Γεμάτος βροχές στις βαλίτσες του φεύγει ο Γενάρης…
Της Ελένης Μπετεινάκη
Με ένα φεγγάρι λαμπερό που κρύφτηκε τις τελευταίες μέρες στα σύννεφα…
Με κρύο και μυρωδιά καμένου ξύλου και καπνιάς, κάστανου και ζεστού ρακόμελου.
Με δώρα που ακόμα γεμίζουν την ψυχή κι αναπάντεχες χαρές που μεγαλώνουν σαν τις μοιράζεσαι…
Κι απόψε τα μεσάνυχτα κι ίσαμε το ξημέρωμα θα φανεί εκείνος ο Μικρός, ο Κουτσός, ο Πλουτώνιος, ο Γκουζούκης,ο Κρυάρης, ο Κλαδευτής, ο Λησμονιάρης ο Μισερός, ο Χορευτής, ο Φλεγάρης, ο Φλιάρης, ο Κούντουρος, ο Κουτσοφλέβαρος, το στερνοπούλι του Χειμώνα…
Κι αρχίζουνε οι ιστορίες, οι παραδόσεις, οι θύμησες αλλοτινών καιρών…
«Αφορμή ψάχναμε για γλυκό, μια κουταλιά βύσσινο από εκείνο το βάζο που ΄κρύβε καλά στο κρυφό ντουλάπι της κουζίνας η μάννα μας. Για να φύγει γλυκά ο Γενάρης, να «κοκκινίσουν» τα μάγουλα του μικρού Φλεβάρη γιατί ΄χε, λέει, λειψή τη χαρά, το τρέξιμο και τα βάσανα. Πρωί πρωί θα ερχόταν με το κοντοπαντέλονο και το καρό πουκαμισάκι με τα ξηλωμένα κουμπιά. Τούτο το παιδί δεν ήταν να του συνεριζόσουνα. Έκανε πάντα του κεφαλιού του. Λέγαμε στο χωριό πως ήταν λέει νεραϊδοπαρμένο και συνέχεια γελούσε και χαχάνιζε σαν ξωτικό. Η Μυγδαλιά τον είχε αποτρελάνει. Κάποτε, είχε κατέβει στην Κάτω Πέτρα του Μύλου κι εκεί την αντίκρισαν τα μάτια του πρώτη φορά κι εκείνη επειδή φοβήθηκε τον μάγεψε. Του πήρε δυο μέρες από τη ζωή του και τις έσβησε ολότελα γιατί έτσι πίστευε πως κανείς δεν θα μάθαινε, δεν θα θυμόταν τη μορφή, το περπάτημα, το τραγούδι της. Μα η ομορφιά πώς να κρυφτεί; Κι ο Φλεβάρης δεν τα ΄χε χάσει καθόλου. Μόνο τις μέρες του έχασε…
Παμπόνηρος και πανέξυπνος τριγυρνούσε πάντα με το χαμόγελο στα χείλη. Σκορπούσε την χαρά σε όλο τον κόσμο και ας του ΄λειπε λίγος χρόνος. Είχε τον ήλιο βοηθό του κάθε μέρα, και που τον έχανες που τον έβρισκες τριγύρναγε σε βουνά χιονισμένα, παράβγαινε με τους αέρηδες και τις βροχές. Άλλαζε την διάθεσή του μόλις κατέβαινε στον κάμπο γιατί εκεί την συναντούσε πάντα. Νεράιδα κάτασπρη, με καταγάλανα μάτια, με ροζ μάγουλα και χείλη στο χρώμα του αγαπημένου του γλυκού, του βύσσινου. Η Μυγδαλιά, η δική του νεράιδα, τον συντρόφευε συχνά στα παιχνίδια του. Μαζί σεργιάνιζαν τις μέρες και τις νύχτες του χειμώνα χωρίς να νοιάζονται για τα σχόλια του κόσμου. Ήταν οι τρελοί του χωριού, οι δύο τους, ήταν οι βασιλιάδες της χαράς. Μια κουταλιά γλυκό βύσσινο, να γλυκάνει κι ο χειμώνας, να πούμε καλώς όρισες στον Φλεβάρη…»*
*Λόγια του Αέρα, Ελένη Μπετεινάκη, υπό έκδοση!
Καλό μας μήνα!
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου