Στον κυρ Γιάννη τον πατέρα μου …
Στην κυρία Μαρίκα, τη δεύτερη μάνα μου…
Της Ελένης Μπετεινάκη
Χορεύουν τα γράμματα σήμερα πάνω στο χαρτί, βαρύ ζεϊμπέκικο,
ανδρικό, του έρωτα και του θανάτου. Κι ύστερα ημερεύουν και πιάνουν συρτό
αγκαλιαστό και μαλακώνει λίγο η ψυχή κι ο νους…
Τα δάκρυα ανακατεμένα με θύμησες, χαρές κι αγάπη, πολλή αγάπη που δεν την καταλύει ο
χρόνος, ούτε ο θάνατος.
14 του Φλεβάρη, μέρα που γιορτάζει ο έρωτας κι είναι παντού το κόκκινο χρώμα σκορπισμένο. Το χρώμα του πάθους και της χαράς. Για μένα μέρα βαριά, ασήκωτη στην ψυχή.
Δυο χρόνια πάνε λοιπόν, σαν σήμερα, που χάθηκε η μια μου
ρίζα σε τούτον τον τόπο. Ο πρώτος μεγάλος έρωτας της ζωής μου, ο πατέρας μου,
έφυγε απότομα, ξαφνικά και γρήγορα… Στα χέρια μου σχεδόν έσβησε, με εκείνο το «κι
εγώ» σαν απάντηση στη δική μου φράση «Σ’ αγαπώ μπαμπά, ίσαμε τον ουρανό
και πάλι πίσω», που έχει στοιχειώσει στο μυαλό.
Την μεγάλη φωτογραφία κοιτώ κι αχνογελώ βουρκωμένη από τις θύμησες.
Μάτια καταγάλανα, κι ας ήταν άδεια τα τελευταία χρόνια, χαμόγελο πλατύ, και μια
έκφραση που λένε όλοι πως έχω την ίδια.
Από το ένα χέρι σε πήρα χθες μπαμπά και από το άλλο πήρα την
μαμά, που ευτυχώς είναι καλά, και σας κατέβασα στη «Χώρα». Περπατήσαμε σιγά
σιγά, σε γνώριμους δρόμους και στέκια
που αν και λίγο αλλαγμένα ακόμα υπάρχουν. Σταματήσαμε για έναν ελληνικό καφέ με
ελάχιστη ζάχαρη στου «Τσιχλάκη», στην αγορά που τόσο σου άρεσε. Χάρηκε η μαμά
κι άρχισε να μας λέει ιστορίες που ζήσαμε σε τούτο το μαγαζί κοντά μισό αιώνα πριν.
Θυμάσαι μπαμπά;
Τώρα το καφεκοπτείο έχει τον εγγόνο του γέρο Τσιχλάκη στο
τιμόνι, τον Δημήτρη,όμως η μαμά δεν χόρταινε να μου θυμίζει αλλοτινούς καιρούς
και ξεχασμένες ώρες που ‘χαμε όλοι μαζί περάσει εδώ, κουβεντιάζοντας, περιμένοντάς
σε να μας πάρεις με το μεγάλο φορτηγό…
Κι ύστερα περπατήσαμε όλη την οδό 1866 και κάναμε άλλη μια στάση
στου Κιούλπαλη. Να πάρεις κονιάκ χύμα από το δυνατό και καραμέλες βουτύρου για
τα μεγάλα γυάλινα συρτάρια του μαγαζιού μας. Κι εκεί απέξω συναντήσαμε την
κυρία Μαρίκα μας, τη Δοκιμάκη, τη δεύτερη μου μάνα. Αγκαλιές και χωρατά ανταλλάξατε
κι εμένα τα μάτια μου βρύση αστείρευτη. Εκείνη ήθελε αμυγδαλόψιχα για να βάλει
στα περίφημα πορτοκαλάκια της, ένα γλυκό που όσο κι αν προσπάθησα δεν κατάφερα ποτέ
να το κάνω σαν το δικό της.
Θυμάσαι μπαμπά;
Και τα ‘φερε έτσι η μοίρα κι ο καιρός να σας μνημονεύω
μαζί…. Παράξενες, τραγικές συμπτώσεις!
Και που να ξέρατε πόσο πολύ αλλάξαν όλα στον κόσμο μετά από
το φευγιό σας.
Γύρισα τα μάτια μου στην άλλη μεγάλη φωτογραφία τη δική σου
μάνα, κι είδα το δικό σου γελαστό πρόσωπο. Δεύτερη μάνα μου, αρχόντισσα της
ψυχής και του Μεγάλου Κάστρου, Κυρία Μαρίκα μας ! Πάλι σου διάβασα εκείνο το
κείμενο για τον έρωτα, το τελευταίο μας, που είχες τόσο πολύ ενθουσιαστεί με τα
γραφόμενα που χειροκροτούσες σαν μικρό παιδί και με προέτρεπες να το στείλω
παντού να το διαβάσουν όλοι.
Θυμάσαι μάνα;
Ακόμα τη νιώθω δίπλα μου, ξέρω πότε ενθουσιάζεται, πότε
δακρύζει, πότε της αρέσει πιο πολύ κάποιο από τα κείμενά μου και πότε θέλει να
συμπληρώσω κάτι ακόμα, για να καταλάβει και να «δει» την εικόνα, όπως μου
έλεγε…
Συναπάντημα δύσκολο και τούτο, απώλεια δυσαναπλήρωτη, φευγιό
απότομο, γρήγορο, στερητικό.
Κυκλοφόρησε,
μάνα…
Η υπόσχεση που σου ‘δωσα,
έγινε πράξη. Το βιβλίο με Ιστορίες από τις γειτονιές του Μεγάλου Κάστρου και το
ποδήλατό μου τυπώθηκε κι είναι πια στα χέρια μου. Σε δυο τρεις μέρες θα ΄ναι
και στα βιβλιοπωλεία. Το κοιτώ και χαμογελώ πλατιά γιατί ξέρω πόσο πολύ σου άρεσε
να ακούς αυτές τις ιστορίες. Πόσο πολύ ήμουν τα μάτια σου, όπως έλεγες, όταν στις
διάβαζα, πόσο πολύ ήσουν μαζί μου, να «περιπατείς», να με διορθώνεις.
Να το πεις σε όλους εκεί πάνω και πιο πολύ στον πάτερα μου
που ξέρω πως τον προσέχεις πολύ γιατί δεν μπορεί μόνος του να τα καταφέρει. Να
τού το εξηγήσεις σιγανά , να το καταλάβει. Ξέρω πως το δικό σου λίγο φως βοηθά και τα δικά του μάτια
να μην χάνεται τελείως στα σκοτάδια του.
Είδες που κατάφερα να μας κάνω χαρούμενους μια τόσο δύσκολη
μέρα. Αυτό δεν μου έλεγες, να ψάχνω τη χαρά, την απόλαυση, να διώχνω με κάθε
τρόπο όλες τις λύπες πολύ μακριά…
Αχ μάνα, αχ μπαμπά …
Στην αγορά μέσα, στην καρδιά του Μεγάλου Κάστρου, πουλούσαν
τα αγαπημένα σας μανουσάκια. Πήρα πολλά ματσάκια και γέμισα το σπίτι με μυρωδιές,
χρώμα και θύμηση…
Ο Γιάννης Μπετεινάκης ήταν ο πατέρας μου. Έφυγε σε ηλικία 91 χρόνων στις 14 Φεβρουαρίου 2020.
Η Μαρίκα Δοκιμάκη ήταν για μένα η δεύτερη μάνα και πολύ ξεχωριστός άνθρωπος που έφυγε
στα 92 της χρόνια στις 16 Φεβρουαρίου 2019.
Πλήρης ημέρων κι οι δυο τους και πολύτιμοι της ζωής μου και
για όσα χρόνια ζήσω κι εγώ!
Να μην ξεχάσετε να πείτε «Σ΄αγαπώ» σήμερα στους δικούς σας
πολύτιμους μικρούς και μεγάλους, που είναι δίπλα σας και σας χαμογελούν αληθινά
και σας κρατούν το χέρι στα εύκολα και τα δύσκολα.
Δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα ΠΑΤΡΙΣ στις 14 Φεβρουαρίου 2022 : https://www.patris.gr/
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου