Tης Ελένης
Μπετεινάκη
Tι
απ ΄όλα είναι τούτος ο Άγιος, ο Προφήτης, ο Τρομέρος Αι Λιάς; Ταξιδευτής,
Βροντερός, Κεραυνοβόλης, Νεφοκράτορας, Ανελέητος… Όποιος και όσα κι αν του προσάπτουν
ένα είναι σίγουρο. Πως ζει και περπατά στις κορφές των λόφων και των βουνοκορφών
και πως γιορτάζει στην καρδιά του καλοκαιριού στις 20 Ιουλίου. ..
Μέρες καύσωνα συνήθως στα μέρη μας. Μέρες των ώριμων φρούτων, των λιάτικων σταφυλιών, του
κλεισίματος του κύκλου της φωτιάς που ξεκίνησε με τα Αναστενάρια κορυφώθηκε
στις εξαγνιστικές πυρές του Αϊ Γιάννη και κλείνει με τις μεγάλες φωτιές στα
ψηλά βουνά. Οι θρύλοι κι οι παραδόσεις θέλουν τον Ηλία, ναύτη, θεό, μάντη,
έφορο της βροχής και των ανέμων, Άγιο και Προφήτη.
Λέει μια από τις παραδόσεις πως «…οι βροχές και τα αστροπελέκια απ’ αυτόν γίνονται. Ξαπλώνει στα
σύννεφα και κοιμάται, όταν είναι να καλοσυνέψει ο καιρός. Μα όταν είναι για
νερό, τρέχει με την άμαξά του στον ουρανό και γι αυτό βροντάει ...Όταν
βροντάει, είναι που με το πύρινο αμάξι του κυνηγάει τη Λάμια να τη σκοτώσει,
για να μην καταστρέψει τα σπαρτά των ανθρώπων. Οι αστραπές που πέφτουνε τότες
είναι οι πύρινες σαϊτιές του να την λαβώσει…». Λέγανε πάλι πως πάνω στην
πύρινη ή πέτρινη άμαξά του, ο Ήλιος ήταν
ο τροχός του και ο Γαλαξίας ο δρόμος του. Τον χειμώνα μετακινιόταν με έλκηθρο. Και η μέρα που γιόρταζε την έλεγαν «
Ημέρα της βροντής » και αυτό γιατί σήμαινε το τέλος του καλοκαιριού για
πολλούς λαούς.
Και σαν καλοκαίρευε και ξαφνικά αρχινούσε τις βροντές, τις καταιγίδες και τους
κεραυνούς τότε προκαλούσε πυρκαγιές. Έτσι του έδωσαν τα προσωνύμια «Τρομερός»
ή «Ανελέητος».
«Στα χωράφια περπατά και τη σίκαλη γεννά»… ο Αι Λιάς ο « Τρομερός »
Η ρήση αυτή ανήκει στους Σλάβους που τιμούσαν τον Προφήτη
Ηλία σαν δικό τους άγιο. Και σαν προστάτη της σοδειάς που την φυλάει από τα
πονηρά πνεύματα. Τον σέβονταν γιατί αν θύμωνε τότε η χώρα όλη πλήττονταν στην
ξηρασία ή το χαλάζι.
Η εκκλησία μας πάλι την ημέρα τούτη που ο Ήλιος βρίσκεται
στον Αστερισμό του Κυνός όρισε να γιορτάζεται μια από τις πιο φλογερές μορφές
της Βίβλου.
Ένας άλλος μύθος λέει πως ο Προφήτης Ηλίας ήταν ναυτικός.
Ταξίδευε χρόνια πολλά κι είχε γνωρίσει όλον τον κόσμο από την μια του άκρη ως
την άλλη και κάποτε κουράστηκε. Θέλησε τότε να κατοικήσει σ’ ένα μέρος που οι
άνθρωποι δεν ήξεραν τίποτα για την θάλασσα. Πήρε λοιπόν ένα κουπί και άρχισε να πηγαίνει σε διάφορα μέρη. Ρωτούσε
όποιους συναντούσε τι ήταν αυτό που κρατούσε. Όσο του απαντούσαν «κουπί»
τραβούσε ψηλότερα, μέχρις που έφτασε στην κορυφή ενός βουνού που του απάντησαν
πως κρατούσε «ξύλο». Τότε κατάλαβε πως σ' αυτό το μέρος δεν γνώριζαν τίποτα για
την θάλασσα κι έτσι ο άγιος έμεινε μόνιμα εκεί. . Μύθος που έχει τις ρίζες του
σε εκείνον του Οδυσσέα που παρακινείται
από τον Τειρεσία, σαν σκοτώνει τους μνηστήρες να τραβήξει όσο πιο ψηλά μπορεί
και σαν θα φτάσει σε μέρος που δεν γνωρίζουν από καράβια ή κουπί να το μπήξει
στη γη και να θυσιάσει στον Ποσειδώνα.
Πάνω στον Γιούχτα , τούτο το ιερό
βουνό, που στους πρόποδές τους είναι
κτισμένες οι Αρχάνες, λένε πως υπήρχε ιερός βωμός από τα πανάρχαια χρόνια αφιερωμένος
σε μια χθόνια θηλυκή θεότητα, πρόγονο της μινωικής θεάς των φιδιών. Στον βωμό
αυτόν μέσα στο Ιερό Κορυφής βρεθήκαν στάχτες και αναθήματα κι αργότερα όταν
άλλαξε μορφή η λατρεία το Ιερό αυτό και
σε σύνολο δύο από τις κορυφές του ανθρωπόμορφου βουνού , αφιερώθηκαν στον
Προφήτη Ηλία που αγαπήθηκε σαν Άγιος των Βουνών.
Μια τρίτη παράδοση θέλει τον Προφήτη Ηλία να ταυτίζεται
με τον Ήλιο. Ηλίας - Ήλιος μια συνήχηση μεταξύ αρχαιότητας και
χριστιανισμού. Στην αρχαιότητα ο Ήλιος ταυτιζόταν με τον Δία, που ως θεός των
μετεωρολογικών φαινομένων λατρευόταν πάνω στις βουνοκορφές. Επειδή λοιπόν ο
Ήλιος, όταν ανατέλλει, φαίνεται να ανεβαίνει λαμπρός από τις κορυφές που
φωτίζει πρώτες με τις ακτίνες του, αλλά και επειδή ταυτίστηκε με τον θεό που
σηκώνει την κακοκαιρία στη διάρκεια των καταιγίδων, θεωρήθηκε ότι η λατρεία και
του Αγίου ή Προφήτη Ηλία θα γινόταν στις
κορυφές των βουνών.
Την παραμονή του Αϊ Λιά γινόταν δέηση στον προφήτη γιατί οι
ζέστες πια ήταν ανυπόφορες , η λεγόμενη Περπερούνα για να ρίξει μια βροχή να
δροσιστούν. Το έθιμο ήθελε να στολίζουν
με πράσινα χόρτα ένα κορίτσι ορφανό που το πήγαιναν στο ποτάμι και
έβρεχαν τα ρούχα τους και στη συνέχεια χόρευαν όλοι μαζί και τραγουδούσαν.
…Θέ μου βρέξε μια
βροχή, μια βροχή μια σιγανή, μια βροχή καλή βροχή.
Σε πολλά ξωκλήσια επίσης επειδή πίστευαν πως και τούτος ο
Προφήτης προστάτευε από αρρώστιες γινόταν περισχοινισμός δηλαδή περιτύλιξη της
εκκλησίας με κέρινο νήμα αλλά και του ασθενή ή τύλιγαν το κεφάλι του με
στάχυα και έτσι έφευγε ο πόνος.
Όλοι οι μύθοι και τα έθιμα είναι οργανωμένα γύρω από μια και
μόνο παράκληση : « Κι ο Αη Λιας στον
ουρανό …για να ρίξει ο Θεός νερό…»
Τούτη τη μέρα πολλά γίνονταν τα παλιά τα χρόνια και πολλά
δεν γίνονταν. Πρώτα απ' όλα δεν δούλευαν στα χωράφια τους οι γεωργοί, ούτε στ’
αλώνια, ούτε στους λαχανόκηπους.
Το μόνο που έκαναν ήταν να ξυπνήσουν νωρίς το πρωί οι
γεωργοί και να τρέξουν στο λιόφυτο με τις ελιές τους. Εκεί μέχρι να βγει ο
ήλιος και να ανέβει ίσαμε ένα καντάρι, ήθελαν να « πετρώσουν» τα ελαιόδεντρα,γιατί
πίστευαν πως την ημέρα του Προφήτη Ηλία γέμιζαν λάδι οι καρποί των ελιών. « Πετρώνοντας»
λοιπόν το δέντρο κατά κάποιο μαγικό τρόπο το προστάτευαν μέχρι την ημέρα της συγκομιδής
του πολύτιμου καρπού. Άλλη πάλι εκδοχή για την αργία της δουλειάς της ημέρας μας
περιγράφει η γνωστή η ιστορία με το «Βουλισμένο
Αλώνι» στον παλιό εθνικό δρόμο Ηρακλείου - Ρεθύμνης με την εντυπωσιακή
δολίνη (βαθιά λακκούβα, που σχηματίζεται, κατά κανόνα, από την υπονόμευση του
εδάφους σε κάποια σημεία σε περιοχές με ασβεστολιθικά πετρώματα). Λένε πως ένα
αλώνι υπήρχε εκεί που σήμερα βρίσκεται το βούλιασμα. Ο ιδιοκτήτης του επέμενε
να αλωνίζει την ημέρα του Προφήτη Ηλία ενώ ήξερε πως ήταν πολύ μεγάλη γιορτή
και ο άγιος θα θύμωνε. Ξαφνικά η γη υποχώρησε συμπαρασύροντας τον ίδιο, το
ζευγάρι του, τα στάχυα και φυσικά το αλώνι...
Τα παρατηρήματα τούτη την μέρα επίσης πολλά. Συνήθιζαν οι
άνθρωποι να παρατηρούν το μεσημέρι τον ουρανό, αν ήταν καθαρός ο χειμώνας θα
ήταν μαλακός, αν είχε σύννεφα, θα ήταν βαρύς. Οι βοσκοί παρατηρούσαν πως
πλάγιαζε ο σκύλος της μάντρας. Αν ήταν γυρισμένος προς τον βορρά είχαν
βαρυχειμωνιά ενώ αν ήταν κατά τον νότο ο χειμώνας θα ήταν ελαφρύς. Οι κοπέλες
πάλι έβγαιναν στην εξοχή και μάζευαν αγριολούλουδα από σαράντα διαφορετικά
είδη, τραγουδώντας. Έπλεκαν στεφάνι και το ‘βαζαν το βράδυ κάτω από το μαξιλάρι
τους και έτσι έβλεπαν στον ύπνο τους ποιον άνδρα θα παντρευτούν.
«...Εμείς πάλι
περιμέναμε το πανηγύρι του Προφήτη Ηλία, πάνω στο λόφο, στο μικρό εκκλησάκι.
Μέρες πριν ετοιμαζόμαστε, είχαμε πολλή δουλειά να κάνομε. Έπρεπε να κατέβουμε
κάτω στον ποταμό, στον Κάτω Μύλο εκεί που ζούσαν οι νεράιδες και τα ξωτικά και
φοβόμασταν γιατί είχαμε ακούσει πως έπαιρναν τη λαλιά όσων συναντούσαν. Όμως
μόνο εκεί θα βρίσκαμε τα καλάμια που έπρεπε να είναι ξερά, με ρόζους, για να
μπορούν εύκολα να χαραχτούν. Τρέχαμε γρήγορα στο μικρό πλυσταριό να ξεκινήσουμε
την συναρμολόγηση. Κόβαμε κάθε καλάμι περίπου σαράντα εκατοστά και στην κορυφή
του κάναμε δυο τρύπες και περνούσαμε ένα σύρμα που έδενε στρουφιχτά. Λίγο πριν
το δέσιμο είχαμε έτοιμα τα πολύχρωμα χαρτιά, διπλωμένα με απίστευτη τέχνη και
με προσοχή κόβαμε από την παλιά καρέκλα της μάνας μου αυτήν με το πλαστικό
δέσιμο σαν μακαρόνι που ‘χε κόκκινο ή κίτρινο ή πορτοκαλί χρώμα μικρά κομμάτια
και τα περνούσαμε στο σύρμα για να ‘χει απόσταση από το χαρτί και να μπορεί να
γυρίζει με τον αέρα.
Τέχνη ήθελε κι αυτό το
τόσο απλό παιχνίδι, ο «σβούρος», έτσι τον λέγαμε ή «μύλος». Αργότερα η λέξη
τούτη χάθηκε και όλοι τον έλεγαν ανεμόμυλο. Ύστερα παίρναμε ένα μεγάλο καλάθι
και το γεμίζαμε με όλα όσα είχαμε φτιάξει. Μέρες κρατούσε η «δουλειά», όλα μας
τα πρωινά δουλεύαμε και σαν έφτανε η παραμονή του προφήτη Ηλία μιας και ήξερα
πια να γράφω και να διαβάζω έφτιαχνα την ταμπέλα. «Σβούρος μικρός, 1 δραχμή -
Σβούρος μεγάλος, 2 δραχμές.» Την άλλη μέρα από το ξημέρωμα περιμέναμε τον θείο
Μιχάλη να μας βάλει πάνω στο γαϊδούρι και να ανηφορήσουμε για το πανηγύρι.
Πουλούσαμε όλη μας την πραμάτεια κι ύστερα η μάννα μας, μας έκοβε μια φλούδα
πεπόνι του καθενός γιατί ήταν η μέρα που γιόρταζε τούτο το φρούτο και
καθόμασταν πάνω στο φρεσκοασπρισμένο πεζούλι και τρώγαμε χαρούμενοι κοιτάζοντας
γύρω μας τα πιο μικρά παιδιά που κρατούσαν τους δικούς μας τους σβούρους και
προσπαθούσαν να τα βρουν με τον άνεμο μήπως και γύριζαν. Κι ήταν τα πρόσωπά
τους φωτεινά, τα μάτια τους γελούσαν, εμάς όπως έλεγε ο πατέρας μου γελούσαν
και τα μουστάκια μας. Θα μουν δεν θα ‘μουν εφτά χρόνων κείνο το καλοκαίρι αλλά
εγώ νόμιζα πως ήμουν «μεγάλη» γιατί όταν κάναμε τη μοιρασιά με τον αδελφό μου
το μερίδιο μου ήταν πάνω από 20 δραχμές, κι ήταν αρκετό σαν γυρίζαμε πίσω στο
χωριό να σταματήσουμε στο περίπτερο και να αγοράσω την αγαπημένη μου «Μανίνα»,
περιοδικό αποκλειστικά για κορίτσια εκείνη την εποχή... Ήταν 20 Ιουλίου 1973...
Την επόμενη χρονιά δεν ανεβήκαμε στο εκκλησάκι, μείναμε με τους σβούρους μας να
τους κοιτάμε σαν χαμένοι. Είχε κηρυχτεί η επιστράτευση και δεν μπορούσαμε να καταλάβουμε
γιατί είχαν συμβεί όλα αυτά ...
Ναι, έναν χρόνο μετά
στις 20 Ιουλίου 1974,μείναμε με την
απορία στο πρόσωπο μας κι ένα μεγάλο ψάθινο καλάθι γεμάτο με τον κόπο ενός
μήνα, με νέα σχέδια και σχήματα. Όλα έτοιμα για το πανηγύρι. Όμως από τα
χαράματα η αναστάτωση ήταν απερίγραπτη… Μόνο που δεν ήταν για να φύγουμε για το
εκκλησάκι του Προφήτη Ηλία …Ο πατέρας μας είχε φύγει για το παντοπωλείο όπου
επικρατούσε μια αλλόκοτη εικόνα. Ουρές οι άνθρωποι, από τις 6.00 το πρωί ,
γέμιζαν τσάντες με πράγματα. Κι όλοι συζητούσαν με μια φοβερή ανησυχία στα
πρόσωπά τους. «Πόλεμος» ήταν η λέξη που ξεχωρίσαμε και ο φόβος μας παρέλυσε τα
πόδια. Την ίδια στιγμή μέσα σε πολύ λίγη ώρα άδειαζαν τα ράφια του καταστήματος
κι έβλεπα μόνο τους ασβεστωμένους τοίχους… Και τότε αντήχησε εκείνο το
κουδούνισμα από το τηλέφωνο που όσα
χρόνια και αν περάσουν θα μείνει
πάντα στ αυτιά μου... Σε ελάχιστα λεπτά ο πατέρας έπρεπε να φύγει. Είχε
κηρυχθεί γενική επιστράτευση κι έπρεπε να παραδώσει και το φορτηγό μας στον
στρατό. Ούτε σκέψη πια για το πανηγύρι… ούτε σκέψη για τίποτα… Δεν ξέραμε, δεν
καταλαβαίναμε καλά και κανείς δεν μπορούσε να μας εξηγήσει τι ακριβώς θα
γινόταν σε λίγες ώρες ή την επόμενη μέρα. Θυμάμαι σαν να ΄ταν χθες …το φορτηγό
σαν έστριψε στην κατηφόρα και χάθηκε από
τα μάτια μου. Καθόμουν στο πεζούλι, μπροστά στην μεγάλη ξύλινη πόρτα του
μαγαζιού και κοίταζα… Κρατούσα έναν από τους σβούρους μου και τον φυσούσα να
γυρίσει …κι ένα δάκρυ στην άκρη του ματιού ήθελε κι εκείνο να βρει το δρόμο του
για όλα όσα συνέβαιναν και πιο πολύ για τον μπαμπά μου που για πρώτη φορά μας
άφηνε μόνους και όπως έλεγε δεν ήξερε πότε θα μας έβλεπε ξανά… Για μένα ήταν
ήδη ένας ήρωας …ανήμερα του Προφήτη Ηλία σαράντα ένα χρόνια πρίν...»*
ΠΗΓΕΣ:
« Τα καλοκαιρινά», Λουκάτος Δ., Αθήνα 1981
«Ελληνικαί εορταί και έθιμα της λαϊκής λατρείας », Μέγας
Γ.Α. Αθήνα 1956
«Ο Ήλιος κατά τους δημώδεις μύθους», Πολίτης Ν.Γ. Αθήνα 1975
«Λαϊκές τελετουργίες στην Κρήτη» , Νίκος Ψιλάκης, Καρμάνωρ,
2005
*«Λόγια του αέρα», Μπετεινάκη Ελένη Ιδ. Συλλογή διηγημάτων,
2014
Εφημερίδα ΠΑΤΡΙΣ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου