Η Έλλη Αλεξίου
πλησιάζει σχεδόν έναν αιώνα ζωής (94 ετών) όταν φεύγει από τη ζωή στις 28 Σεπτεμβρίου του 1988. Γαλήνια και με
το χαρακτηριστικό της χιούμορ αντιμετωπίζει το τέλος. «Είναι μια φυσική κατάσταση που δεν πρέπει να με ανησυχεί», λέει σε μια
από τις τελευταίες τις συνεντεύξεις. «Γεννήθηκα, μεγάλωσα, πρέπει να πεθάνω.
Aν μου έλεγες ότι θα μείνω αθάνατη θα το
έβλεπα σαν παράδοξο φαινόμενο. Nα μείνω αθάνατη να κάνω τι;»
Η Έλλη Αλεξίου γεννήθηκε στις 22
Μαΐου του 1894 στο Ηράκλειο Κρήτης.
Σπούδασε στο Διδασκαλείο Ηρακλείου και για έξι χρόνια υπηρέτησε ως δασκάλα στο Γ'
Χριστιανικό Παρθεναγωγείο και στη "Στέγη Μικρών Αδελφών". Το
1920 εγκαταστάθηκε στην Αθήνα μετά το γάμο της με το Βασίλη ή Βάσο Δασκαλάκη
όπως τον αποκαλούσε ή ίδια. Ακολούθησε σπουδές Παιδαγωγικών και Φιλολογίας,
όπου και διορίστηκε καθηγήτρια Μέσης Εκπαίδευσης διδάσκοντας 19 χρόνια.
Συμμετείχε στην Εθνική Αντίσταση (ΕΑΜ Λογοτεχνών). Το 1945 μετέβη για σπουδές στη
Σορβόννη, απ΄ όπου έλαβε δίπλωμα φωνητικής και γαλλικής, ενώ παράλληλα δίδασκε
σε σχολεία της ελληνικής παροικίας αλλά της αφαιρέθηκε η ελληνική ιθαγένεια και
δεν μπόρεσε να επιστρέψει στην Ελλάδα. Από το 1949 μέχρι το 1962 διορίστηκε
εκπαιδευτικός σύμβουλος για τα ελληνικά σχολεία των σοσιαλιστικών χωρών. Μετά
από αναγκαστική προσφυγιά, λόγω των επανειλημμένων διώξεων που υπέστη από την
ανάμιξή της σε προοδευτικά κινήματα, επέστρεψε στην Ελλάδα το 1962. Αργότερα
όμως συνελήφθη και το 1965 βρέθηκε στις φυλακές Αβέρωφ. Στη συνέχεια
ελευθερώθηκε και μετέβη στη Ρουμανία ως το 1966, οπότε και επέστρεψε οριστικά
στην Ελλάδα. Με την επιστροφή της συνελήφθη με βάση βούλευμα εναντίον της που
είχε εκδοθεί το 1952, δικάστηκε και απαλλάχθηκε. Έκτοτε και μέχρι το θάνατό
της, στις 28 Σεπτεμβρίου του 1988, αφιερώθηκε στη λογοτεχνία. Τα έργα της
διακρίνονται για τον ποιητικό ρεαλισμό του ύφους καθώς και για τον
κοινωνικοπολιτικό προβληματισμό τους. Ανιψιός της ήταν ο Παύλος Σιδηρόπουλος, ενώ
η ίδια ήταν αδελφή της Γαλάτειας Καζαντζάκη, του Ραδάμανθυ Αλεξίου
και του Λευτέρη Αλεξίου. Για πολλά χρόνια συζούσε με τον ποιητή Μάρκο
Αυγέρη.
Για την Έλλη Αλεξίου έχουν
γραφτεί πολλές σελίδες που αφορούν τη ζωή και το συγγραφικό της έργο και
ταλέντο. Ανιψιός της επίσης είναι ο Καθηγητής Στυλιανός Αλεξίου, ένας από τους
« Σοφούς» Έλληνες όπως τον αποκαλούσαν,
που σε μια πρόσφατη συγγραφική του έκδοση αναφέρει τις δικές του μνήμες
από την αγαπημένη του θεία. Γράφει σχετικά :
*…Τα καλοκαίρια παραθερίζαμε μαζί με τον Βάσο και την Έλλη στο χωριό των
παππούδων ν μας, στο Κράσι κάτω από την κορυφή της Σελένας, κοντά στο οροπέδιο
Λασιθίου. Μας πήγαιναν αργά αυτοκίνητα, από μισοχαραγμένους δρόμους που
περνούσαν μέσα από λιόφυτα και ρεματιές με πικροδάφνες. Από ένα σημείο και μετά
μας περίμεναν ζώα και μας ανέβαζαν σιγά σιγά στο χωριό , μέσα από ατ βουνά που
μύριζαν από άγρια βότανα….
Το Κράσι, από τον καιρό που παραθέριζαν εκεί όλοι μαζί , ο Καζαντζάκης
, ο Βάρναλης, ο Αυγέρης, η Γαλάτεια , η Έλλη, είχε πάρει μια παράξενη αίγλη.
Ονόματα που δέσποζαν στην Αθήνα, είχαν γίνει οικεία στους γεμάτους καλοσύνη και
εξυπνάδα Κρασανούς. Τους έβλεπαν, παραξενεμένοι λίγο, να τριγυρίζουν χωρίς λόγο
στα βουνά, τους άκουγαν με κάποια απορία να συζητούν ώρες, τους έβλεπαν να
διαβάζουν πολύ και αν γράφουν, και τους ρωτούσαν με ανησυχία « Αν πιστεύουν κι
αυτοί στο Θεό »
…η Έλλη διάβαζε στη μικρή ηρακλειώτικη συντροφιά των συγγενών και των φίλων, κομμάτια
από το βιβλίο που έγραφε: Το τρίτο χριστιανικό παρθεναγωγείο. Μας έλεγε για τα
φτωχά κορίτσια του σχολείου όπου είχε διδάξει, με τους άπλυτους ή φαγωμένους
από τους ψύλλους λαιμούς, που τους στόλιζαν δυο τρεις γυάλινες χάντρες
περασμένες σ ένα κορδόνι βρώμικο.» Ήταν
μωρά πέντε η έξι χρονών, έγραφε, αφημένα
στην τύχη τους, δίχως καμίαν επίβλεψη …Απουσιάζει η Γεωργία και τη ρωτάς γιατί
δεν ήρθε χθες. –Δεν ήρθα, γιατί η μάνα μου με είχε κουκουλωμένη στο στρώμα και μου ΄πλυνε τα ρούχα μου! ».
« Βλέπεις τη Φανή που φορά μονάχα
ένα παπούτσι και γίνεσαι ανήσυχη. Που να το χασε άραγε το άλλο: - Αυτής ,
κυρία, δεν είναι δικό της το παπούτσι. Σκάλιζε στα σκουπίδια και το βαλε. Και
λέει πως το ΄χασε το άλλο, μα λέει ψέματα».
Η νεαρή δασκάλα προσπαθούσε να βοηθήσει, όσο μπορούσε τα πλάσματα
αυτά.» Είχα πατέρα βιβλιοπώλη. Είχαμε στο μαγαζί ένα σωρό σπασμένες, ραγισμένες
πλάκες άχρηστες , ένα σωρό σπασμένα
κονδύλια που δεν πουλιούνταν .Κουβάλησα
όλα τούτα τα κομμάτια τις πλάκες και τα σπασμένα κονδύλια στο σχολείο, τα
φύλαξα στο συρτάρι της έδρας και βόλευα τα παιδιά. Μόνο πως δεν έβλεπες στα
χεράκια τους ( κι αν ένα προς ένα γύριζες όλα τα θρανία) ούτε ένα ολόκληρο,
σωστό κοντύλι, ούτε μια γερή πλάκα με το ξύλινο κάδρο της, ούτε ένα
σφουγγαράκι. Φτύνανε και σβήνανε… Τα ίδια τους τα σύνεργα δεν βοηθούσαν.»
Πηγαίναμε συχνά στον εσπερινό στο μοναστήρι της Κεράς. Ακούγαμε το «
Φως ιλαρόν» ενώ ατ χελιδόνια έμπαιναν κι έβγαιναν από τα παράθυρα της παλιάς
εκκλησίας. Καθίζαμε στην ταράτσα του μοναστηριού κι ο Κοσμάς ο ηγούμενος μας
κερνούσε ρακή και καρπούζι. Ο ήλιος είχε βασιλέψει και βλέπαμε μια ατέλειωτη
διαδοχή από κορυφογραμμές γαλάζιες και ρόδινες , πολύ μακριά, ως πέρα στον
Ψηλορείτη.
Στα 1940 ο πόλεμος ήρθε, και κράτησε για την Ελλάδα δέκα χρόνια! Από τους παλιούς φίλους
μας στο τέλος άλλοι είχαν σκοτωθεί, άλλοι τουφεκιστεί, άλλοι πεθάνει, άλλοι
αυτοκτονήσει, άλλοι είχαν χαθεί .Οι
ανόητες πολιτικές διαμάχες απομάκρυναν και την Έλλη, έξω από την Ελλάδα για
πολλά χρόνια. Την ξαναείδα το 1962, όταν γύρισε για την κηδεία της Γαλάτειας.
Όλα είχαν περάσει, όσα νομίζαμε πως ήταν αιώνια Βλέπαμε μάλιστα πως είχαν
διαρκέσει πολύ λίγο. Όμως η Έλλη ήταν τώρα ακόμη πιο αγαπητή, πιο όμορφη. Τα γελαστά της
μάτια ήταν τώρα πιο φωτεινά. Είχε γράψει
και άλλα βιβλία. Και χιλιάδες νέα παιδιά, αγόρια και κορίτσια, τη διάβαζαν και
την αγαπούσαν »*
Πηγές :
Εφημερίδα Ελευθεροτυπία
Εφημερίδα Έθνος
Wikipedia.org
*Αποσπάσματα από το βιβλίο): Κείμενα
Φιλίας και Μνήμης, Στυλιανός Αλεξίου,
Εκδ. Δοκιμάκης, 2010
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου