Το παραμύθι της βροχής

Πέμπτη 31 Δεκεμβρίου 2020

Μια παραμονή πρωτοχρονιάς … Μια φορά κι ένα καιρό!

Της Ελένης Μπετεινάκη

Κάθισα απόψε κατάχαμα στο μεγάλο χαλί του δικού μου σαλονιού κι αφού έσβησα όλα τα  φώτα παρακολούθησα τα μικρά χρωματιστά λαμπιόνια στο  Χριστουγεννιάτικο δέντρο. Παραμονή Πρωτοχρονιάς χωρίς φίλους ή συγγενείς, έγκλειστοι, περιορισμένοι και σκεφτικοί. Κράτησα κι ένα ποτήρι κατακόκκινο κρασί να στείλω ευχές  και θύμησες σ’ αερικά και άπιαστα ….

Ο Αϊ Βασίλης καθισμένος στην πολυθρόνα του, κουνιστή παρακαλώ ξεκουραζόταν. Τα μικρά καλικαντζαράκια με φάτσες παραμυθένιες και χαμογελαστές κρύβονταν πίσω από το δέντρο, έτοιμα για την σκανταλιά της βραδιάς.

Κι εγώ  χώθηκα στα σεντούκια της μνήμης! Αφέθηκα στο γρανάζι του χρόνου να με φέρει στην παιδική μου ηλικία. Μου λείπουν απόψε οι πολύ αγαπημένοι μου. Η δεύτερη μάνα της ζωής μου, η κυρία Μαρίκα μας να με γεμίσει με ευχές, να μου κρατήσει το χέρι να νιώσω την αγάπη της μέσα στα μύχια της ψυχής μου. Θυμήθηκα τον μπαμπά μου με εκείνο το ζεστό και μόνιμο χαμόγελό του. Μου λείπουν τα γαλάζια του ματιά που ΄χαν όλη τη μαγεία στο βλέμμα τους… Κι ας μην έβλεπε τα τελευταία χρόνια. Άλλωστε το χρώμα τους δεν αλλοιώθηκε ποτέ! Κι ένιωσα σαν να τον είδα στην πολυθρόνα του απέναντι ακριβώς από το μικρό μπαράκι  να κοιτάει με αγωνία τις ειδήσεις στην καινούργια τηλεόραση, την ασπρόμαυρη στο κανάλι ΥΕΝΕΔ.  Κι εγώ καθισμένη  και τότε μπροστά στο δέντρο, πράσινο πλαστικό με γυάλινες  μπάλες που αν τις ακουμπούσαμε λίγο παραπάνω ράγιζαν. Με φωτάκια πολύχρωμα και πάλι, το κράτησα τούτο κι εγώ στο δικό μου σημερινό δέντρο, και αραχνοΰφαντες κλωστές σαν το μαλλί της γριάς. Μ΄ άρεσε θυμάμαι πολύ να απλώνω βαμβάκι πάνω στα κλαδιά για να φαίνεται σαν παχύ χιόνι που θα΄θελα να πέφτει κείνες τις μέρες και στο χωριό μας αλλά σπάνια συνέβαινε...

Κι ύστερα στήλωσα τα μάτια μου στην φάτνη… Πω πω, γέμισα δάκρυα χαράς!

Την θυμάμαι εκείνη μια χρονιά εκεί στις αρχές της δεκαετίας του ’70! Λίγες μέρες πριν, κατεβαίναμε κάτω στο πλυσταριό της μαμάς και ανοίγαμε το σεντούκι με τους θησαυρούς μας. Ήταν ένα μεγάλο κουτί από φελιζόλ που μέσα μαζεύαμε φιγούρες από τα γλειφιτζούρια που αγοράζαμε ένα πενηνταράκι το καθένα από το περίπτερο του κυρ Νικήτα, με αγγελάκια, προβατάκια, γαϊδουράκια, τον Ιωσήφ, την Μαρία, τους μάγους με τα δώρα, τους βοσκούς. Πολύχρωμα όλα, και λιλιπούτεια αλλά τεράστια και σαν αληθινά στα παιδικά μας μάτια. Κείνη τη χρονιά είχαμε βρει ότι ακριβώς χρειαζόταν και πέσαμε με τα μούτρα στη δουλειά να φτιάξουμε την σπηλιά από γύψο με μπόλικους σταλακτίτες και σταλαγμίτες που είχε μάθει για αυτούς ο αδελφός μου στο σχολείο κι εγώ δεν καλοκαταλάβαινα τι ήταν. Όλα πάνω σε ένα ξύλο κόντρα πλακέ  από το ξυλουργείο του κυρ Λευτέρη. Στη πίσω μεριά βάλαμε ένα μεταλιζέ ασημί και χρυσό χαρτί και σαν πέτυχε όλο το καλούπι ρίξαμε λίγα άχυρα  να φαίνεται πιο φυσική. Κολλήσαμε όλες τις φιγούρες με εξέχουσα θέση το μικρό Χριστό, και τους τρεις μάγους που ήταν δυσεύρετες και όποιος τις είχε ήταν …αρχηγός. Στην είσοδο πάνω ψηλά στολίσαμε ένα μεγάλο αστέρι. Το ‘χαμε φτιάξει κι αυτό με μεταλιζέ χαρτί και οι ακτίνες του στρουφιγμένες  πάνω σε ένα στυλό Bic για να μοιάζουν τρισδιάστατες…. Περιμέναμε δυο τρεις ώρες να στεγνώσει όλο το κομψοτέχνημα μας. Δεν κουνούσα από τη θέση μου. Παρακολουθούσα τον γύψο να στεγνώσει σιγά σιγά και ένιωθα ο πιο τυχερός άνθρωπος του κόσμου που είχα όλα όσα δύσκολα εύρισκαν τα άλλα παιδιά.  Κάτω από το δέντρο την βάζαμε κι ένα κίτρινο φωτάκι τοποθετούνται από μια μικρή τρύπα που ανοίγαμε στην πίσω μεριά για να φωτίζει, να αναβοσβήνει, να φουντώνει η μαγεία κι η ομορφιά της. Ακριβώς δίπλα ήταν ο Αϊ Βασίλης! Πλεγμένος με νήματα κόκκινα και λευκά  με το βελονάκι της γιαγιάς Ελένης, κολλαριστός και ακούνητος πάνω σε ένα μπουκάλι πορτοκαλάδας Βιοχύμ.  Ώρες περνούσα ξαπλωμένη στο χαλί, πιστεύοντας πως αυτή ήταν η αληθινή φάτνη της Βηθλεέμ και πως το μεγάλο θαύμα που όλοι μιλούσαν γι αυτό είχε συμβεί μόνο στο δικό μας σπίτι κι ο Χριστός είχε γεννηθεί εκεί ανάμεσα στις μικρές πλαστικές φιγούρες που στα μάτια μου φάνταζαν τεράστιες και πέρα για πέρα ζωντανές…

Έστρεψα το βλέμμα μου να δω και πάλι το χαμόγελο του πάτερα μου αλλά όλα είχαν χαθεί. Δυο μεγάλες φωτογραφίες μόνο απέναντι ευτυχώς χαμογελαστές. Σήκωσα το ποτήρι μου, αμίλητη ,κι υστέρα κοίταξα το αστέρι ψηλά στο δικό μου Χριστουγεννιάτικο δέντρο.

Ελπίδα σκέφτηκα, φως, αγάπη κι αγκαλιές να φέρει ο καινούργιος χρόνος…

Σηκώθηκα γρήγορα γρήγορα γιατί άκουσα θορύβους από την καμινάδα…

Ο Άγιος Βασίλης σκέφτηκα… κι όλες οι κούκλες μου στρέψανε το βλέμμα τους προς το τζάκι. Πήρα αγκαλιά τον γέρο χρόνο (κούκλα τον έχω) και κρυφτήκαμε  πίσω από τον μεγάλο καναπέ… Μην καταλάβει πως είμασταν εκεί και φύγει!

Άραγε τι να μας άφησε κάτω από το δέντρο;

Εγώ ένα ήθελα με την ψυχή μου…

Μια μόνο στιγμή από την εκείνη την Παραμονή πρωτοχρονιάς του 1972….

Καλή χρονιά σε όλους μας!

 

https://zhtunteanagnostes.blogspot.com/

Τρίτη 29 Δεκεμβρίου 2020

Το νησί με τις λέξεις που αγαπάνε*… στα Παραμύθια της Τετάρτης!

Της Ελένης Μπετεινάκη

Τα Παραμύθια του Σαββάτου είναι μια «στήλη» που αγαπά το παιδικό βιβλίο και για χρόνια πορεύεται μαζί με χιλιάδες αναγνώστες. Ενίοτε γίνεται καθημερινή όταν  έχει να σχολιάσει βιβλία που αξίζουν ακόμα περισσότερο την προσοχή σας!

*Το Νησί με τις λέξεις που αγαπάνε του Μάνου Κοντολέων κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Πατάκη

Οι λέξεις έχουν πάντα τη μεγαλύτερη δύναμη από οτιδήποτε στον κόσμο. Μια μόνο αρκεί να φέρει χαρά, λύπη, δάκρυα, χωρισμό, αναγέννηση, αγάπη ακόμα και πόλεμο. Μπορεί ακόμα και να καταρρίψει ένα πολίτευμα.

Όμως ας πάρουμε τα πράγματα από την αρχή. Λεξηπλάστης και γλωσσομάγος ο Μάνος Κοντολέων. Πάντα με ιδιαίτερη γραφή, προσεγμένη, γεμάτη συμβολισμούς, προβληματισμούς και ταξίδια στη χώρα της φαντασίας που επαγρυπνούν συνειδήσεις.

Οι λέξεις του, οι σκέψεις και οι ιστορίες του είναι για παιδιά και μεγάλους. Το «Νησί» του είναι ένα βιβλίο που τα λέει όλα με τρόπο αλληγορικό και ιδιαίτερο τονίζοντας πόσο μεγάλη σημασία έχει στη ζωή η αγάπη, ο έρωτας, το όνειρο.

Το Νησί που για να το γυρίσει κάποιος χρειαζόταν επτά μέρες  με τα πόδια, πέντε με το κάρο του και τρεις με το άλογο, γερνούσε.  Το Νησί βρισκόταν στη μέση μιας κλειστής θάλασσας. Κι είχε ιστορίες πολλές που τις  θυμόντουσαν μόνο οι γεροντότεροι κι είχαν αρχίσει να χάνονται σιγά σιγά. Κι ο Ηγεμόνας έβλεπε πως όλα είχαν αλλάξει, πως οι άνθρωποι ξεχνούσαν πολλά και πιο πολύ τις λέξεις που είχαν μέσα τους ομορφιά κι αγάπη. Και γερνούσε κι εκείνος και φοβόταν πως όλα θα τελείωναν σιγά σιγά. Με την Αρχόντισσα, τη γυναίκα του δεν αξιώθηκαν να έχουν παιδιά και δεν ήξεραν την τύχη του Νησιού, δεν είχαν ένα διάδοχο … Κι αφού κι οι ίδιοι νιώσανε τις ξεχασμένες λέξεις πόση δύναμη είχαν, όταν αρχίσαν ξανά να τις θυμούνται εκείνες επέστρεφαν. Τότε σκέφτηκαν πως να σωθεί το Νησί κι ο κόσμος τους. Καλέσανε τους ΄άνδρες και τις γυναίκες του Νησιού να γράψουν τις δικές τους ιστορίες με λέξεις που αγαπούν, που γνοιάζονται, που φροντίζουν κι αφού θα διάλεγαν την πιο καλή θα καταλάβαιναν ποιος θα ήταν κατάλληλος να γίνει ο νέος Ηγεμόνας τους τόπου. Κι όλα αυτά θα γίνονταν γνωστά τη νύχτα της πιο λαμπρής Πανσελήνου του Γενάρη!

Έξι ιστορίες στάλθηκαν…. Έξι μοναδικά «παραμύθια»!

Η ιστορία στον λευκό φάκελο μιλούσε για ένα μεγάλο Έρωτα!

Για τα αγόρια, τα παλληκάρια, τα πεισματάρικα…

Για τα κορίτσια τα μεγάλα που κι εκείνα πεισμώνουν πολύ…

Για την αγάπη που ψάχνανε κι οι δυο ( το αγόρι και το κορίτσι να την βρουν).


Κι είχε «ο έρωτας μάτια σκουροπράσινα…». Στα λουλούδια στολίστηκε, στις μυρωδιές που ταιριάζανε με τις ανάσες των δυο ερωτευμένων, στα παλιά σεντούκια με τα προικιά και στο άρωμα της μέντας και του δυόσμου. Και σαν θέλησε το παλικάρι την ύστατη στιγμή να ζήσει άλλη μια περιπέτεια στον τόπο του και να νιώσει εκείνες τις μυρωδιές των βοτάνων όλα αλλάξανε. Κι έφυγε και έγινε η αγάπη πείσμα και μαράθηκε η ζωή της κοπέλας που διάλεξε να ζήσει στις ρίζες ενός δέντρου που δεν άνθιζε μήτε έβγαζε καρπούς εκτός κι αν το ακουμπούσε κάποτε  η πιο μεγάλη αγάπη. Κι όταν περάσανε τα χρόνια κι ο νέος που ήταν πια γέρος επέστρεψε κρατώντας τα μυρωδικά του τόπου του κι ένιωσε πως είχε χάσει εκείνον τον έρωτα του για πάντα, τότε συνέβη το πιο παράξενο. Σαν ακούμπησε το δέντρο το ξερό, σαν φύτεψε δεξά και ζερβά του τη μέντα και το δυόσμο το δέντρο άνθισε με κατάλευκα νυφιάτικα λουλούδια…

Η δεύτερη ιστορία ήταν στον κίτρινο φάκελο… στην Αδελφή αφιερωμένη!

Στις κόρες της Ρήγισσας που πέθανε μόλις τις γέννησε…

Στην Πορτοκαλένια και Λεμονένια που δυο δέντρα φυτεύτηκαν για χάρη τους. Και μεγαλώνανε οι κόρες και μαζί τους και τα δεντράκια. Η Ποτροκαλένια ήταν λουσμένη με το φως και όλα τα χρώματα κι ειχε φίλο της τον Ήλιο. Και τριγυρνούσε παντού  και καλημέριζε όλον τον κόσμο. Κι όταν το πήρε απόφαση η Λεμονένια να βγει κι αυτή στο φως προτίμησε κι έκανε φίλο της το Φεγγάρι…Εκείνο της έμοιαζε, έτσι πίστευε… Και της αρέσανε τα παράξενα του σκοταδιού, οι ήχοι και οι έννοιες που κρύβονταν. Αφέντρες γίνανε οι δυο αδελφές, η πρώτη των χρωμάτων κι η δεύτερη των ήχων. Κι ήταν και εκείνα τα δίδυμα αγόρια που ‘χαν παράλληλες ζωές με τις δυο αδελφές… Ο ένας κρατούσε  ένα πινέλο και ζωγράφιζε τα χρώματα της νύχτας κι ο άλλος μια κιθάρα κι έπαιζε μουσική με τους ήχους της μέρας. Και σαν συναντήθηκαν κι οι τέσσερις για μια στιγμή πάλι άλλαξε νόημα η ζωή όλων….

Η Τρίτη ιστορία στον πράσινο φάκελο ήταν αφιερωμένη στη Μητέρα….

Κι είναι η ιστορία της Ροδής και του Ροδάμανη. Αγάπης ιστορία και μαντικά και πόλεμοι κι υποσχέσεις. Και παιδιά που απέκτησαν το χρώμα της Ροδής εκείνο από τα μάγουλα της  τα κορίτσια και δροσιά από τα χείλη του άνδρα τ’ αγόρια. Και έγινε μάννα η Ροδή πολλών παιδιών που είχαν ανάγκη το χάδι. Που είχαν στερηθεί την αγάπη του γονιού και γέμισε ο τόπος της το Νησί με καρπούς σαν ρόδι. Κι ήταν εκεί και πάλι τα δέντρα, τρία τούτη τη φορά ….


Η Τέταρτη ιστορία στον γαλάζιο φάκελο ήταν αφιερωμένη στον Πατέρα…

Στον Πρώτο κυνηγό, στο πάτερα ενός μικρού αγοριού έλαχε ο κλήρος να βρει και να φέρει στη Γη το καλοκαίρι… Περιπέτεια μεγάλη και τούτη η ιστορία που κρύβει δάκρυα και πόνο μα  και χαρά περισσή. Κατορθώματα, τόλμη, ανδρεία, αγάπη και θάρρος άφοβο…

Η ιστορία στον κόκκινο φάκελο ήταν σαν πουλί τριανταφυλλί…

Ο Πρώτος Φύλακας δεν ήταν καλός Άνθρωπος. Απαγόρευε τα πάντα από τους άλλους κι έφερνε μόνο μούχλα και μαστίγιο στο Νησί. Ώσπου ήρθε η Μαγίστρα με τα κόκκινα μαλλιά και έχτισε ψηλά το κάστρο της. Κι είχε λουλούδια πoλλά στην αυλή της και τόλμη περισσή.  Γάλα θέλησε να πάρει από τον βοσκό, προνόμιο μόνο του Πρώτου Φύλακα.  Κι ήταν αυτό η αρχή να αλλάξουν όλα κι οι άνθρωποι να μάθουν ν ζητούν το δικό τους …γάλα ή δίκιο! Και να γεμίζει ο κόσμος τους, οι αυλές, η ζώ τους μικρά λουλούδια σαν πουλιά τριανταφυλλί…

Η ιστορία στον Ασημί φάκελο ήταν αφιερωμένη στα παιδιά!

Για χίλια δέντρα μιλάει τούτη η ιστορία που τα ‘κανε δώρο στον τελευταίο άρχοντα ένας θεός περαστικός… Επειδή τον φίλεψε ένιωσε ευγνωμοσύνη  και χάρισε την ελιά στον Άρχοντα που ήταν πολύτιμη. Δώρο αγάπης αιώνιας. Κι έπρεπε ο Άρχοντας να προσέχει πως χειριζόταν κι εκείνος την αγάπη για να μην χάσει ούτε ένα από τα δέντρα του. Και σαν πέρασαν τα χρόνια το ξέχασε  κι άρχισε να γίνεται αλαζόνας…Κι όλοι οι απόγονοι του και πέρασαν αιώνες και ξέχασαν οι άρχοντες κι οι άνθρωποι την προφητεία. Χάθηκαν όλα τα δέντρα, ξεράθηκαν, δεν έβγαζαν πια ευλογημένο καρπό, εκτός από ένα. Η πρώτη γυναίκα Ηγεμόνας σαν πήρε την εξουσία στα χέρια της, ένιωσε τι θα πει προσφορά κι αγάπη κι ήταν εκείνη που έδωσε πάλι ζωή στον Ελαιώνα ήταν η Μάνα, η αρχόντισσα η ίδια η Αγάπη….

Τρία τα μέρη του βιβλίου: Οι λέξεις, οι ιστορίες και οι Άνθρωποι. Δεμένα και τα τρία σαν να΄ναι ένα.

Θα μπορούσε να είναι ένα βιβλίο οδηγός για δημοκρατικό πολίτευμα…

Θα μπορούσε να είναι επίσης ένα βιβλίο για την αγάπη προς τον άνθρωπο…

Θα μπορούσε να είναι το καταστάλαγμα και η σοφία από την εμπειρία μιας ολόκληρης ζωής…

Θα μπορούσε να είναι ένα υπέροχο βιβλίο για όλα όσα ποθούν οι άνθρωποι και που μόνοι τους δεν ξέρουν αν τα καταφέρουν να τα ζήσουν. Όλα όσα ονειρεύονται, μαζί με όλους. Μια ιστορία που συμπληρώνεται κι ολοκληρώνεται από μια άλλη. Όπως η ζωή. Που για να είναι πλήρης χρειάζεται παραπάνω από έναν άνθρωπο. Χρειάζεται το δόσιμο, την αγάπη , το μοίρασμα…

Θα μπορούσε να είναι ένα μυθιστόρημα γεμάτο φαντασία, περιπέτειες και λέξεις που φτάνουν και ανυψώνουν την αγάπη στο πιο ψηλό σκαλοπάτι.

Θα μπορούσε να είναι ένα βιβλίο γεμάτο ρίζες και δέντρα συμβολισμοί για την  ασφάλεια, την επιμονή, την προσμονή, το πείσμα.

Ένα βιβλίο για όλους εκείνους που λατρεύουν την εξουσία. Κι ίσως πολύ προφητικό για την αλαζονεία και την έπαρση.

Ένα βιβλίο που θες να το διαβάσεις πολλές φορές γιατί έχει ένα σωρό ξεχωριστά νοήματα κι ομορφιά και λέξεις που γεμίζουν την δική σου ψυχή. Και κατορθώματα και αποφάσεις και ζωή, πολλή ζωή.

Ένα βιβλίο ποίημα…

Ένα βιβλίο γεμάτο αληθινά παραμύθια.

Ένα βιβλίο που σου αφήνει μια γλύκα και μια ώριμη σκέψη για τη δική σου ζωή, την πορεία, τις αποφάσεις που πρέπει να πάρεις. Το πόσο βαθιά πρέπει να κοιτάς τα μάτια του άλλου, να φτάνεις στα μύχια της ψυχής του και να καταλαβαίνεις  τα θέλω, τα μπορώ, τα όσα τον κάνουν ευτυχισμένο…

Πριν από το τέλος … να ξέρεις, να αντέχεις, να μπορείς να αφήνεις χώρο για τους άλλους, να ξέρεις πότε πρέπει να πεις : Ως εδώ!

Όλα τα παραπάνω είναι  τούτο το βιβλίο. Πολυδιάστατο, γεμάτο αλήθειες που κρύβονται στις λέξεις του και με βαθιά φιλοσοφικά ερωτήματα που ευτυχώς έχουν απάντηση….

Κ. Μάνο Κοντολέων πάντα θαύμαζα την γραφή σας. Για μια ακόμη αφορά αφέθηκα να με παρασύρουν οι λέξεις και να γίνω ένα με κάθε ήρωά σας. Να ζήσω για λίγο κι εγώ στο Νησί να γευτώ όλες τις ιστορίες, τις περιπέτειές , τις αγωνίες των απλών ανθρώπων αλλά και του Ηγεμόνα και πιο πολύ της Αρχόντισσας.

Το εξώφυλλο της Κατερίνας Βερούτσου  με γέμισε με χρώμα τριανταφυλλί και γαλάζιο όπως η μεγάλη κλειστή θάλασσα.

Να το ψάξετε τούτο το βιβλίο. Για όλα όσα σας έγραψα και για την απόλαυση της ανάγνωσης που τόσο πολύ έχουμε όλοι μας ανάγκη.

Εμένα με ταξίδεψε τούτη η γραφή. Σε μονοπάτια της φαντασίας χρωματιστά και άπιαστα κι ονειρεμένα…. Σαν ένα ατέλειωτο ποίημα!

Για παιδιά από 10 χρόνων και εφήβους και μεγάλους!

Δείτε εδώ ένα απόσπασμα: https://www.patakis.gr/product/642874/vivlia-paidika--efhvika-paidikh-neanikh-logotexnia/To-Nhsi-me-tis-lekseis-pou-agapane/

Παρασκευή 25 Δεκεμβρίου 2020

Των Χριστουγέννων οι αγαπημένες ιστορίες …στα Παραμύθια του Σαββάτου!

Tης Ελένης Μπετεινάκη

Χρόνια μας πολλά !

Σκεφτείτε, λέει, να είχαμε Χριστούγεννα  κάθε μέρα! Όλος ο κόσμος μας θα ήταν διαφορετικός κι ίσως, ίσως, σκεφτόμασταν όλοι σαν παιδιά.

Κι ίσως τότε τα Παραμύθια να είχαν  μέσα στους την μεγαλύτερη αλήθεια που γράφτηκε ποτέ!

Μερικά από τα Χριστουγεννιάτικα παραμύθια που θεωρούμε πως αξίζει να θυμηθείτε ξανά και αν δεν τα  έχετε να τα ψάξετε….

Το ωραιότερο Χριστουγεννιάτικο στολίδι, Αγγελική Δαρλάση, εικ: Αλεξία Οθωναίου, εκδ. Μεταίχμιο

Ένα πολυκαιρισμένο, κατατσαλακωμένο σακουλάκι με μια κόκκινη κορδέλα και μια πολύ σκληρή καραμέλα στο εσωτερικό του, είναι το ωραιότερο χριστουγεννιάτικο στολίδι που κρέμεται από το έλατο την παραμονή της νύχτας των Χριστούγεννων σε ένα σπίτι με …ιστορία! Ήταν το σπίτι ενός άνδρα που κάποτε ήταν ένα καλοκαμωμένο αγόρι, καστανόξανθο με πεταχτά αυτιά και καστανά μάτια. Ένα αγόρι που στα δεκαπέντε του χρόνια αποφάσισε να πάει στον πόλεμο. Λίγο η ανεργία που μάστιζε τα μέρη του, λίγο η περηφάνεια του, λίγο η εφηβεία που τα βλέπει όλα σαν περιπέτεια, γίνανε η αιτία να ντυθεί στρατιώτης. Η αδερφή του που τον λάτρευε του ΄πε πως  τα ξωτικά, έτσι τον φώναζε, δεν πάνε στον πόλεμο. Όμως εκείνος …πήγε.

Κι αφού ο πόλεμος δεν είχε τελειωμό, τις Χριστουγεννιάτικες μέρες, ένα πακέτο τυλιγμένο με χοντρό καφέ χαρτί έφτασε στα χαρακώματα για τον νεαρό στρατιώτη. Το καλύτερο δώρο ήταν, που είχε μέσα κρέας παστό, πορτοκαλί κάλτσες, σαπούνι με άρωμα λεβάντας, ένα σακουλάκι με καραμέλες και ένα γράμμα. Ένα γράμμα από την Μαίρη την μικρή του αδελφή….

Τα Χριστούγεννα του 1914, στον Α Παγκόσμιο πόλεμο τα κανόνια, τα όπλα και ο χαλασμός σταμάτησαν…

Όλοι διάβαζαν τα γράμματα, γεύονταν τα λιγοστά καλούδια, έπαιζαν χαρτιά, ντάμα ή σκάκι, μπάλα, και  κανείς , κανείς δεν πολεμούσε. Ούτε στο εχθρικό στρατόπεδο…..Πουθενά. Και τότε ξεκίνησε εκείνη η μουσική και το τραγούδι της Άγιας Νύχτας που αν και δεν καταλάβαιναν όλοι τη γλώσσα που ακούγονταν, την ένοιωθαν και την σιγοτραγουδούσαν. Κι ύστερα ήρθε η γαλήνη κι ότι οι ισχυροί του κόσμου δεν κατάφεραν να κάνουν. Να μονιάσουν για μια μέρα οι …εχθροί. Να γιορτάσουν την μαγική Νύχτα και Μέρα , τη λευκή Μέρα - Νύχτα της Ανακωχής που έμεινε για πάντα χαραγμένη με ολόχρυσα γράμματα στην ιστορία…

Δυο καραμέλες κι ένα κουμπί ήταν τα πολύτιμα δώρα που ανταλλάχτηκαν ανάμεσα σε αγνώστους για να θυμούνται σε όλη τους τη ζωή εκείνη την μία και μοναδική μέρα…

Όταν η αλήθεια μπερδεύεται με το θρύλο χρειάζεται ένας σπουδαίος συγγραφέας για να κινήσει τα νήματα μιας καινούργιας ιστορίας που αν και σχεδόν παραμύθι, νοιώθεις πως μπορεί και να συνέβη κάποτε. Ένας τέτοιος μοναδικός και μαγικός συγγραφέας είναι η Αγγελική Δαρλάση. Για την  Ανακωχή του 1914 έγραψε, του Α Παγκοσμίου Πολέμου, τα Χριστούγεννα,  που οι ίδιοι οι στρατιώτες έκαναν μόνοι τους για να ζήσουν την πιο όμορφη μέρα της χρονιάς και που  την γνωρίζουν όλοι οι μεγάλοι. Είναι η ωραιότερη ιστορία του κόσμου και χάρις στην Αγγελική τώρα θα την μάθουν με τρόπο παραμυθένιο και τα παιδιά. Μια ιστορία πολύ συγκινητική. Μια ιστορία απόλυτα ανθρώπινη. Ένα παραμύθι καλογραμμένο, γεμάτο φαντασία ως προς τους ήρωες και την πλοκή της ιστορίας,  που παρουσιάζει την μεγάλη αλήθεια χωρίς να τρομάζει. Ο Πόλεμος είναι πάντα άσχημος, άχαρος και φοβερός. Τρομάζει κάποιες φορές τα παιδιά που δεν τον καταλαβαίνουν , όταν όμως μπλέκεται με τόσο  περίτεχνα στολίδια γεμίζει μόνο ομορφιά την ψυχή, ανθρωπιά κι αγάπη η μικρή …ανακωχή του.

Μια ιστορία για ανθρώπους που δεν γνωρίζονται  αλλά…νοιώθουν. Μια ιστορία για την πολυτιμότητα της Ειρήνης. Για την Αγάπη, την οικογένεια, τα Χριστούγεννα, τους ισχυρούς του πλανήτη που δεν καταλαβαίνουν τα απλά, τα μικρά, τα ασήμαντα , τις …καραμέλες, πόσο πολύ σημαντικά και μοναδικά πράματα είναι.

Να το διαβάσετε ακόμα και στα πιο μικρά παιδιά τούτο το παραμύθι… Να τους πείτε  πως κρύβει μέσα του πολύ …αλήθεια. Να τα αφήσετε να γεμίσει γαλήνη, ομορφιά, εικόνες, συγκίνηση και χαρά η ψυχή τους. Όλα τα συναισθήματα να τα  νοιώσουν  γιατί στη ζωή πάντα το νόμισμα έχει δύο όψεις. Την ίδια στιγμή να καταλάβουν την αξία του …τίποτα, του απλού, του μικρού του ασήμαντου  πράγματος. Την αξία που δεν μετριέται με χρήματα αλλά με προσφορά, με αγάπη, με θύμηση, με δόσιμο ψυχής.

Το βιβλίο έχει εικονογραφήσει και μοιάζουν οι εικόνες σαν  παλιά καρτ ποστάλ η Αλεξία Οθωναίου. Υπέροχες εικόνες για να  μας βάλει ακόμα πιο βαθιά στο κλίμα εκείνης της εποχής κι ας έχουν περάσει πάνω από 100 χρόνια.

Να το πάρετε  όλοι τα Χριστούγεννα… Να την μάθουν τούτη την ιστορία μικροί και μεγάλοι, που τους ξέφυγε…

Για την Αγγελική ένα μόνο έχω να πω. Ευχαριστώ/ούμε για τη θύμηση, την δική της ματιά και φαντασία που έκανες  τα απλά και όμορφα, τρανά και αξέχαστα πάλι!

Για παιδιά και μεγάλους…

Ποιος είναι ο Πλανήτης των Χριστουγέννων; Χρήστος Μπουλώτης, εικ: Αιμιλία Κονταίου,εκδ. Καλέντης

Τα Χριστούγεννα η πιο μεγάλη γιορτή του χρόνου. Στα παιδικά μάτια όμως είναι πολύ …λίγη. Δεν φτάνει να γιορτάζεται μονάχα μια φορά ! Γι αυτό στην φαντασία του ο μικρός Δημήτρης έφταιξε έναν μοναδικό πλανήτη που έχει κάθε μέρα Χριστούγεννα και φυσικά τον ονόμασε με τούτη την πολυαγαπημένη λέξη. Γιατί όμως αγαπά τόσο τα Χριστούγεννα και ποιοι  είναι οι λόγοι που στον δικό του πλανήτη είναι κάθε μέρα τόσο γιορτινή; Έχει άποψη και σοβαρά συμπεράσματα για αυτήν του την απόφαση ακούγοντας τους μεγαλύτερους  και φυσικά έχει και δικές του πολλές- νηπιακές εμπειρίες.

Δώρα, χιόνι, στολισμένα δέντρα, διακοπές, αγάπη μπόλικη. Πέντε τεράστιοι λόγοι για τούτη την απόφαση και πράξεις απίστευτες για ένα μικρό παιδί μπήκαν σε εφαρμογή. Η φαντασία στην πιο καλή της ηλικία, αυτήν του Δημήτρη. Η αθωότητα που κάνει θάματα και η χρυσόσκονη που πασπαλίζει με ομορφιά ότι μα ότι κάνει ο άνθρωπος κι είναι μοναδικό….

Άραγε πόσο μακριά να είναι τούτος ο πλανήτης των Χριστουγέννων; Ή μήπως τον ξέρουμε καλύτερα κι από το σπίτι μας;

Ολοκαίνουργια, πασπαλισμένη με την χρυσόσκονη της αγάπης η ιστορία του Χρήστου Μπουλώτη. Μια ιστορία σύγχρονη, με πολύ φαντασία, μηνύματα οικολογικά, ανθρωπιστικά, χιούμορ αρκετό, και συναισθήματα που κορυφώνονται την ημέρα της πιο μεγάλης γιορτής των παιδιών. Τα Χριστούγεννα όπως ίσως θα έπρεπε να είναι σε κάθε οικογένεια. Οι αρχές μας, οι συνήθειες, οι απόψεις μας. Μια ιστορία που με το εκπληκτικό ταλέντο γραφής του κ. Μπουλώτη μας κάνει να αναρωτηθούμε πως κάθε μέρα θα  έπρεπε να θυμίζει  Χριστούγεννα. Η προσφορά, η σκέψη, η θύμηση δεν μπορεί να περιοριστεί μόνο σε λίγες μέρες. Η χαρά, η ομορφιά, η αγάπη πρέπει να  υπάρχουν  καθημερινά στη ζωή κι αυτό ίσως είναι το πιο μεγάλο μήνυμα του βιβλίου. Τα Χριστούγεννα έχουν λάμψη, φως και ελπίδα. Ας τα κρατάμε  ζωντανά όλο το χρόνο μέσα από τα μάτια ενός  μικρού παιδιού που βλέπει πολύ πιο καθαρά από ένα ενήλικα που τα εκλαμβάνει  όλα διαφορετικά.

Όμορφο είναι να φτιάχνεις όνειρα. Ακόμα πιο όμορφο να προσπαθείς να τα κάνεις πραγματικότητα και να μην σταματάς ποτέ να μάχεσαι, να εύχεσαι και να πιστεύεις σ΄ αυτά. Μια χριστουγεννιάτικη ιστορία κι όχι μόνο, με την μοναδική εικονογράφηση της Αιμιλίας Κονταίου.

Για την αγάπη που ΄χει χρυσόσκονη κάθε μέρα στην ψυχή, στα μαλλιά και στις πιτζάμες το πρωί σαν ξυπνάς…

Κι όπως είπε κι ο Νίκος στο σχολείο, «…κι εγώ σαν θα γίνω Υπουργός Σχολείων θα έχουμε διακοπές και Χριστούγεννα κάθε μέρα …!»

Μαγικά Χριστούγεννα με το Άντερσεν (μετάφραση Μάνος και Κώστια Κοντολέων) εικ: Δήμητρα Ψυχογιού

Πέντε μοναδικά παραμύθια για Μαγικά Χριστούγεννα με τον Άντερσεν. Πέντε ιστορίες που δεν τις γνωρίζομε καλά παίρνουν μορφή και ζωή από την μετάφραση των Μάνου και Κώστιας Κοντολέων και ακόμα μεγαλύτερη ψυχή  από τα πινέλα της Δήμητρας Ψυχογιού.

Παραμύθια για την μαγική Παραμονή των Χριστουγέννων, που αγκαλιάζουν το όνειρο, τη ζωή, το θάνατο. Την  ευτυχία, το καλό και το κακό, τις μεγάλες αντιθέσεις και τα περίεργα που φέρνει η ζωή σαν σε μια στιγμή όλα μπορούν να αλλάξουν. Σημασία είπαμε πάντα στη ζωή έχει το ταξίδι όσο και να κρατάει, από την μια μέρα της μικρής πεταλούδας ίσαμε τα τριακόσια εξήντα πέντε χρόνια  της γέρικης βελανιδιάς.

Η δεύτερη ιστορία μιλάει για το δώρο του Χανς. Μιλάει για την καλοσύνη, την ευγνωμοσύνη, την καθημερινότητα μιας φτωχής  οικογένειας που παρά τα προβλήματα και το άρρωστο-ανάπηρο παιδί τους δεν το βάζουν κάτω. Μιλάει για το μεγαλείο του μοιράσματος, όπως του ζευγαριού του  μεγάλου αρχοντικού και για την δύναμη των βιβλίων, των καλών ιστοριών και των παραμυθιών. Μιλάει ακόμα για τη δύναμη της ψυχής, για την τόλμη να σώσεις ότι αγαπάς που μπορεί να δώσει στα πόδια φτερά και κίνηση και στη ζωή απίστευτη συνέχεια και χαρά. Μιλάει για τη σύνεση, την ομορφιά, την ταπεινότητα και τα όνειρα που γίνονται πραγματικότητα πολύ συχνά στη ζωή αυτών που ξέρουν να υπομένουν, να επιμένουν και …να περιμένουν.

Το κοριτσάκι με τα σπίρτα είναι πια γνωστό σε όλους μας κι είναι η τρίτη ιστορία  της συλλογής. Θλιβερό ίσως παραμύθι, αληθινό, θα ΄λεγαν κάποιοι άλλοι. Για την ευσπλαχνία, την αχαριστία πολλών ανθρώπων, την αγάπη που κάποιες φορές αργεί ή και δεν έρχεται ποτέ! Είναι και πάλι οδηγός της ιστορίας το όνειρο που στη ζωή δεν έχει καλό τέλος όμως στη φαντασία του μικρού κοριτσιού είναι ότι καλύτερο του έχει συμβεί. Αφύπνιση συνείδησης το παραμύθι, για όλους ,μικρούς και μεγάλους…

Το τέταρτο παραμύθι μιλάει για τον χρόνο, τον άρχοντα που γίνεται παιδί, γυναίκα, άνδρας, γέρος , γεννιέται και πεθαίνει και πάλι από την αρχή. Μιλάει για εκείνη την «εφεύρεση » του ανθρώπου , το ημερολόγιο, που μάλλον δεν τα λέει σωστά. Τα σημάδια της φύσης μαρτυρούν τον καιρό, οι εποχές  μιλούν μόνες τους, τα σπουργίτια ξέρουν, καταλαβαίνουν. Κι ο αιώνιος κύκλος της φύσης επαναλαμβάνεται αιώνες τώρα.

Το τελευταίο παραμύθι, ένα άγνωστο του Άντερσεν μιλάει για έναν καλικάντζαρο  κι έναν μπακάλη. Γεμάτο μαγεία και την ίδια στιγμή αλήθειες της ζωής. Γεμάτο ποίηση και …πολυλογία. Γεμάτο άγνοια και γνώση, γεμάτο διλλήματα που καμιά φορά αλλάζουν τελείως τη ζωή. Γεμάτο αποφάσεις που και πάλι παίρνονται  ύστερα από σκέψη για τις προτεραιότητες περισσότερο της ζωής παρά της ψυχής!

Κι όλα αυτά γνωστά ή άγνωστα μας προσφέρονται σαν δώρο χριστουγεννιάτικο από ένα και μοναδικό παραμυθά των τελευταίων αιώνων που η Κώστια και ο Μάνος  Κοντολέων μοναδικά μετέφρασαν. Έτσι η συλλογή στην ελληνική γλώσσα μεγαλώνει. Οι ιστορίες του Άντερσεν δεν τελειώνουν ποτέ, όπως είχε πει κάποτε κι ο ίδιος κι η Δήμητρα Ψυχογιού σαν ζωγράφος πια μετέφερε όλη τη μαγεία των ιστοριών σε εκπληκτικές εικόνες που αξίζει να τις δείτε, να τις θαμάσετε και να τις αγαπήσετε , όσο κι εγώ.

Πέντε πολύτιμα παραμύθια από πολύτιμους συγγραφείς, που θα μας κάνουν για μια ακόμα φορά να καταλάβουμε  γιατί ο Άντερσεν θεωρείται διαχρονικός, αξεπέραστος και από τους καλύτερους παραμυθάδες στον κόσμο.

Για παιδιά και μεγάλους που αγαπούν τις  καλές ιστορίες και τα παραμύθια!

H νύχτα που γεννήθηκε η αγάπη, Σοφία Μαντουβάλου, εικ: Θέντα Μιμηλάκη, εκδ. Μεταίχμιο

Που να το περιμένει κανείς  πως εκείνη τη μια και μοναδική νύχτα που όλος ο κόσμος έλαμψε και γέμισε με φως και αγάπη, τούτη τη φοβερή ιστορία θα είχε ζήσει και διηγηθεί ένας κόκορας. Κι εκείνος το διέδωσε παντού από γενιά σε γενιά από άκρη σε άκρη της γης…ίσαμε τις μέρες μας. Και τώρα ο Μίζα ντε Γκάλο, ο διάσημος αλέκτωρ Ισπανικής καταγωγής κάθε χρόνο την 24η Δεκεμβρίου την αφηγείται ξανά. Την πιο αγαπημένη του ιστορία για την : «Νύχτα που γεννήθηκε η Αγάπη». Και μαζεύονται πολλά παιδιά να την ακούσουν και δεν τον αφήνουν ήσυχο ούτε στιγμή. Όλα θέλουν να τα μάθουν, όλα. Κι εκείνος με περίσσια περηφάνια τα διηγείται. Τους λέει για εκείνη τη μελωδία και  το φως  και για την νεογέννητη αγάπη. Τους λέει ακόμα λόγια σοφά όπως : «Για να μεγαλώσει η μικρή αγάπη χρειάζεται να συναντήσει μια άλλη αγάπη.» Κι οι άνθρωποι άνοιξαν την καρδιά, την ψυχή , την αγκαλιά τους  και κατάλαβαν που έπρεπε να ψάξουν να τη βρουν. Ο καθένας κι από κάπου κι ο καθένας τη δική του, όπως και όποτε τη νοιώσει. Κάποια στιγμή οι άνθρωποι ξέχασαν τι ψάχνουν, ξέχασαν πως η αγάπη δεν έχει λόγια  και σε όλη τη γη ξέσπασε μια τεράστια « κοκορομαχία». Οι σοφοί είπαν πως αυτό δεν ήταν σωστό αλλά κανείς δεν τους άκουσε. Μόνο οι μανάδες συνέχισαν να αγαπούν, να βλέπουν μέσα στα χέρια και την ψυχή τους …το φως! Δεν άκουγαν, δεν έβλεπαν οι πιο πολλοί άνθρωποι και έτσι ξέχασαν την αληθινή λέξη… Και έπεσε παντού μοναξιά και λύπη  και τότε πάλι σοφά λόγια ακούστηκαν. Λόγια που μιλούν κατευθείαν στην ψυχή όλων  και τούτη τη φορά είχε μιλήσει η ίδια η αγάπη! Κι είπε πως είναι μία η αγάπη: «Είναι ο σεβασμός στη ζωή  κι ας είμαστε μεταξύ μας διαφορετικοί, εμείς μπορούμε να αγαπιόμαστε, αρκεί να κοιτάμε προς την ίδια κατεύθυνση».

Ένα παιδί είπε την καλύτερη ιδέα κι ο Μίζα ντε Γκάλο ένοιωσε πως ήταν ο πιο ευτυχισμένος κόκορας! Για τα παιδιά, για τα παραμύθια, για τα Χριστούγεννα!

Ίσως από τα ωραιότερα παραμύθια για την αγάπη, το φως, τη ζωή και …τα ίδια τα παραμύθια. Μια ιστορία μαγική, από μια καταξιωμένη κι αγαπημένη συγγραφέα, τη Σοφία Μαντουβάλου. Μια ιστορία ύμνος στην αγάπη. Μια ιστορία που διαβάζεται κάθε μέρα και τις τριακόσιες εξήντα  έξι   μέρες του χρόνου. Μια ιστορία πρωτότυπη και τόσο αληθινή. Μια ιστορία που φωλιάζει στις καρδιές όλων μικρών και μεγάλων.  Το παραμύθι αυτό εικονογράφησε μια επίσης νέα αλλά πολύ ταλαντούχα εικονογράφος, η Θέντα Μιμηλάκη και του έδωσε  ακόμα πιο μεγάλη δύναμη και πνοή.

Κάθε μέρα Χριστούγεννα λοιπόν, που διαβάζοντας το θα θες κι εσύ  όπως λένε και τα παιδιά που δεν θέλουν να τελειώσουν ποτέ οι ιστορίες, οι αγάπες και τα παραμύθια :

«Και μετά και μετά;»

Και μετά πάλι από την αρχή!

Είναι το βαλς των Χριστουγέννων για τους ανθρώπους της γης

που αδερφικά θα μοιραστούνε ψωμί κι αλάτι να γευτούνε.

Ωραίοι άνθρωποι μιλιούνια υπάρχουνε στον κόσμο αυτό,

ας φτιάξουνε μίαν αλυσίδα να μπούμε όλοι στο χορό.

Το Βαλς των Χριστουγέννων, Boris Vian, εικ: Nathalie Choux, Εκδόσεις Ποταμός

Ένα βιβλίο αφορμή για έναν κυκλικό χορό, για ένα βαλς που λένε πως κάθε χρόνο το ωραιότερο χορεύεται την βραδιά των Χριστουγέννων. Μια πρώτη απόπειρα κατανόησης ή εισαγωγής στο σπουδαίο έργο του Μπόρις Βιάν. Με διάθεση νοσταλγική, με σκέψεις που αγκαλιάζουν όλο τον κόσμο και το πνεύμα των ημερών αφήνεται ο καθένας μας να μπει στη δική του εικόνα για τα Χριστούγεννα. Στην δική του ευχή, εμπειρία , επιθυμία. Άραγε αν πιάσουμε όλοι τα χεριά ,και αν σκεφτούμε θετικά τι είναι αυτό που θα μας θυμίζει τα Χριστούγεννα; Ζαχαρωτά, παιχνίδια, πολύχρωμα κουτιά, πινέλα, όμορφα παιδικά τραγούδια, καμπανούλες, μουσική, αρώματα σε μικρά μπουκάλια ή ζεστό κρασί; Μήπως Χριστούγεννα είναι οι γυναίκες που κρατούν μια σύνοψη και πάνε στην εκκλησιά να δουν μια φάτνη φτωχική; Ή μήπως υπάρχουν Χριστούγεννα για όσους δουλεύουν σε σκληρές συνθήκες, σε  ορυχεία, σε τρένα; Χριστούγεννα είναι ο χορός των ερωτευμένων ζευγαριών ή μήπως για αυτούς ειδικά τούτη η γιοτ μοιάζει να υπάρχει κάθε μέρα; Κι είναι κι εκείνοι οι άνθρωποι, οι άστεγοι, οι ρακοσυλλέκτες, οι μόνοι τους που δεν τους καίγεται καρφί για τούτη τη μέρα γιατί απλά δεν έχει τίποτα ξεχωριστό για αυτούς. Είναι Χριστούγεννα για τους στρατιώτες τί ακριβώς; Ένα κουτί με καλούδια με κάλτσες ζέστες, και σοκολάτες…

Όλοι μαζί ας μπούμε σε τούτο το χορό, όπου και να είμαστε, ότι  και αν επιθυμούμε, όσο κι αν  μας λείπουν κάποιοι ή κάποια πράγματα…

Ένα είναι το βαλς των Χριστουγέννων κι είναι τελικά πιο πολύ για αυτούς που προτιμούν να σκέφτονται τον Αϊ Βασίλη πάρα να πολεμούν…

Υπέροχες σκέψεις, υπέροχα λόγια. Μικρό κείμενο  αλλά μεγάλη η σημασία του. Χριστουγεννιάτικες αλήθειες κι όχι μόνο. Ένα κείμενο λιτό, περιεκτικό χωρίς στολίδια και περιττέ λέξεις. Η ουσία, το νόημα της γιορτής μέσα από εικόνες νοσταλγικές και σύγχρονες που μπορούν να θεωρηθούν και μοναδικά έργα τέχνης.

Ένα βιβλίο σαν ποίημα. Συγκινητικό, αληθινό, τρυφερό και την ίδια στιγμή σκληρό για τις αλήθειες που γραφεί, για τα νοήματα του σήμερα , για τα μηνύματα που προφέρει απλόχερα σε όλους μας. Για να ξανασκεφτούμε τι ακριβώς σημαίνουν τα Χριστούγεννα πέρα από τοι θρησκευτικό τους νόημα.

Το γράψαμε και στην αρχή τούτο το βιβλίο, αυτό το Χριστουγεννιάτικο βαλς αποτελεί μια εξαιρετική εισαγωγή στο έργο του Μπόρις Βιάν και είναι ιδανικό/η για παιδιά.

Η Νάταλι Σου ( Nathalie Choux ) έχει εικονογραφήσει μοναδικά το βιβλίο με εικόνες μίας άλλης εποχής γεμάτες νοσταλγία, συγκίνηση κι αλήθειες .

Γκριντς, ο κατεργάρης των Χριστουγέννων, Dr Seuss, εκδ. Ψυχογιός.

Είναι διάσημος πια!

Έχει κυκλοφορήσεις σε περισσότερα από 650.000.000 αντίτυπα σε ολόκληρο τον κόσμο. Έχει μεταφραστεί σε παραπάνω από 40 γλώσσες και όπως ήταν αναμενόμενο έγινε κινηματογραφική ταινία που έσπασε όλα τα ταμεία. Μιλάμε για τον Γκριντς, ένα παράξενο ξωτικό που ζει λίγο πιο έξω από την πόλη των… Κάποιων! Δεν αγαπάει καθόλου τα Χριστούγεννα κι αν ψάχνει κανείς να βρει την αιτία, ίσως να δυσκολευτεί πολύ. Η μόνη αληθοφανής εξήγηση είναι πως η καρδιά του μεγάλωσε δυο νούμερα μικρότερη!

Κι έτσι αρχίζει η ιστορία του την παραμονή των Χριστούγεννων ψάχνοντας τρόπο να σταματήσει… τα Χριστούγεννα! Δεν άντεχε καθόλου τη φασαρία, τα δώρα, τα πλούσια τραπέζια, τις πουτίγκες και τις γαλοπούλες. Μα πιο πολύ απ’ όλα δεν ήθελε να ακούσει τα τραγούδια της ημέρας αυτής της πιο γιορτινής, για τους άλλους. Μεταμφιέζεται σε άγιο Βασίλη, δένει ένα κέρατο με κόκκινη κλωστή στο κεφάλι του σκύλου του, του Μαξ, να μοιάζει με τάρανδο, βρίσκει κι ένα παλιό έλκηθρο και πηγαίνει στην συνοικία Αποπέρα. Μπαίνει  σε ένα από τα σπίτια της γειτονιάς, φυσικά από την καμινάδα και αρχίζει να μαζεύει ό,τι βρίσκει μπροστά του βάζοντας το σε δυο μεγάλους σάκους… Τίποτα δεν άφησε στο σπίτι, ακόμα και τα φαγώσιμα του ψυγείου πήρε. Κι εκείνη την ώρα που μάζευε και το δέντρο, το χριστουγεννιάτικο, ένα μικρούτσικο κοριτσάκι τον κοιτούσε με απορία και τον άρχισε στις ερωτήσεις… Ο πονηρός Γκριντς βρήκε δικαιολογίες να πει και συνέχισε το «έργο» του ώστε να προφτάσει όλα τα σπίτια των Κάποιων. Κι αφού ολοκλήρωσε την αποστολή του ανέβηκε στο πιο ψηλό βουνό να τα… γκρεμίσει όλα, να χαθούν τα Χριστούγεννα! Όμως κάτι συνέβη εκείνη τη στιγμή, κάτι έφερε ο άνεμος στ΄ αυτιά του. Τόσο μαγικό και μοναδικό που κατάλαβε πως τα Χριστούγεννα είναι κάτι πολύ πολύ μεγάλο και ξεχωριστό και δεν σταματούν αν χαθούν οι κορδέλες, τα φωτάκια, τα δώρα και όλα τα υλικά αγαθά…

Αγαπημένη ιστορία, γεμάτη μηνύματα. Ιστορία πασίγνωστη πια, αλλά επίκαιρη όσο καμία άλλη και φυσικά ευφυέστατη. Απίστευτη φαντασία, μοναδικά ονόματα, πλοκή μαγική! Ο Θιοντόρ Σους Γκάισελ που θεωρείται από τους  μεγαλύτερους συγγραφείς παιδικών βιβλίων στον κόσμο, είναι και ο δημιουργός τούτης της ανεπανάληπτης ιστορίας. Το μικρό του αριστούργημα δίκαια έχει αγαπηθεί  από μικρούς και μεγάλους. Αν κι ο ίδιος εδώ και 29 χρόνια δεν βρίσκεται στη ζωή, ο κατεργάρης των Χριστουγέννων θα συνεχίζει να ξαφνιάζει, να συγκινεί, να αγαπιέται από όλους.

Για την ιστορία να πούμε πως κυκλοφόρησε σαν βιβλίο πρώτη φορά στην Αμερική το 1957!


Καλή σας ανάγνωση!

https://zhtunteanagnostes.blogspot.com/

 

 

Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης! «Τα Χριστούγεννα του Τεμπέλη»

 

Της Ελένης Μπετεινάκη (επιμέλεια)

Το διήγημα του Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη «Τα Χριστούγεννα του Τεμπέλη» πρωτοδημοσιεύτηκε τα Χριστούγεννα του 1896 στην εφημερίδα Ακρόπολις.

Στην ταβέρνα του Πατσοπούλου, ενώ ο βορράς εφύσα, και υψηλά εις τα βουνά εχιόνιζεν, ένα πρωί, εμβήκε να πίη ένα ρούμι να ζεσταθή ο μαστρο-Παύλος ο Πισκολέτος, διωγμένος από την γυναίκα του, υβρισμένος από την πενθεράν του, δαρμένος από τον κουνιάδον του, ξορκισμένος από την κυρά–Στρατίναν την σπιτονοικοκυράν του, και φασκελωμένος από τον μικρόν τριετή υιόν του, τον οποίον ο προκομμένος ο θείος του εδίδασκεν επιμελώς, όπως και οι γονείς ακόμη πράττουν εις τα «κατώτερα στρώματα», πως να μουντζώνη, να βρίζη, να βλασφημή και να κατεβάζη κάτω Σταυρούς, Παναγιές, κανδήλια, θυμιατά και κόλλυβα. Κι έπειτα, γράψε αθηναϊκά διηγήματα!


Ο προβλεπτικός ο κάπηλος, δια να έρχωνται ασκανδαλίστως να ψωνίζουν αι καλαί οικοκυράδες, αι γειτόνισσαι, είχε σιμά εις τα βαρέλια και τας φιάλας, προς επίδειξιν μάλλον, ολίγον σάπωνα, κόλλαν, ορύζιον και ζάχαριν, είχε δε και μύλον, δια να κόπτη καφέν. Αλλ’ έβλεπέ τις, πρωί και βράδυ, να εξέρχωνται ατημέλητοι και μισοκτενισμένοι γυναίκες, φέρουσαι την μίαν χείρα υπό την πτυχήν της εσθήτος, παρά το ισχίον, και τούτο εσήμαινεν, ότι το οψώνιον δεν ήτο σάπων, ούτε ορύζιον ή ζάχαρις.

΄Ηρχετο πολλάκις της ημέρας η γριά - Βασίλω, πτωχή, έρημη και ξένη στα ξένα, ήτις δεν είχε προλήψεις κι έπινε φανερά το ρούμι της. Ήρχετο και η κυρά-Κώσταινα η Κλησάρισσα, ήτις εβοηθούσε το κατά δύναμιν εις την εκκλησίαν, ισταμένη πλησίον του μανουαλίου, δια να κολλά τα κεριά, και όσας πεντάρας έπαιρνε την Κυριακήν, όλας τας έπινε, μετ’ ευσυνειδήτου ακριβείας, την Δευτέραν, Τρίτην και Τετάρτην.

Ήρχετο κι η Στρατίνα, νοικοκυρά με δύο σπίτια, οπού εφώναζεν εις την αυλόπορταν, εις τον δρόμον και εις το καπηλείον όλα τα μυστικά της, δηλ. τα μυστικά των άλλων, και μέρος μεν αυτών έμενον εις την αυλήν, μέρος δε έπιπτον εις το καπηλείον, και τα περισσότερα εχύνοντο εις τον δρόμον, κι εξενομάτιζε τον κόσμον, ποία νοικάρισσα της καθυστερεί δύο νοίκια, ποίος οφειλέτης της χρεωστεί τον τόκον, ποία γειτόνισσα της επήρεν ένα είδος, δανεικόν κι αγύριστον.

Ο μαστρο-Δημήτρης ο φραγκορράφτης της εχρωστούσε τρία νοίκια, ο μαστρο-Παύλος ο Πισκολέτος πέντε, και τον μήνα που έτρεχεν, εξ. Η Λενιώ, η κουμπάρα της, της πέρασε δευτέραν υποθήκην με δόλον εις το σπίτι, και τώρα ήτον ανάγκη να τρέχη εις δικηγόρους και συμβολαιογράφους, δια να εξασφαλίση τα δίκαιά της. Η Κατίνα, η ανεψιά της από τον πρώτον άνδρα της, της είχεν αφήσει ένα αμανάτι δια να την δανείση δέκα δραχμάς, και τώρα, ακτά την εκτίμησιν δύο χρυσοχόων, απεδείχθη, ότι το ασημικόν ήτο κάλπικον και δεν ήξιζεν ούτε όσα ήξιζαν τα δύο φυσέκια με τες σκουριασμένες μπακίρες – που, αφού, κατά την συνήθειάν της (αυτό δεν το έλεγεν, αλλά ήτο γνωστόν), έβγαλεν έξω το γερο-Στρατήν, τον άνδρα της, την κόρην της, την Μαργαρίταν και την εγγονήν της, την Λενούλαν, ήνοιξε την κρύπτην, απέθεσεν εκεί το ενέχυρον, έβγαλε το κομπόδεμα, έλαβε τα φυσέκια, και τα ενεχείρισε με τρόπον, οπού εσήμαινε να τα δώση και να μην τα δώση, κι εφαίνετο ως να εκολλούσαν τα χέρια της, εις την πτωχήν την Κατίναν.

Η Ασημίνα, η παλαιά νοικάρισσά της, τραγουδίστρα το επάγγελμα, όταν εξεκουμπίσθη κι έφυγε, της εχρωστούσε τρία μηνιάτικα και εννέα ημέρας. Και τα μεν έπιπλα, οπού έπρεπε κατά δίκαιον τρόπον να τα εκχωρήση εις την σπιτονοικοκυράν, τα παρέδωκεν εις τον κούκον της, τον τελευταίον αγαπητικόν της, που να τσάκιζε το πόδι της, να μην είχε σώσει ποτέ… Και εις αυτήν δεν έδωκεν άλλο τίποτε, παρά ένα παλιοφυλαχτόν εκεί, λιγδιασμένον, και της είπε μυστηριωδώς, ότι αυτό περιείχε Τίμιον Ξύλον… Σαν εκγρεμοτσακίσθη και έφυγε, το ανοίγει και αυτή εκ περιεργείας, και αντί Τιμίου Ξύλου, τί βλέπει;… κάτι κουρέλια, τρίχες, τούρκικα γράμματα, σκοντάματα, μαγικά, χαμένα πράματα… Τ’ ακούτε σεις αυτά;

Εισήλθε, ριγών, ο μαστρο-Παυλάκης και εζήτησεν ένα ρούμι. Το παιδί του καπηλείου, οπού τον ήξευρε καλά, του είπε·

–Έχεις πεντάρα;

Ο άνθρωπος έσεισε τους ώμους με τρόπον διφορούμενον.

–Βάλε συ το ρούμι, είπεν.


Πως να έχη πεντάρα; Καλά και τα λεπτά, καλή η δουλειά, καλό και το κρασί, καλή κι η κουβέντα, όλα καλά. Καλλίτερον απ' όλα η ραστώνη, το ν τ ό λ τ σ ε φ α ρ ν ι έ ν τε των αδελφών Ιταλών. Αν εις αυτόν ανετίθετο να συντάξη τον κανονισμόν της εβδομάδος, θα ώριζε την Κυριακήν δια σχόλην, την Δευτέραν δια χουζούρι, την Τρίτην δια σουλάτσο, την Τετάρτην, Πέμπτην και Παρασκευήν δι εργασίαν, και το Σάββατον δια ξεκούρασμα. Ποιός λέγει, ότι αι εορταί είναι πάρα πολλαί δια τους ορθοδόξους Έλληνας, και αι εργάσιμοι είναι πολύ ολίγαι; Αυτά τα λέγουν όσοι δεν έκαμαν ποτέ σωματικήν εργασίαν και ηξεύρουν μόνον δια τους άλλους να θεσμοθετούν.

Ακριβώς την ώραν ταύτην ήλθεν απ’ αντικρύ ο Δημήτρης ο φραγκορράφτης, δια να πίη το πρωινόν του. Μόνην παρηγορίαν είχε, να κάμνη αυτά τα συχνά ταξιδάκια, καθώς τα ωνόμαζε. Διέκοπτεν επί πέντε λεπτά την εργασίαν του, δέκα φοράς την ημέραν, και ήρχετο να πίνη ένα κρασί. Έπαιρνεν εργασίαν από τα μαγαζιά και εδούλευεν ως κάλφας εις το δωμάτιόν του. Εισήλθε και παρήγγειλεν ένα κρασί. Είτα, ιδών τον Παύλον·

–Βάλε και του μαστρο-Παυλάκη ένα ρούμι, είπεν.

Ως από Θεού σταλμένος, δια να λύση το ζήτημα της πεντάρας, μεταξύ του πελάτου και του υπηρέτου, εκάθισε πλησίον του Παύλου και ήρχισε τοιαύτην ομιλίαν, η οποία ήτο μεν συνέχεια των ιδίων λογισμών του, εις δε τον Παύλον εφάνη ως συνηγορία υπέρ των ιδικών του παραπόνων.

–Που σκόλη και γιορτή, μαστρο-Παυλέτο, φίλε μου, είπεν· ούτε καθισιό, ούτε χουζούρι. Τ’ Άη-Νικολάου δουλέψαμε, τ’ Άη-Σπυρίδωνα δουλέψαμε, την Κυριακή προχθές δουλέψαμε. Έρχονται Χριστούγεννα, και θαρρώ, πως θα δουλεύουμε, χρονιάρα μέρα…

Ο Παύλος έσεισε την κεφαλήν.

–Θέλω κάτι να πω, αλλά δεν ξέρω για να τα σταμπάρω περί γραμμάτου μαστρο-Δημήτρη μου, είπε. Μου φαίνεται, πως αυτοί οι μαστόροι, αυτοί οι αρχόντοι, αυτή η κοινωνία πολύ κακά έχουνε διωρισμένα τα πράγματα. Αντί να είναι η δουλειά μοιρασμένη ίσια τις καθημερινές, πέφτει μονομιάς και μονομπάντα. Δουλεύουμε βιαστικά τις γιορτάδες, και ύστερα χασομερούμε εβδομάδες και μήνες τις καθημερινές.

–Είναι και η τεμπελιά εις το μέσο, είπε μετά πονηράς αυθαδείας το παιδί του καπηλείου, ωφεληθέν από μίαν στιγμήν, καθ’ ην ο αφέντης του είχεν ομιλίαν εις το κατώφλιον της θύρας και δεν ηδύνατο ν’ ακούση.

–Ας είναι, τί να σου κάμη η προκομμάδα και η τεμπελιά; είπεν ο Δημήτρης. Το σωστό είναι, πολλά κεσάτια και ολίγη μαζωμένη δουλειά. Καλά λέει ο μαστρο-Παύλος. Άλλο αν είμαι ακαμάτης εγώ, ας πούμε, ή ο Παύλος, ή ο Πέτρος, ή ο Κώστας ή ο Γκίκας. Εμένα η φαμίλια μου δουλεύει, εγώ δουλεύω, ο γυιός μου δουλεύει, το κορίτσι πάει στη μοδίστρα. Και μ’ όλα αυτά, δεν μπορούμε ακόμα να βγάλουμε τα νοίκια της κυρα-Στρατίνας. Δουλεύουμε για την σπιτονοικοκυρά, δουλεύουμε για τον μπακάλη, για τον μανάβη, για τον τσαγκάρη, για τον έμπορο. Η κόρη θέλει το λούσο της· ο νέος θέλει το καφενείο του, το ρούχο του, το γλέντι του. Ύστερα, κάμε προκοπή.

–Υγρασία μεγάλη, μαστρο-Δημήτρη, είπεν ο Παυλέτος, αποκρινόμενος εις τους ιδίους στοχασμούς του. Υγρασία κάτω στα μαγαζιά, χαμηλό το μέρος, η δουλειά βαρειά, ρεματισμοί, κρυώματα. Ύστερα κόπιασε, αν αγαπάς, να αργάζης τομάρια. Το δικό μας το τομάρι άργασε πια, άργασε…

–Καλά αργασμένο το δικό σου, μαστρο-Παύλο, αυθαδίασε πάλιν ο υπηρέτης, αινιττόμενος ίσως τας μεταξύ του Παύλου και του γυναικαδέλφου του σκηνάς.

Είτα εισήλθεν ο κάπηλος. Ο μαστρο-Δημήτρης απήλθε, να επαναλάβη την εργασίαν του και η ομιλία έπαυσεν.

Ο μαστρο-Παύλος αφέθη εις τας φαντασίας του. Σάββατον σήμερον, μεθαύριον παραμονή, την άλλην Χριστούγεννα. Να είχε τουλάχιστον λεπτά δια να αγοράση ένα γαλόπουλο, να κάμη και αυτός Χριστούγεννα στο σπίτι του, καθώς όλοι! Μετενόει τώρα πικρώς, διότι δεν επήγε τας τελευταίας ημέρας εις τα βυρσοδεψεία να δουλεύση και να βγάλη ολίγα λεπτά, δια να περάση πτωχικά τας εορτάς. «Υγρασία μεγάλη, χαμηλό το μέρος, η δουλειά βαρειά. Κόπιασε να αργάζης τομάρια! Το σικό μας το τομάρι θέλει άργασμα!»

Είχεν ακούσει τον λαϊκόν μύθον δια τον τεμπέλην, οπού επήγαιναν να τον κρεμάσουν, και όστις συγκατένευσε να ζήση υπό τον όρον να είναι «βρεμένο το παξιμάδι». Εγνώριζε και την άλλην διήγησιν δια το τεμπελχανιό, το οποίον ίδρυσε, λέγουν, ο Μεχμέτ Αλής εις την πατρίδα του Καβάλαν. Εκεί, επειδή το κακόν είχε παραγίνει, ο επιστάτης εσοφίσθη να στρώνη μίαν ψάθαν, επί της οποίας ηνάγκαζε τους αέργους να εξαπλώνωνται. Είτα έβαζε φωτιάν εις την ψάθαν. Όποιος επροτίμα να καή, παρά να σηκωθή από την θέσιν του, ήτο σωστός τεμπέλης και εδικαιούτο να φάγη δωρεάν το πιλάφι. Όποιος εσηκώνετο και έφευγε το πυρ, δεν ήτο σωστός τεμπέλης και έχανε τα δικαιώματα. Τόσοι Βαλλιάνοι, τόσοι Αβέρωφ και Συγγροί, εσκέπτετο ο μαστρο–Παύλος, και κανείς εξ αυτών να μην ιδρύση παραπλήσιόν τι εις τας Αθήνας!

Ο μαστρο-Παυλάκης επεριδιάβασεν ακόμη δύο ημέρας και την άλλην ήτο παραμονή. Το γαλόπουλο δεν έπαυσε να το ονειροπολή και να το ορέγεται. Πώς να το προμηθευθή;

Αφού ενύκτωσε, διωγμένος καθώς ήτον από το σπίτι, απετόλμησε και ήλθεν από ένα πλάγιον δρομίσκον και ήτον έτοιμος να χωθή εις το καπηλείον. Ο νους του ήτο αναποσπάστως προσηλωμένος εις το γαλόπουλο. Θα εχρησίμευε τούτο, εάν το είχε, και ως μέσον συνδιαλλαγής με την γυναίκα του.

Εκεί, καθώς εστράφη να εμβή εις το καπηλείον, βλέπει εν παιδίον της αγοράς, με μίαν κοφίναν επ’ ώμων, ήτις εφαίνετο ακριβώς να περικλείη ένα γάλον, αγριολάχανα, πορτοκάλια, ίσως και βούτυρον και άλλα καλά πράγματα. Το παιδίον εκοίταζε δεξιά και αριστερά και εφαίνετο να αναζητή οικίαν τινά. Ήτο έτοιμον να εισέλθη εις το καπηλείον δια να ερωτήση. Έπειτα είδε τον Παύλον και εστράφη προς αυτόν·

–Ξέρεις, πατριώτη, του λόγου σου, που είναι εδώ χάμου το σπίτι του κυρ-Θανάση του Μπελιοπούλου;

–Του κυρ-Θανάση του Μπε…

Αστραπή, ως ιδέα, έλαμψεν εις το πνεύμα του Παύλου.

–Μούπε τον αριθμό και το εξέχασα τώρα γρήγορα έπιασε σπίτι εδώ χάμου, σ’ αυτόν το δρόμο… τον είχα μουστερή από πρώτα… μπροστήτερα καθότανε παρά πέρα, στο Γεράνι.

–Του κυρ-Θανάση του Μπελιοπούλου! αυτοσχεδίασε ο μαστρο-Παύλος· να, εδώ είναι το σπίτι του. Να φωνάξης την κυρα–Παύλαινα, μέσα στην κάτω κάμαρα, στο ισόγειο… αυτή είναι η νοικοκυρά του… πως να πώ; είναι η γενειά του… τη έχει λύσε-δέσε, σ” όλα τα πάντα… οικονόμισσα στο νοικοκυριό του… είναι κουνιάδα του… μαθές θέλω να πω, ανιψιά του… φώναξέ την και δώσε της τα ψώνια.

Και βαδίσας ο ίδιος πέντε βήματα, κατά την θύραν της αυλής, έκαμε πως φώναξε·

–Κυρά-Παύλαινα, κόπιασ’ εδώ να πάρης τα ψώνιαμ που σου στέλλει ο κύριος… ο αφέντης σου.

Καλά ήλθαν τα πράγματα έως τώρα. Ο μαστρο-Παυλάκης έτριβε τας χείρας και ησθάνετο εις την ρίνα του την κνίσαν του ψητού κούρκου. Και δεν τον έμελλε τόσον δια τον κούρκον, αλλά θα εφιλιώνετο με τη γυναίκα του. Την νύκτα επέρασεν εις εν ολονύκτιον καφενείον και το πρωί επήγεν εις την εκκλησίαν.

Όλην την ημέραν προσεκολλήθη εις μίαν συντροφιάν, έπειτα εις μίαν άλλην παλαιών γνωρίμων του, εις το καπηλείον, όπου έμεινε τας περισσοτέρας ώρας ανοικτόν, με τα παράθυρα κλεισμένα, και επέρασε με ολίγους μεζέδες και με αρκετά κεράσματα.

Το βράδυ, αφού ενύκτωσε, επήγε με τόλμην από τας πολλάς σπονδάς και από την ενθύμησιν του κούρκου και έκρουε την θύραν της οικογενείας του. Η θύρα ήτο κλεισμένη έσωθεν.

–Καλησπέρα, κυρα-Παύλαινα, εφώναξεν απ’έξω, χρόνους πολλούς. Πώς πήγε ο γάλος; Βλέπεις, εγώ πάλε;

Ουκ ην φωνή, ουδέ ακρόασις. Όλη η αυλή ήτο ήσυχος. Τα ισόγεια, αι τρώγλαι, τα κοτέτσια της κυρα-Στρατίνας, όλα εκοιμώντο. Ο σκύλος μόνον εγνώρισε τον μαστρο-Παύλον, έγρυξεν ολίγον και πάλιν ησύχασεν.

Υπήρχον εκεί εκτός από το ψυχομέτρι τριων ή τεσσάρων οικογενειών, οπού εκατοικούσαν εις τ' ανήλια δωμάτια, δύο γίδες, δώδεκα όρνιθες, τέσσαρες γάτοι, δύο ινδιάνοι και πολλά ζεύγη περιστερών. Αι δύο γίδες ανεχάραζαν βαθιά εις το σκεπασμένο μανδράκι τους, αι όρνιθες έκλωζον υποκώφως εις το κοτέτσια τους, τα περιστέρια είχαν μαζωχθή εις τους περιστερώνας περίτρομαα από το κυνήγι, οπού ήρχιζον εναντίον των την νύκτα οι γάτοι. Όλοι αυτοί οι μικροί θόρυβοι ήσαν το ροχάλισμα της αυλής κοιμωμένης.

Πάραυτα ηκούσθη κρότος βημάτων εις το σπίτι.

–Έ, μαστρο-Παύλε, είπε πλησιάσασα η κυρα-Στρατίνα, νάχουμε και καλό ρώτημα… Τί γάλος και γαλίζεις και γυαλίζεις και καλό να μούχης, ασίκη μου; Είδαμε κι επάθαμε να σκεπάσουμε το πράμα, να μη προσβαλθή το σπίτι… Εκείνος που ήτον δικός του ο γάλος, ήλθε μεσάνυκτα κι εφώναζε, έκανε το κακό, και μας φοβέριζεν όλους, κι η φαμίλια σου, επειδής τον είχε κόψει το γάλο, μαθές, και τον είχε βάλει στο τσουκάλι, βρέθηκε στα στενά… κλειδώθηκε μες στην κάμαρα, και δεν ήξευρε τι να κάμη… Είπε και ο κουνιάδος σου.. καλό κελεπούρι ήτανε κι αυτό, μαθές… και επέρασεν η φαμίλια σου όλην την ημέραν κλειδομανταλωμένη μέσα, από φόβον μην ξαναέλθη εκείνος πούχε το γάλο και μας φέρη και την αστυνομία… ήτον φόβος να μην προσβαλθή κι εμένα το σπίτι μου. Άλλη φορά, τέτοιαα αστεία να μην τα κάνης, μαστρο-Παυλάκη. Τέτοια προσβολή να λείπη από το σπίτι μου, εμένα, τ’ ακουσες;

Ο μαστρο-Παύλος ηρώτησε δειλά·

–Τώρα… είναι μέσα η φαμίλια μου;

–Είναι μέσα όλοι τους, κι έχουνε κλειδωμένα καλά, και το φως κατεβασμένο, δια τον φόβο των Ιουδαίων. Κοίταξε, μη σε νοιώση από πουθενά, κείνος ο σκιάς ο κουνιάδος σου, πάλε…

–Είναι μέσα;

–Ή μέσα είναι, ή όπου είναι έφθασε… να, κάπου ακούω τη φωνή του.

Ηκούσθη, τω όντι, μία φωνή εκεί πλησίον, ήτις δεν υπέσχετο καλά δια τον νυκτερινόν επισκέπτην.

–Έ, μαστρο-Παυλίνε, έλεγε, καλός ήταν ο γάλος…

Ποίος ήτον ο ομιλήσας, άδηλον. Ίσως να ήτο ο μαστρο-Δημήτρης ο γείτων. Δυνατόν να ήτο και ο φοβερός γυναικάδελφος του μαστρο–Παύλου.

–Και να μην πάρω κι εγώ ένα μεζέ; παρεπονέθη ως τόσον ο άνθρωπός μας.

Τι σου χρειάζεται ο μεζές, μαστρο-Παυλάκη μου; επανέλαβεν η Στρατίνα. Τα πράματα είναι πολύ σκούρα. Άφσε τα αυτά. Δουλειά, δουλειά! Η δουλειά βγάζει παλληκάρια. Ό,τι έγινε–έγινε, να πας να δουλέψης, να μου φέρης εμένα τα νοίκια μου. Τ’ ακούς;

–Τ’ ακούω.

–Φέρε μου εσύ τον παρά, κι εγώ, με όλη τη φτώχεια, την θυσιάζω μια γαλοπούλα και τρώμε. Ηκούσθη από μέσα βραχνός μορμυρισμός, είτα φωνή μικρού παιδιού είπε

–Την υγειά σου, μάτο-Πάλο, τεμελόκυλο, κακέ πατέλα. Τόνε φάαμε το λάλο. Να πάλε κι εσύ πέντε, κι άλλε πέντε, δέκα!

Προφανώς ήτον μέσα ο φοβερός ο γυναικάδελφος, και είχε δασκαλέψει το παιδί να τα φωνάζη αυτά.

–Μη στέκεσαι στιγμή, μαστρο-Παυλέτο, είπεν η Στρατίνα· το καλό που σου θέλω! Δρόμο τώρα, και μεθαύριο δουλειά, δουλειά!…

Ηκούσθη κρότος, ως να εσηκώθη τις από μέσα, και να επλησίαζε με βαρύ βήμα προς την θύραν.


–Δρόμιο, επανέλαβε μηχανικώς ο Παύλος, συμμορφούμενος εμπράκτως με την λέξιν… δρόμο και δουλειά!


ΠΗΓΕΣ:

papadiamantis. org

*Oι εικόνες που συνοδεύουν το κείμενο είναι του Νικόλα Ανδρικόπουλου από το βιβλίο «Τα Χριστούγεννα του Τεμπέλη», εκδ. ΠΑπαδόπουλος

Τετάρτη 23 Δεκεμβρίου 2020

Μέρες Χριστουγέννων... Μέρες καλικάντζαρων!

 

Της Ελένης Μπετεινάκη*

“Η φωτιά είχε θεριέψει μέσα στο τζάκι…Ο Τρακατρούκας  έκανε βόλτες από κάτω προσπαθώντας να βρει το δρόμο του για να μπει στο σπίτι. Άκουγε τα ξύλα πως έκαναν απ τη φωτιά που άναβε πάνω εκεί στο « δικό του άνοιγμα» και δεν μπορούσε ούτε να πλησιάσει. Ήξερε πως σε λίγο η νεράιδα Άχνη θα τον βοηθούσε ξανά…

Συλλογιζόταν πόσο όμορφα είχε περάσει εκείνες τις διακοπές του πριν δυο χρόνια στο σπίτι του Αλέξανδρου. Ένα τεράστιο χριστουγεννιάτικο δέντρο ήταν στολισμένο στην δεξιά μεριά του τζακιού και δεν χόρταινε να ανεβοκατεβαίνει τα κλαδιά, να συνάντα τους φίλους του. Τα αμέτρητα βιβλία της βιβλιοθήκης που ήταν η αιτία να γίνει…συγγραφέας! Θυμήθηκε  την μικρή μπαλαρίνα, το έλκηθρο του Αϊ Βασίλη, την καμπανούλα με την κόκκινη κορδέλα, τον Πινόκιο που είχε λίγο ξεκολλημένη μύτη, έναν βάτραχο με μια κορώνα στο κεφάλι, ένα ποντικάκι με κόκκινο μανδύα και πράσινα γυαλιά, τον βασιλιά Αρθούρο. Κι εκείνο το λαμπρό αστέρι που είχε δει  στην κορυφή του κατάφωτου δέντρου. Και από κάτω ένα σωρό πακέτα που του άρεσε να ξετυλίγει τις κορδέλες...Στο δικό του το χωριό, κανείς εκεί ποτέ δεν στόλιζε χριστουγεννιάτικο δέντρο γιατί αφού όλα τα μικρά καλικαντζαράκια ανέβαιναν στη γη ποιος θα χαιρόταν τα Χριστούγεννα εκεί; Μα δεν ενδιέφερε κανέναν!

Κι εκεί πάνω στον πάγκο της κουζίνας…στοίβες τα μελομακάρονα και οι κουραμπιέδες. Έπαιζε χιονοπόλεμο με τη ζάχαρη όλη νύχτα και βουτούσε τη μουσούδα του στο μέλι κι ύστερα ακουμπούσε πάνω στα βάζα κι έβαζε παντού τα σημάδια του….·Κι έμπαινε στα ντουλάπια κι άλλαζε τις ταμπέλες από τα βάζα, κι ανακάτευε όλα τα μπαχαρικά, γρατζουνούσε τον πάτο από τα τηγάνια κι ο θόρυβος τρόμαζε ακόμα και τους μεγάλους ανθρώπους του σπιτιού…Αλλά παρά τη χαρά που έπαιρνε από τις σκανταλιές που σκαρφιζόταν η καλύτερη στιγμή ήταν όταν νύχτα πια ο Αλέξανδρος πήγαινε για ύπνο κι η μαμά του, του διάβαζε παραμύθια. Ήταν μαγικό…Κρυμμένος μέσα στο παπούτσι του μικρού αγοριού, κάτω απ το κρεβάτι νόμιζε πως ότι άκουγε ζωντάνευε μπροστά του. Γινόταν βασιλιάς, ιππότης, μεγάλος καρχαρίας, πειρατής με ένα δικό του καράβι, ξωτικό που του μοιάζε κιόλας στο εργαστήρι του Αϊ Βασίλη…Ώσπου τον έπαιρνε κι αυτόν ο ύπνος και τον ξυπνούσε το πρωί η σκούπα που καθάριζε κάτω  από το κρεβάτι…

Τώρα όμως πως θα ανέβαινε πάνω στη γη …Η φωτιά, έκαιγε συνέχεια κι εκείνος φοβόταν, δεν ήξερε τι να κάνει. Όλοι οι καλικάντζαροι φοβούνται την φωτιά ,όλοι, εκτός κι αν υπήρχε άλλος τρόπος γιατί όπως είχαν μάθει και στο σχολείο για όλα τα πράγματα πάντα υπάρχει λύση…»*

Καλικάντζαροι, καλιβρούσηδες, καλακάντζουρα,παγανά, εξαποδώ, καρακάντζαλε, δαιμόνια, καλκάνια, κωλοβελόνηδες…Όποια κι αν είναι  η ονομασία τους είναι εκείνα τα κακομούτσουνα, τριχωτά, κοντοστούπικα, μαυριδερά πλάσματα με τα κόκκινα μάτια, τα χέρια της μαϊμούς και τα στραβοκάνικα πόδια που εμφανίζονται κάθε χρόνο στη γη την παραμονή των Χριστουγέννων κάνοντας τον επάνω κόσμο, άνω-κάτω, μέχρι το ξημέρωμα των Φώτων λίγο πριν αγιάσει ο παπάς τα νερά… Λέει ο μύθος πως όλο το χρόνο κάτω από τη γη πριονίζουν το δέντρο που την κρατά και μόλις είναι έτοιμη να πέσει φτάνει η παραμονή των Χριστουγέννων και πρέπει να ανέβουν στη γη. Ο κορμός όσες μέρες λείπουν ξαναγίνεται από την αρχή γερός και μόλις επιστρέψουν ξαναρχίζουν από την αρχή.

 

Καλικάντζαρους έλεγαν και τα παιδιά που γεννιούνταν την ημέρα των Χριστουγέννων  και ειδικά αν η σύλληψή τους είχε γίνει την ημέρα του Ευαγγελισμού της Θεοτόκου στις 25 Μαρτίου, αλλά δεν είχαν και πολύ σχέση με τούτα δω τα παράξενα πλάσματα

Τι λέει όμως ο λαός μας για τους καλικάντζαρους;

Πολλά και διάφορα, προλήψεις, παρατηρήματα και χίλιες δυο παραδόσεις σώζονται ως τις μέρες μας. Άλλοι τα θεωρούν βλαβερά και φέρνουν κακή τύχη σ όποιον τα συναντήσει κι άλλοι πως είναι μόνο πλάσματα της λαϊκής φαντασίας ή της μυθολογίας μας. Οι ρίζες τους κρατούν από τα χρόνια τα πολύ παλιά.Λένε πως τα δαιμόνια τούτα είναι οι ψυχές που κατοικούσαν στον ΄Αδη, οι Κήρες, οι οποίες πίστευαν στην Αρχαία Αθήνα πως στην γιορτή των Ανθεστηρίων, που ο Κάτω Κόσμος  ήταν ανοιχτός επέστρεφαν στη γη  με διάφορους τρόπους και ενοχλούσαν τους ανθρώπους κυρίως μολύνοντας τις τροφές τους.

Σε πολλά μέρη της Ελλάδας πίστευαν πως κατέβαιναν μόνο από τις καμινάδες  και κρατούσαν καντάρι για να μετρήσουν το γνέσιμο των κοριτσιών κι αν το έβρισκαν λειψό τα πείραζαν και τα «βασάνιζαν» με τις σκανταλιές τους. Αλλού πάλι πείραζαν μόνο τους τεμπέληδες, τους μεθυσμένους τους κακούς και τα άτακτα παιδιά. Το σίγουρο ήταν ένα... Εμφανίζονται κάθε χρόνο την παραμονή των Χριστουγέννων και μένουν στη γη δώδεκα μέρες και νύχτες ίσαμε την ημέρα των Φώτων, κι είναι το γνωστό σε όλους μας Δωδεκαήμερο.

Ο φόβος των καλικαντζάρων μέχρι και πρόσφατα υπέβαλλε τους ανθρώπους σε διάφορες μεθόδους απομάκρυνσής τους. Άλλοι κρεμούσαν πίσω από τη πόρτα του σπιτιού ή μέσα στην καμινάδα ένα κατωσάγονο χοίρου που πίστευαν πως είχε αποτρεπτική δύναμη, άλλοι έκαιγαν αλάτι ή ένα παλιοπάπουτσο στην φωτιά. Άλλοι έδεναν  ένα σκουλί λινάρι στο κρικέλι της πόρτας που μέχρι να μετρήσουν τις ίνες του λαλούσε ο πετεινός κι εξαφανίζονταν. Άλλοι έβαζαν ένα κόσκινο κοντά στη φωτιά που επίσης μέχρι να μετρηθούν οι τρύπες του, χάνονταν στον λογαριασμό, έτσι κυκλικό που ήταν και τους έβρισκε το ξημέρωμα. Άλλοι έκαναν γλυκά με στάρι, αλεύρι, σταφίδες, ζάχαρη και καρύδια ,σύκα και κανέλα και τα μοίραζαν στα γύρω σπίτια. Η προσφορά αυτή κρατούσε μακριά τα παγανά. Αλλά την πιο μεγάλη δύναμη την έχει η φωτιά…

Η φωτιά των αβάπτιστων ημερών δηλαδή του δωδεκαήμερου είναι αναμμένη στην εστία του σπιτιού μέρα και νύχτα. Λένε πως οι καλικάντζαροι την φοβούνται γιατί η δύναμή της είναι τόσο μεγάλη που τους κρατάει πολύ πολύ μακριά. Την παραμονή των Χριστουγέννων λοιπόν κάθε νοικοκύρης φέρνει και τοποθετεί στο τζάκι  του ένα χοντρό ξύλο κομμένο από ξύλο αγκαθωτό όπως είναι η αχλαδιά ή η αγριοκερασιά. Τα αγκάθια και γενικά ότι είναι αγκαθωτό απομακρύνουν όλα τα δαιμονικά. Το κούτσουρο αυτό το λένε Χριστόξυλο ή δωδεκαμερίτη ή σκάρντζαλο. Λίγο πριν το τοποθετήσουν  στο τζάκι το ραίνουν με καρπούς, αμύγδαλα και καρύδια. Το κούτσουρο αυτό θα πρέπει να ανάβει συνεχώς για δώδεκα μέρες και οι καλικάντζαροι δεν πρόκειται να πλησιάσουν το σπίτι τους. Σ αλλά μέρη πάλι σταύρωναν  τα ξύλα, ένα μεγάλο ίσιο, αρσενικό, κι ένα με παραφυάδες δηλ. θηλυκό, έριχναν από πάνω λίγο λάδι και λίγο κρασί  κι έκαναν το λεγόμενο πάντρεμα της φωτιάς.

Παρόλα αυτά οι καλικάντζαροι επιμένουν αν και όπως είπαμε  φοβούνται τη φωτιά να κατεβαίνουν από τις καπνοδόχους. Η καπνοδόχος έχει ένα συμβολισμό. Στις λαϊκές παραδόσεις Ελλήνων και Σλάβων είναι η « οδός » για τον ΄Αδη, ο τρόπος και το μέσον επικοινωνίας με τον κάτω κόσμο. Κι όλοι οι επισκέπτες του σπιτιού έρχονται από κει. Ο «Βραχνάς» ή εφιάλτης , η μάγισσα, οι δράκοι ακόμα και ο Άγιος Βασίλης που θεωρείται καλός οιωνός και αγωγός για την οικογένεια. Οι καλικάντζαροι λοιπόν δεν θα μπορούσαν να έχουν κανέναν άλλο καλύτερο δρόμο να ανέβουν στην γη και μάλιστα αφού γνωρίζουμε την μεγάλη αδυναμία που έχουν για τις στάχτες. Από την στάχτη έρχονται και στη στάχτη κρύβονται και μάλιστα λένε πως τα μικρά καλικαντζαρούδια εκεί γεννιούνται. Γονιμοποιός η δύναμη που έχει η στάχτη και για αυτό και οι μέρες του δωδεκαήμερου που η φωτιά δεν σβήνει η στάχτη που μένει φυλάσσεται προσεκτικά και την παραμονή των Φώτων μαζεύεται όλη και ρίχνεται στα δέντρα, στα περιβόλια, στα χωράφια και στα ζώα. Ακόμα και στις γωνιές των σπιτιών γιατί πίστευαν πως το σπίτι θα είχε ευτυχία, η χρονιά σε καρπό θα πήγαινε καλά και τα ζώα θα γεννοβολούσαν γερά μικρά. Κι επειδή οι μέρες του δωδεκαήμερου ήταν μέρες μεταμφιέσεων και παραλλαγών των καλικάντζαρων, όσοι άνθρωποι μεταμφιέζονταν το έκαναν γιατί παρίσταναν τους νεκρούς προγόνους και μαζί τους κουβαλούσαν σακούλες με στάχτη που χτυπούσαν μ αυτές τους περαστικούς και τις στείρες γυναίκες,  αφού την θεωρούσαν γονιμοποιό δύναμη.


Υπάρχουν ωστόσο κάποια μέρη στην Ελλάδα που οι καλικάντζαροι για να έρθουν στη γη δεν περνούσαν από τη στάχτη και τη φωτιά αλλά από το νερό. Μια υπέροχη λαϊκή παράδοση από την Σκιάθο λέει πως την πρώτη μέρα του σαρανταημέρου οι καλικάντζαροι ετοιμάζουν το καράβι τους για να έρθουν στο νησί. Την πρώτη μέρα έκοβαν τα ξύλα στο δάσος και τα ετοίμαζαν και ακούγονταν παντού οι κούφιοι κτύποι από τα μαδέρια. Σαν πλησιάσουν τα Χριστούγεννα, του έβαζαν  πίσσα, το καλαφάτιζαν και την τελευταία μέρα το έριχναν  στο γιαλό. Σ΄ άλλα νησιά έρχονται πλέοντας μέσα σε καρυδότσουφλα ή παλιά καΐκια κι έρχονταν από την θάλασσα.

Οι καλικάντζαροι την σημερινή εποχή είναι πιο πολύ γνωστοί σε μας μέσα από τα παραμύθια και σκαρώνουν χίλιες δυο σκανταλιές στα σπίτια και στα μαγαζιά των ανθρώπων. Τρομάζουν  τους περαστικούς και τους μοναχικούς ανθρώπους και θεωρούνται οι κατεξοχήν παραδοσιακοί μουσαφίρηδες και καλοπερασάκηδες των δώδεκα ημερών μέχρι την ημέρα των Φώτων. Στις 6 του Γενάρη ο αγιασμός των υδάτων έχει και την έννοια της απαλλαγής από την επίδραση τους. Ο φόβος νικιέται και πάλι θριαμβεύει το καλό και το κακό σκορπιέται ή επιστρέφει κάτω απ τη γη ως την επόμενη χρονιά…

 Εσείς καλού κακού …αφήστε λίγη ζάχαρη άχνη, κανένα κουραμπιέ ή μελομακάρονο  πάνω στο τραπέζι …τρελαίνονται να βουτάνε μέσα, να «πουδράρονται » και να γλείφουν τα δάκτυλα από την γλυκασιά…

 Μην ξεχνάτε έρχονται Χριστούγεννα και τέτοιες μέρες χωρίς καλικαντζαράκια …τι θα απογίνουν τόσοι παραμυθάδες στον απάνω κόσμο;

Καλά Χριστούγεννα !

 

ΠΗΓΕΣ :

«Χριστούγεννα και των Γιορτών », Δημ. Σ. Λουκάτου, εκδ. Φιλιππότη, 1997

Ελληνικές γιορτές και έθιμα της Λαϊκής Λατρείας, Γ. Α. Μέγα, εκδ. Εστία 2013

Παραδόσεις, Ν.Γ. Πολίτη

Εφημερίδα Καθημερινή

*«Ο Τρακατρούκας ο Καλικάντζαρος» Μπετεινάκη Ελένη,Ελληνοεκδοτική

zhtunteanagnostes.blogspot.gr

Εφημερίδα ΠΑΤΡΙΣ

www.Cretalive.gr