Tης Ελένης Μπετεινάκη
Θυμάσαι μπαμπά; …
Αμέσως μετά την πρωτοχρονιά ξεκινούσαν οι ετοιμάσεις του
σπιτιού για την δική μας μεγάλη γιορτή!
Έβγαιναν τα πιο καλά σερβίτσια, τα κολονάτα ποτήρια του
κρασιού και του νερού. Γυαλίζαμε τα ασημικά και προπαντός τους δίσκους
σερβιρίσματος κι ανοίγαμε τα μεγάλα μπαούλα. Να στρωθούν τα καλά τραπεζομάντηλα
στη σάλα, συγκεκριμένα σεμεδάκια στα μικρά τραπέζια. Να είναι ίδια έπρεπε,
άλλαζαν μόνο τα μεγέθη. Αλλάζαμε ακόμα και τα μαξιλάρια στους καναπέδες. Αυτά με το
βελούδινο ή μεταξωτό ύφασμα βάζαμε, και όλα τους κεντημένα με βυζαντινή
βελονιά. Ατελείωτα βράδια σκυμμένη η μάνα από πάνω τους να ράβει, να κεντά, να
ζωγραφίζει με τη βελόνα της… Φυλάσσονταν τα καλύμματα να φανεί η ταπετσαρία των
επίπλων. Θυμάμαι πως δεν επιτρεπόταν κανείς μας να καθίσει πουθενά κι εγώ κρυφά
πήγαινα και χάιδευα την στόφα από τις πολυθρόνες γιατί αυτή η αίσθηση ήταν
μοναδική.Mε μια πολύ σκληρή
σκούπα «χτενίζαμε» τα χαλιά. Ούτε σε όνειρο δεν υπήρχε η ηλεκτρική σκούπα τότε.
Τζάμια, καθρέφτες, και οι πολυέλαιοι έπρεπε να αστράφτουν. Πάνω σε μια σκάλα
καθαρίζονταν σχολαστικά όλα τα «δάκρυα»
από κρύσταλλο που κρέμονταν στα πολύφωτα. Απαγορευόταν να υπάρχει ούτε ένας
κόκκος σκόνης πάνω στον μπουφέ με όλα τα πορσελάνινα αντικείμενα, τις
φοντανιέρες και τις γαβάθες που θα γέμιζαν με γλυκά να κεράσουμε τους
καλεσμένους.
Όλα τακτοποιημένα, όλα προβλεπόμενα. Από την ημέρα των Φώτων
και μετά δεν ακουμπούσε κανείς στο τραπέζι το μεγάλο της κουζίνας. Όλο το σπίτι
μύριζε ξανά κανέλα, ζάχαρη, κι ανεβατό ψωμί. Ξέχασα να σας πω την μεγάλη πρωτοτυπία
της μαμάς που έφτιαχνε καλιτσούνια και ας μην ήταν Πάσχα, μια παραλλαγή με
μαγιά μπύρας που έγλειφες τα δάκτυλά σου.
Η εξώπορτα άνοιγε στις 4.00 το απόγευμα ακριβώς και έκλεινε
πολύ μετά τα μεσάνυχτα. Ο μπαμπάς έφευγε για το μαγαζί κι οι επισκέψεις αρχινούσαν
με αμείωτη συχνότητα ίσαμε αργά. Οι απογευματινές λοιπόν γιορτές με όλα όσα απαιτούσαν οι τότε περιστάσεις ήταν στο
φόρτε τους. Δεν ήταν το δώρο τότε συνηθισμένο σε γιορτές εκτός από τα λουλούδια.
Κι όλα τους από τις μαγικές αυλές των Αρχανών, φρέσκα και μοσχομυριστά.
Χειμωνιάτικα τριαντάφυλλα από τις πάνω γειτονιές που ΄χαν το χρώμα του ουρανού
σαν ξημέρωνε τα πρωινά με νοτιά του Γενάρη. Οι φιλενάδες, οι γειτόνισσες, οι
συγγενείς , γυναίκες ως επι το πλείστων έρχονταν να ευχηθούν, να πούνε τα νέα
όλης της εβδομάδας, του χωριού κι όλων
των ξενιτεμένων τους.
Ήμουν σπουδαίος βοηθός, έλεγε η μαμά. Όλα τα γλυκά τα έβαζα
στα πιατάκια τους, τις χαρτοπετσέτες τις δίπλωνα σωστά ( χρωματιστές και με
σχέδια, αιτία να έχω κάνει ολόκληρη συλλογή από δαύτες). Δεν έμπαινα εγώ στο
σαλόνι. Ήταν μόνο για μεγάλους. Έφτανα ίσαμε την πόρτα και τις έδινα τα χρειαζούμενα
να κεράσει εκείνη! Κι ύστερα έπλενα τα πάντα στον μαρμάρινο νεροχύτη να είναι έτοιμα
για τους επόμενους καλεσμένους.
Πόσοι άνθρωποι πέρασαν απόψε από τη μνήμη μου. Πόσες γυναίκες
που έφυγαν πια στο αιώνιο ταξίδι τους. Στην μεγάλη πολυθρόνα του σαλονιού καθόταν
πάντα η γιαγιά Ελένη, μέρα που φορούσε ένα φόρεμα με πουά λευκό και μαύρο σχέδιο.
Έκανε διάλλειμα από το δικό της πένθος. Κανείς μας δεν ξεχνούσε πως ήταν μέρα των
Φώτων κάποτε όταν έφυγε ο μεγάλος της έρωτας, ο παππούς Γρηγόρης κι ήταν για
εκείνη μεγάλο το βήμα να μην φοράει μαύρα στη γιορτή του γαμπρού της. Χαμογελούσε πλατιά και χαιρόταν με την πολυκοσμία
που τις γέμιζε τις επόμενες μέρες της μοναξιάς της.
Πόσος κόσμος αλήθεια, πόσο ανέμελα όλα εκείνα τα χρόνια. Η
γιορτή φούντωνε ακόμα πιο πολύ μετά τις 9.00 το βράδυ. Επέστρεφε σπίτι κι ο μπαμπάς,
ο επίσημος εορταζόμενος που γλήγορα γρήγορά έβαζε κι εκείνος το καλό του
κουστούμι με τη γραβάτα και περίμενε τους φίλους του τους πιο κολλητούς. Ήταν η
σειρά των ζευγαριών πια και ξαναγέμιζε η σάλα με χαρούμενες κουβέντες και γέλια
και πειράγματα. Κι όσο προχωρούσε η ώρα στρώνονταν
στο μεγάλο τραπέζι και η καταπράσινη τσόχα ( κεντημένη με τραπουλόχαρτα κι
εκείνη από τη μαμά) για το καθιερωμένο χαρτάκι, λόγω των ημερών. Ήταν η ώρα του
βερμούτ, των ξηρών καρπών και των τσιγάρων. Υπήρχε ένα ειδικό «αντικείμενο»,
δεν γνωρίζω πως το λένε, ίσως ταμπακέρα που όλα τα τσιγάρα έστεκαν όρθια κι άνοιγε
με ένα μαγικό κουμπί μια πορτούλα. Ο μπαμπάς αν και δεν κάπνιζε πια από τότε που
είχε φύγει ο παππούς κερνούσε όλους τους φίλους του από τα καλά, τα Malboro , ένεκα της βραδιάς. Μόνο
ο θείος Μανόλης δεν άλλαζε τη μάρκα του, τα 22 του ήταν για αυτόν …θρησκεία. Έτσι
έλεγε!
Θυμάσαι μπαμπά; Φέτος το σαλόνι είναι τελείως άδειο.
Καμιά γιορτή, καμιά ευχή.
Κι όμως εγώ θυμάμαι, όλα τα θυμάμαι κι έχω μέσα μου όλες τις
εικόνες, όλα τα χρόνια που ευτυχώς ήταν πολλά για να μην ξεχνώ τίποτα απολύτως…
Να χαίρεστε του Γιάννηδες σας που σίγουρα είναι πολλοί.
Να τους αγκαλιάζετε σφιχτά πριν γίνουν μόνο φωτογραφίες!
Πάλι στα σοκάκια του χωριού και της μνήμης περπατώ ψάχνοντας
αλλοτινούς καιρούς…
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου