Ηράκλειο 1996
 http://el.wikipedia.org/wiki/%CE%95%CF%81%CF%89%CF%84%CF%8C%CE%BA%CF%81%CE%B9%CF%84%CE%BF%CF%82
 http://el.wikipedia.org/wiki/%CE%97_%CE%98%CF%85%CF%83%CE%AF%CE%B1_%CF%84%CE%BF%CF%85_%CE%91%CE%B2%CF%81%CE%B1%CE%AC%CE%BC_%28%CE%B4%CF%81%CE%AC%CE%BC%CE%B1%29

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου