Της Ελένης Μπετεινάκη**
Ξημέρωμα κατέβηκα στο
λιμάνι, εκεί κοντά στον κόλπο του Δερματά, παραμονή μιας μεγάλης γιορτής,
ξεχασμένης … Ήσυχη η θάλασσα σήμερα, καθαρός ο ορίζοντας. Κοίταζα επίμονα, ίσαμε
όπου έφτανε το μάτι, προσπαθούσα να φέρω στο μυαλό μου εικόνες. Εικόνες που
φαντάζουν σαν παραμύθι αν και συνέβησαν κάποτε, μια φορά κι ένα καιρό, εκείνον
τον Αύγουστο του 1669, κοντεύουν 450 χρονιά από τότε. Να ΄ταν γαλέρα εκείνη που
ξεμάκραινε, που χάνονταν κοντά στα νερά της Ντίας. Να΄χε άραγε μαύρα πανιά σαν
άλλος Θησέας, που μαζί της έπαιρνε όλους τους θησαυρούς της πόλης κι εσένα
Παναγιά μου, την πολύτιμη εικόνα σου. Κειμήλιο από τα χρόνια τα παλιά που
έπρεπε να σωθεί, να ξενιτευτεί και να μείνει εκεί για τόσους αιώνες μέχρι και σήμερα. Σαν
να άκουγα τις μπομπάρδες μέσα στα τείχη του Χάνδακα… σαν να έβλεπα τα δάκρυα
στα πρόσωπα των περήφανων κρητικών, εκείνων των χρόνων. Άδειαζε ό τόπος,
ερήμωνε, κι ένοιωσα σα να γύριζε πίσω ο χρόνος, πως σκοτείνιαζε ο ουρανός, πως
η ώρα πλησίαζε και ο Χάνδακας έχανε …τα πάντα!
Και τα χρόνια πέρασαν
και τουλάχιστον πολλοί δεν ξέχασαν και στις μέρες μας, πριν μερικά χρόνια μέσα
στην καρδιά της πόλης μας, σε ένα
ιδιωτικό παρκινγκ, κτίστηκε ένα μικρό εκκλησάκι, παρεκκλήσι του αγίου Τίτου ,
αφιερωμένο σα αυτήν την παναγιά, την ξενιτεμένη την Μεσοπαντίτισσα… Ένα μικρό κουκλίστικο
εκκλησάκι, που χτίστηκε με την φροντίδα και την αγάπη δυο ανθρώπων*, ήταν η
αιτία να ψάξω ξανά, τα κουτιά της ιστορίας, να βρω , να μάθω, να θαυμάσω για
άλλη μια φορά τον πλούτο της πόλη μας. Να νοιώσω πίκρα για όλους εκείνους που ευθύνονται
για τον ξενιτεμό ανθρώπων και πολύτιμων πραγμάτων του παρελθόντος μας. Την ίδια
στιγμή να θυμηθώ πως κάποτε, που δεν ήξερα, βρέθηκα κι εγώ στην Βενετία,στο
Μεγάλο Κανάλι, στον Ναό της Santa Maria Della Salute και θαύμασα την εικόνα της
Παναγιάς . Τότε δεν ήξερα, έψαξα όμως και έμεινα άφωνη όταν συνειδητοποίησα πως
ήταν δική μας αυτή η εικόνα…
Και σήμερα που γιορτάζεις πάλι, θυμήθηκα, όπως κάθε χρόνο στις 13
Ιανουαρίου, κάποιοι άνθρωποι δεν ξεχνούν ποτέ, την Χάρη σου, την ιστορία σου,
την ιστορία του τόπου μα, εκείνον τον ατελείωτο πόλεμο που ήταν η αιτία να
μισέψεις και να μην επιστρέψεις ποτέ ξανά… Άραγε για πάντα; Ποιος ξέρει……..
«…Πλιό
παρακάλια δε γροικώ κʼ εσφάγηκʼ η καρδιά μου
κʼ
εμίσεψες, Παρθένα μου, Μεσοπαντίτισσά
μου…» Μαρίνος Τζάνε
Μπουνιαλής
13 Ιανουαρίου, μια μεγάλη γιορτή για τους Ορθόδοξους Χριστιανούς
, αυτή της Παναγιάς της Μεσοπαντίτισσας, που λατρεύτηκε στην Candia ή στον
Χάνδακα για πολλούς αιώνες μέχρι και την περίοδο της Τουρκοκρατίας και ας είχε
ξενιτευτεί η εικόνα της μακριά από την πόλη που τιμήθηκε όσο πουθενά μέχρι
τότε…
Λένε πως πήρε τ΄όνομα
της επειδή τη γιόρταζαν στο μεσοδιάστημα από τις γιορτές των Χριστουγέννων ως
την Υπαπαντή…
Μια παράδοση θέλει τούτη την εικόνα, την «ξενιτεμένη», της Παναγιάς της Μεσοπαντίτισσας να ήρθε στην Κρήτη τον καιρό της
εικονομαχίας από τους πιστούς για να την
σώσουν από το μένος των εικονομάχων. Την έφτιαξαν λένε αγιογράφοι, ίσως
ο ίδιος ο Ευαγγελιστής Λουκάς , και
στη συνέχεια βρέθηκε στην Κωνσταντινούπολη, όμως κάνεις δεν είναι σίγουρος αν
τούτη είναι η καταγωγή της. Μια άλλη
ιστορία λέει πως ήταν κειμήλιο του Μητροπολιτικού Ναού του Αγίου Τίτου της
Γόρτυνας και πως την έσωσαν οι κάτοικοι μαζί με την κάρα του Αγίου Τίτου πάνω
στις κορυφές της Ίδης όταν ήρθαν στο νησί οι Σαρακηνοί στα 825 μ.Χ. Η πιο
τεκμηριωμένη απόδειξη είναι πως βρισκόταν ήδη στην Κρήτη στο β΄ μισό του 14ου αιώνα όταν
οι Κρήτες ορκίστηκαν πίστη και αφοσίωση
στη Γαληνότατη Δημοκρατία της Βενετίας μόνο
μπροστά στην εικόνα της. Από τότε κοσμούσε τον ιερό Ναό του Αγίου Τίτου του
Χάνδακα κι εκεί έμεινε ως τον Αύγουστο του 1669 που φυγαδεύτηκε μαζί
με την κάρα και άλλα κειμήλια της πόλης από τους Ενετούς στην Βενετία για να
σωθούν από τα χέρια των Τούρκων. Ο Francisco Morossini την φόρτωσε μαζί με χίλιους δυο « θησαυρούς»
στα πέντε πλοία που ξεκίνησαν ένα πρωί από το λιμάνι του Χάνδακα για να καταφέρουν να φτάσουν μόνο τα τρία στον
προορισμό τους έχοντας μέσα την πολύτιμη εικόνα της Παναγιάς , της αιώνιας Μάνας
που κρατά αγκαλιά τον Γιό της. Από τότε αν και τοποθετήθηκε αρχικά στον Ναό του
Αγίου Μάρκου με ειδικό διάταγμα της Γερουσίας
μεταφέρθηκε και βρίσκεται οριστικά στο
Ναό της Santa Maria Della Salute στο Μεγάλο Κανάλι της Βενετιάς.
Για το χτίσιμο της εκκλησίας ,που είναι αφιερωμένη στην Παναγία
της Υγείας, λένε πως ευθύνεται η
μεγάλη επιδημία της πανούκλας το
καλοκαίρι του 1630 και που κράτησε μέχρι
το 1631 και που σκότωσε σχεδόν το ένα τρίτο του πληθυσμού. Στην πόλη 46.000
άνθρωποι έχασαν τη ζωή τους , ενώ στην λιμνοθάλασσα ο αριθμός ήταν πολύ
μεγαλύτερος περίπου 94.000. Άρχισαν οι προσευχές και οι λατανίες και πίστεψαν πως μόνο η Παναγία κατάφερε να
ανακόψει το θανατικό. Η Ενετική Γερουσία
στις 22 Οκτωβρίου 1630, αποφάσισε ότι μια νέα εκκλησία θα κατασκευαστεί στην Παναγία που θεωρήθηκε προστάτης της Βενετίας .Αποφασίστηκε, επίσης,
ότι η Γερουσία θα επισκέπτεται την
εκκλησία κάθε χρόνο στις 21 Νοεμβρίου αφού θα ήταν αφιερωμένη στη γιορτή των
Εισοδίων της Θεοτόκου και η ονομασία της
θα ήταν Festa della Madonna della Salute
. Αυτό περιελάμβανε διέλευση από το Μεγάλο Κανάλι σε μια ειδικά κατασκευασμένη
πλωτή γέφυρα και εξακολουθεί να είναι ένα σημαντικό γεγονός στη Βενετία ακόμα και ως τις μέρες μας. Σ’ αυτόν τον ναό σε περίοπτη θέση τοποθετήθηκε η
εικόνα της Παναγίας της Μεσοπαντίτισσας ανάμεσα σε εικόνες μεγάλων ζωγράφων.
Η ιστορία της εικόνας στα χρόνια των Ενετών στην Candia είναι λίγο πολύ
γνωστή. Μια άλλη παράδοση θέλει την Παναγία
να μεσολαβεί σε σύναψη ειρήνης ανάμεσα στους δύο λαούς και εξαιτίας
αυτού του γεγονότος να παίρνει την προσωνυμία Μεσοπαντίτισσα. Λατρευόταν από τους
Χριστιανούς σχεδόν καθημερινά από το 1379 και κάθε Τρίτη σύμφωνα με μια παλιά
συνήθεια γινόταν λιτανεία στις γειτονιές
και τα σοκάκια της πόλης για να ευλογήσει τα σπίτια και τις εργασίες των ανθρώπων
. Ήταν επικαλυμμένη με χρυσά και ασημένια φύλλα και στολισμένη με πολύτιμα
πετράδια και κατά την περιφορά της την
ακολουθούσαν πάρα πολλές γυναίκες ξυπόλητες εκπληρώνοντας έτσι τάματα. Οι
πιστοί προσέφεραν ελεημοσύνες.
Ο Γερμανός περιηγητής Wolfgand Stockman, όταν είχε επισκεφτεί
την Κρήτη στα 1606, γράφει στα ταξιδιωτικά του κείμενα του πως χάρη στις θαυματουργικές
ιδιότητες της εικόνας, όταν στο νησί υπήρχε μεγάλο πρόβλημα λειψυδρίας με
δεήσεις και προσευχές στη Χάρη της, πάντα
ερχόταν η πολυπόθητη βροχή. Ορθόδοξοι και
καθολικοί , γράφει, πίστευαν και λάτρευαν την εικόνα όπως φαίνεται και
από μια επιστολή του Δούκα της Κρήτης
στα τέλη του 16ου αιώνα, που ο
ανώτατος διοικητικός αξιωματούχος της Κρήτης ενημέρωνε τον Δόγη της Βενετίας
πως η Παναγιά είχε κάνει το θαύμα της και είχε θεραπεύσει έναν ανάπηρο
στρατιώτη από το Μιλάνο.
Ο περίφημος κρητικός ποιητής Μαρίνος Τζάνε Μπουνιαλής
γράφει στον έμμετρο κρητικό του πόλεμο :
«Και τη Μεσοπαντίτισσαν όλοι παρακαλούσα,
την Τρίτη που τη βγάνασι μʼ ευλάβεια
ʼκλουθούσα,
κʼ ελέγασι: “Παρθένα μου, τώρα βοήθησέ μας,
κι άγωμε ομπρός εις το Χριστό, συχώρεση
έπαρέ μας”.»
Λιτανεία γινόταν επίσης και την ημέρα κάθε μεγάλης γιορτής. Η
Εικόνα ήταν ένα σύμβολο ομόνοιας και συμφιλίωσης ανάμεσα σε Λατίνους και Κρητικούς, για αυτό και σ΄αυτές τις λιτανείες ήταν ακολουθούμενη και από Ορθόδοξους αλλά και από Καθολικούς.
Η περιφορά της συνεχίστηκε και στη διάρκεια της πολιορκίας του Χάνδακα. Σʼ
αυτήν προσεύχονταν οι κάτοικοι της πόλης για να τους βοηθήσει νʼ αντέξουν, όπως
περιγράφει χαρακτηριστικά ο Μπουνιαλής.
«Δέομαι
με τα δάκρυα, Θεέ, απάκουσέ με,
κι από τα τόσα βάσανα οπού ʼχω λύτρωσέ με
εις τʼ άδικο που μʼ εύρηκε τόσους καιρούς
και χρόνους
κʼ
έχω πληγές εις την καρδιά αμέτρητες και πόνους.
Κʼ εσύ, ω υπερθαύμαστη κυρία Μαριάμ μου,
ξελύτρωσέ
με τη φτωχή, Μεσοπαντίτισσά μου∙
Η Χρύσα Μαλτέζου σε έρευνα
και κείμενό της, γράφει πως την περίοδο του Κρητικού Πολέμου πως η περιφορά της εικόνας γινόταν δύο φορές την
εβδομάδα, κάθε Τρίτη και Σάββατο. Επίσης με απόφαση της Τοπικής Διοίκησης του
νησιού στα 1539 είχε παραχωρηθεί, χωρίς να διευκρινίζονται οι λόγοι στους κατοίκους
του χωριού Αμπρούσα που βρισκόταν στα περίχωρα του Χάνδακα να έχουν μόνο
αυτοί το προνόμιο και δικαίωμα να σηκώνουν την εικόνα της για την περιφορά της.
Στο διάστημα της θητείας τους οι οκτώ χωρικοί που επιλέγονταν είχαν απαλλαχθεί από κάθε είδούς αγγαρεία.
Μάλιστα,
αναφέρει, πως υπάρχουν ακόμα και ονόματα στα αρχεία που διασώθηκαν, αυτών που
μετέφεραν την θαυματουργή εικόνα και πως
πολλοί από αυτούς παραμονές της Τούρκικης ολοκληρωτικής κατάκτησης του Χάνδακα
λόγω τρομερού πανικού αλλαξοπίστησαν, πέρασαν στο άλλο στρατόπεδο κι ας ήταν
εκλεγμένοι χωρικοί που υποβάσταζαν την εικόνα.
Από τις ελεημοσύνες που δίνονταν
κατά τη διάρκεια της λιτανείας
μαζεύονταν αρκετά μεγάλα χρηματικά ποσά και χαρακτηριστική είναι η αναφορά σε ένα γεγονός του 1659 που ο
θησαυροφύλακας του ναού του Αγίου Τίτου που διαχειριζόταν όλα τα χρήματα , έδωσε
κατόπιν εντολή του αρχιεπισκόπου Giovanni Querini , 100 ρεάλια σαν δάνειο στον Γενικό προνοητή Barbaro.
Η σύνδεση του Αγίου Τίτου με την εικόνα της Παναγίας της
Μεσοπαντίτισσας φαίνεται από το λάβαρο
του Francisco Morossini με τις παραστάσεις
που εικονίζονται πάνω του και που σήμερα φυλάσσεται στο Μουσείο Correr της
Βενετίας.
Τις παραμονές του μισεμού της εικόνας και λίγο πριν την
οριστική παράδοση του Χάνδακα στους Τούρκους ο Μπουνιαλής γράφει:
«Άδειασαν την Τριμάρτυρο και τʼ άλλα όλα
εκείνα
και το Χριστό του Κεφαλά, κι Αγιάν
Αικατερίνα.
Το Άγιον Αίμα πιάνουσι τότες και κασελιάζου,
και τη Μεσοπαντίτισσα και λείψανα φυλάσσου∙
τους Άγιους Δέκα να χαλούν, κι όσες εικόνες
ήτο
τρίγυρα εκεί στην εκκλησά που λέγαν Άγιο
Τίτο».
Σήμερα πια στην πόλη μας το Ηράκλειο η εικόνα της Παναγίας
της Μεσοπαντίτισσας υπάρχει μόνο σε αντίγραφα. Δύο βρίσκονται στην εκκλησία του
Αγίου Τίτου και ένα στο μικρό του παρεκκλήσι
που είναι αφιερωμένο στη μνήμη της. *Βρίσκεται στην οδό Κόσμων και Θησέως και
κτίστηκε το 2006 με δαπάνη των Χαρίτωνος και Μαλβίνας Παπαδάκη. Γιορτάζεται
κάθε χρόνο στις 13 Ιανουαρίου…
Έφυγα κι ανέβηκα με το
ποδήλατό μου ίσαμε το κέντρο της πόλης. Άναψα ένα κερί στη Χάρη της, στο μικρό
εκκλησάκι…. Κι ύστερα πριν ακόμα πάρει ζωή ο δρόμος κι η πόλη ολάκερη ξανακατέβηκα
για μια ακόμα φορά στο λιμάνι, περνώντας από την οδό της Πλάνης. Σταμάτησα στην
πλατεία του αγίου Τίτου. Τούτη η εκκλησιά, πόση ιστορία, πόσα θάματα, πόση χαρά
και πίκρα δεν έχει από τα θεμέλια μέχρι τον υπέροχο τρούλο της. Κατηφόρισα κάτω
χαμηλά, στα ερείπια της Πύλης του Μόλου κι αγνάντεψα τον Κούλε για μια ακόμα
φορά. Καλημέρα Άρχοντα, του ‘πα,
όπως κάθε μέρα. Σίγουρα και τούτο τον μισεμό τον έζησες, τον είδες, θα πόνεσες
κι εσύ , δεν μπορεί κι ας έμενες εκεί βράχος ακλόνητος, κι ας είσαι φτιαγμένος
από πέτρα, θα λύγισες, είμαι σίγουρη!
Σαν μια σκιά, μου
φάνηκε, σαν ένα σύννεφο που κουβαλούσε μέσα του εκείνο το πολύτιμο φορτίο…
«…Κ΄εμίσεψες, Παρθένα μου, Μεσοπαντίτισσά μου…»!
**H Eλένη Μπετεινάκη είναι εκπαιδευτικός
ΠΗΓΕΣ :
“Περί την χρονολόγησιν της εικόνος Παναγίας
της Μεσοπαντιτίσσης”,Μαρία Θεοχάρη, Πρακτικά της Ακαδημίας Αθηνών
Ιστορία της Κρήτης, Θεοχάρη Δετοράκη, 1990
Η τελευταία
περίοδος της πολιορκίας του Μ. Κάστρου, Ν.Σταυρινίδη,1979
Ο Κρητικός
Πόλεμος 1645-1669, Χρυσούλα Τζομπανάκη, 2008
Ενοριακό
Δελτίο Ιερά Αρχιεπισκοπής Κρήτης – Ενορία Αγίου Τίτου, 2007
«Κι εμίσεψες
Παρθένα μου», Χρύσα Μαλτέζου, εφημερίδα ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ
Μαρίνου
Τζάνε Μπουνιαλή του Ρεθυμναίου, “Ο Κρητικός Πόλεμος 1645-1669”, επιμέλεια
Στυλιανός Αλεξίου – Μάρθα Αποσκίτη, εκδόσεις Στιγμή, 1995,
Εφημερίδα
ΠΑΤΡΙΣ
Cretalive.gr
Χάνδακας, η
πόλη και τα τείχη, Χρυσούλα Τζομπανάκη, ΕΚΙΜ 1996
Δημοσιευτηκε στις 13 ιανουαρίου 2016 στο http://www.cretalive.gr/history
Δημοσιευτηκε στις 13 ιανουαρίου 2016 στο http://www.cretalive.gr/history
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου