«Επάτησεν ο Άυγουστος!»
Της Ελένης Μπετεινάκη*
Πήρε πολλά και πολλούς
τούτος ο χρόνος που πέρασε από τον περασμένο Αύγουστο ίσαμε τον φετινό. Κι
έμεινε ορφανό το μποστάνι με το φευγιό του κυρ Γιάννη του περβολάρη και πατέρα
μου που ‘χε την τιμητική του κάθε Αύγουστο. Κι ο Σιγανός μου, ξέρετε το
αγαπημένο μου σκιάχτρο μιλάει λίγο πια αλλά ξέρω πως θέλει να σας πει χίλιες
δυο ιστορίες από τα βράδια εκείνα που περνούσαμε κάποτε παρέα με τ΄αστέρια. Τον
Αύγουστο γεννιόντουσαν τα πιο μεγάλα, τα πιο τρανά παραμύθια κι εγώ τον λάτρευα
τούτον τον μήνα. Όλα αλλιώς πια, όμως μπαμπά, θυμάμαι πάντα!
Κι έχω περισσότερο
ανάγκη φέτος αυτές τις ιστορίες, τα παραμύθια, τα καμώματα των αστεριών, τους
τσακωμούς των καρπουζιών στο μποστάνι, τα γάργαρα γέλια από τις Δρίμες…
«Στην ταράτσα ξαπλώναμε, την ασπρισμένη με κιλά ασβέστη για να έχουν δροσιά τα δωμάτια κάτω στο σπίτι. Δυο τρεις βαθμοί πιο χαμηλή θερμοκρασία ήτανε η διαφορά, τίποτα παραπάνω. Ωστόσο τις νύχτες που αντιφέγγιζε το λευκό χρώμα ήταν για μας σαν φανάρι να μην είναι όλα πίσσα σκοτάδι, όπως έλεγε η μάνα , σαν έστρωνε ένα σεντόνι κατάχαμα. Κι ύστερα με σχεδόν κομμένη την ανάσα περιμέναμε ένα σημάδι… Πότε θα γινόταν το μεγάλο μπαμ να ανοίγανε οι ουρανοί. Μετά όλα θα ΄ταν καλύτερα. Θα ευχόμασταν αυτό που επιθυμούσε η ψυχή μας κι η αγαπημένη νεράιδα των Ευχών, της Νυχτιάς και των Άστρων θα μας έκανε το χατίρι. Κάθε χρόνο στις 31 Ιουλίου, που ανοίγανε οι Ουρανοί, αρκεί να΄χε πολλά αστέρια ο Ουρανός κι εμείς να πιστεύαμε στα θαύματα και στα …Παραμύθια. Όλοι , όλοι ξαπλωμένοι, βυθισμένοι στις δικές τους σκέψεις … Ο μπαμπάς με κλειστά ματιά, πίστευα πως προσεύχονταν στη νεραΐδα μου, να έρθει πιο γρήγορα, άσχετα αν ο αδελφός μου, μου ψιθύριζε πώς να σταματήσω να πιστεύω σε βλακείες, γιατί εκείνος κοιμόταν του καλού καιρού!
Κι όμως, λίγο μετά τα
μεσάνυχτα άστραψε ο ουρανός! Ένα τεράστιο άρμα φτιαγμένο από μικρά μικρά
αστέρια πέρασε μπροστά απ΄τα μάτια μας ή μπορεί και μόνο απ’ τα δικά μου. Θάμπωσα από το φως, σείστηκε ο
κόσμος μου! Πρόλαβα έκανα την ευχή μου και τότε είδα, σαν ξεμάκραινε, πως ήταν
πάνω του μια γυναίκα που ΄χε ένα πελώριο ολόφωτο στέμμα στο κεφάλι της. Ένα
κατάλευκο μακρύ φόρεμα φορούσε κι ήταν λευκά και τα μαλλιά της που ανέμιζαν στο
αστροφώτιστο στερέωμα. Έγειρα στο πλάι κι αποκοιμήθηκα εκεί κάτω από τον
έναστρο ουρανό μ΄ ένα χαμόγελο χαραγμένο στα χείλη μου….». Όνειρο να΄ταν ή
αλήθεια ποιος ξέρει. Εγώ το πίστευα κι αυτό είχε τη μεγαλύτερη σημασία….*
Πρωταυγουστιά σήμερα. Του μήνα που από την προκοπή και την μεγαλοσύνη της ψυχής του θρέφει όλους τους υπόλοιπους με τα καλά και τα κακά του. Ο Σείριος έλαμπε στον ουρανό σήμερα πρωί πρωί λίγο πριν συναντήσει τον Ήλιο, να τον καλημερίσει, να του ευχηθεί για τον ερχομό τούτου του όμορφου παλληκαριού, του τρίτου γιού του Καλοκαιριού, που όλοι το αγαπούν γιατί φροντίζει για όλους τους άλλους. Του μήνα με τις Δρίμες ή Αλουστίνες , τα μερομήνια, τις ζέστες, τις γιορτές. Με τα σύκα του και τα σταφύλια, με τις πιο ώριμες ντομάτες από ποτέ, με τους καρπούς όλους γινωμένους και τα κελάρια να αβγατίζουν. Με τον Αφέντη Χριστό να υψώνει την χάρη Του σ΄όλες τις βουνοκορφές και την Παναγιά να γιορτάζει σε όλα τα χωριά, τις πόλεις, ακόμα και στα μικρά, ξεχασμένα ξωκλήσια. Κι εκείνος ο τζίτζικας να μην σταματά ούτε για μια στιγμή το τραγούδι του, μονότονο, χαρούμενο αλλά και απαραίτητο για να θυμίζει πως «επάτησεν» πια και τούτος ο μήνας ,ο χιλιόχρονο , ο πιο ερωτικός, ο Φεγγαράς, ο Συκολόγος , ο Τραπεζοφόρος, ο Πενταφάς και ο Δριμάρης .
Τούτες τις δώδεκα ή έξι πρώτες
μέρες μέχρι του Χριστού, ανάλογα με την περιοχή μαντεύουν και τον καιρό.
Κάθε μέρα ή κάθε δυο τα λεγόμενα μερομήνια, ό,τι καιρό κάνει ή δείχνουν τα σημάδια θα ‘
ναι ο καιρός κάθε μήνα με τη σειρά, ξεκινώντας απ’ το Σεπτέμβρη.
Πρωταυγουστιά, και όσοι έμειναν την νύχτα ξάγρυπνοι να κοιτάνε αστέρια, τα σημάδια και το άνοιγμα του ουρανού το προηγούμενο βράδυ, έριχναν άμμο μέσα στο σπίτι για να υπάρχει αφθονία και ευτυχία και σαν ξημέρωνε, οι γυναίκες καθάριζαν τα χάλκινα αγγεία τους πρωί πρωί για να τα προλάβουν μέχρι να πάνε στην εκκλησιά , να πάρουν τον αγιασμό της μέρας, του μήνα ολόκληρου , να ξεκινήσει η πρώτη νηστεία για χάρη της Παναγιάς , της μάνας όλου του κόσμου. Δυο μάνες λένε πως έχει ο άνθρωπος. Η μια είναι εκείνη που τον γέννησε, η άλλη είναι η Παναγιά που πάντα την φέρνει στο μυαλό τις δύσκολες ώρες. Αυτή επικαλείται για βοήθεια στα μεγάλα του ζόρια.
Και περνούν οι
δύσκολες πρώτες μέρες, ίσαμε τη Χάρη του Χριστού στις 6 του μήνα.
Αφέντη
τον φωνάζουμε στην Κρήτη, όχι από δουλοπρέπεια, αλλά για να
δείξουμε το ψήφος, την εκτίμηση, την
Αγάπη. Όλες σχεδόν οι εκκλησιές Του βρίσκονται πάνω στις βουνοκορφές κι αυτό
γιατί βουνό σημαίνει ανύψωση, ανάταση
και επαφή με τον ίδιο το Θεό. Μεγάλη γιορτή, πολλά τα πανηγύρια( αν και δύσκολο
φέτος), αμέτρητες οι προσφορές. Λέγαν πως την
παραμονή το βράδυ ξανάνοιγαν πάλι, οι ουρανοί κι όσοι το πίστευαν δεν έβλεπαν πια νεράιδες,
ή βασίλισσες ή ξωτικά αλλά ένα άγιο φως κι αυτό ήταν σημάδι, το ‘χαν για καλό.
Η Χάρη της Παναγιάς, η Κοίμηση της στις 15 είναι το
δεύτερο Πάσχα της Ελλάδας ολόκληρης. Αν και
εγκαταλείπει τα εγκόσμια, η ίδια
θέλησε να καλέσει γνωστούς κι αγαπημένους φίλους και συνοδοιπόρους της γύρω από
την νεκρική κλίνη , να κλείσει τα μάτια και να «κοιμηθεί». Κανείς να μην κλάψει
τούτη τη μέρα, έτσι ήθελε, γιατί η
θύμηση θα έμενε και μένει πάντα στο μυαλό και την ψυχή. Όλος ο κόσμος Την
γιορτάζει, απ’ άκρη σ’ άκρη ο Χριστιανισμός, η Ελλάδα πανηγυρίζει την Χάρη της.
Και αμέσως την επόμενη μέρα όλος ο
κόσμος ανάστατος πάλι. Τα σταφύλια είναι πια ώριμα κι είναι η ώρα που θα
αρχίσει ο «πόλεμος του θέρους». Η πιο μεγάλη αγροτική φιέστα, η πιο πολυπόθητη
ώρα για τον γεωργό. Κι είναι βιαστικοί, να τα μαζέψουν, να απλώσουν την
σταφίδα, γιατί ο σοφός λαός όσο κι αν αγαπάει τον Αύγουστο, τον φοβάται και
χαρακτηριστικά λέει : «Επάτησεν
ο Αύγουστος, η άκρα του χειμώνα».
«Εντύπωση μου έκανε κάθε χρόνο την τελευταία μέρα του Ιούλη οι ετοιμασίες που γινόταν στην «Κάτω Γειτονιά » ή Κατσοπρινιά, όπως την έλεγαν στο χωριό. Μια, δυο οικογένειες που μαζεύανε τα πράγματα τους, όλα. Κουβέρτες, σεντόνια ακόμα και χιράμια, τσουκάλια, πιατικά, ρούχα, μεγάλες ντενέκες με νερό κι ετοιμάζονταν λέει για φευγιό, να εκπληρώσουν το τάμα. « Δεκαπεντάρηδες » του φώναζαν αυτούς τους ανθρώπους, όχι γιατί ήτανε νιοι στην ηλικία, αλλά γιατί θα λίπανε τις πρώτες δεκαπέντε μέρες του Αυγούστου. Στο μοναστήρι της Παναγιάς της Χαρακιανής, θα ΄ταν φιλοξενούμενοι, γατί το τάμα τους ήταν βαθύ, βαρύ και αξέχαστο. Είχε γενεί καλά το Μανολιό τους από βεβαιωμένη κακιά αρρώστια κι από τότε κάθε χρόνο …φεύγαμε. Μας αφήνανε το κλειδί, να ποτίζουμε τα βασιλικά και τα γεράνια, μόλις έδυε ο ήλιος, να μην ιδρώσουν, να μην χαθεί ούτε μια σταγόνα από την ζέστη της μέρας, άδικα. Κι ήθελα κι εγώ να γίνω «Δεκαπεντάρης» ή «Δεκαπεντιστής» ή «Δεκαπενταρίτης» για τόσες πολλές μέρες αλλά οι υποχρεώσεις του μπακάλικου του πατέρα μου ήταν απαγορευτικές για διακοπές στα μοναστήρια όπως, χαρακτηριστικά έλεγε. Και μας έλεγαν τις ιστορίες που έζησαν, σαν επέστρεφαν, στις βεγγέρες που οργανωνόταν τις νύχτες στην αυλή της γιαγιάς και στα πεζοδρόμια των σπιτιών μας. Πως δεν μένανε,λέει, πάντα μέσα στο μοναστήρι, αλλά σε μια καλύβα, απόξω, κι είχε μεγάλο «σεϊρι», τούτη η διαμονή, γιατί τα βράδια ακούγονταν ένα σωρό θόρυβοι της εξοχής, και κουκουβάγιες, πάνω στα δέντρα και συρσίματα παράξενα. Ο Μανόλης μας έλεγε πως ένα βράδυ είχε δει ένα δράκο να πετάει πάνω απ’ τα κεφάλια τους, θεριό τεράστιο. Του ‘χε κοπεί η λαλιά κι η ανάσα αλλά εκείνος δεν τους έδινε σημασία, μόνο πετούσε, πετούσε να φτάσει το πρωινό αστέρι της Αυγής, το Σείριο να πάρει το μαντάτο του καιρού του Αυγούστου να το μεταφέρει στη χώρα των Γιγάντων που θέλαν να γνωρίζουν τα δικά τους …μερομήνια!»
Αύγουστος είναι ο μήνας των νεράιδων, των ξωτικών, των άστρων, των παραμυθιών !
Και έχει στις 2 του Αυγούστου το πιο μεγάλο
φεγγάρι της χρονιάς την κορύφωση της γέμισής του. Κι
είναι πολύ κοντά στη γη που πίστευαν πως η Θεά Σελήνη που κατοικούσε σ’ αυτό,
μπορούσε να ακούσει όλες τις επιθυμίες των ανθρώπων και να τις εκπληρώσει ...
Το νου σας λοιπόν...
Καλό Μήνα !
ΠΗΓΕΣ:
Δημήτρης Λουκάτος, «Τα καλοκαιρινά», Αθήνα 1981
Γ.Α. Μέγας, «Ελληνικαί
εορταί και έθιμα της λαϊκής λατρείας »Αθήνα 1956
Ελένη Μπετεινάκη, «Λόγια του αέρα», Ιδ. Συλλογή διηγημάτων, υπό
έκδοση
Εφημερίδα Καθημερινή
Νίκος Ψιλάκης, Λαϊκές τελετουργίες στην Κρήτη, Καρμάνωρ,
2005