Το παραμύθι της βροχής

Τρίτη 31 Αυγούστου 2021

Σεπτέμβριος ήρθε Πετιμεζάς και Σχολικός!

Της Ελένης Μπετεινάκη

«Με καψαλισμένα τα μαλλιά, μουτζουρωμένο πρόσωπο, και καπνισμένα ρούχα έφυγε ο Αύγουστος χθες βράδυ…

Ένα δάκρυ διέκρινα στην άκρη του ματιού του…

Στο ένα του χέρι κρατούσε ένα κλαδί καμένο κι όλο το χάιδευε, του μιλούσε, το ΄φερνε στο μέρος της καρδιάς, τ΄ ακουμπούσε στοργικά και το νανούριζε…

Στο άλλο του χέρι τον είδα να πιάνει γερά μια βαλίτσα ολοσκόνιστη, παραγεμισμένη όμως με χίλια καλούδια. Τότε χαμογέλασε γλυκά κι αστράψανε τα λευκά του δόντια φωτίζοντας του το πρόσωπο που από την κάπνα της φωτιάς  τον είχε κάνει αγνώριστο φέτος…

Κοντοστάθηκε, έμπηξε το καμένο ξύλο στη γη και κτύπησε το πόδι του δυνατά σα να ‘θελε να την ξυπνήσει, να της πει να το προσέχει, μήπως του χρόνου που θα ξανάρθει, μήπως, κι έβγαζε ρίζα τούτο το κλαδί….

Κι ύστερα πήρε να μου δείχνει όλα όσα είχε φορτώσει στη βαλίτσα…Φρούτα γεμάτη ήτανε, που τα βρήκε στο σεργιάνι του στα περβόλια. Ξεχωριστή θέση κράτησε για τα σύκα και τα σταφύλια. Σε μια γωνιά της βαλίτσας του είχε φυλάξει κοχύλια, πεταλίδες και πέτρες μικρές στρογγυλές σε χίλια χρώματα. Ένα ματσάκι βασιλικό από την Εικόνα της Παναγιάς του Δεκαπενταύγουστου, κι ένα μικρό κομμάτι φανουρόπιτα. Το μαγιό του ήταν ακόμη νωπό, ίσαμε αργά κολυμπούσε απόψε, ούτε ο ίδιος δεν άντεχε τις ζέστες που του ξέφυγαν τόσο πολύ στο διάβα του. Μια γιρλάντα από χρωματιστά λαμπάκια από εκείνο το μικρό ταβερνάκι στην ακροθαλασσιά και μια μάσκα που ΄χε πάνω της ζωγραφιστό ένα ουράνιο τόξο και την φορούσε σχεδόν όλη μέρα.

Πέρασε ή ώρα όμως και βιάστηκα την έκλεισε κι εκείνη με δύναμη κι όπως έφευγε τον είδα πως έβγαλε ένα μαντηλάκι που ‘χε πάνω του κεντημένο με ασημοκλωστές ένα φεγγάρι ολόγιομο να σκουπίσει εκείνο το δάκρυ…

«Ίσαμε του χρόνου!» μονολόγησε, κι έτρεξε να προλάβει ένα μικρό συννεφάκι που φάνηκε στον ουρανό.

Και σήμερα το πρωί στο λιμάνι είδα μια βαρκούλα παράξενη να προσπαθεί ν’ αράξει ανάμεσα στ’  άλλα σκαριά. Ένα μελαχρινό αγόρι στεκόταν όρθιο στη μέση μέση της κι έφτανε το χαμόγελό του ίσαμε τα μεγάλα του αυτιά. Είχε κι εκείνο μια βαλίτσα δίπλα του κι όπως πήγε να τη σηκώσει τ΄ άνοιξε και χυθήκαν χίλια χρώματα στη θάλασσα και μυρωδιές που γεμίζανε με μια παράξενη χαρμολύπη την ψυχή. Μυρωδιά μούστου καταμεσής της θάλασσας απλώθηκε κι είδα τους γλάρους ξαφνιασμένους να πετάνε παράξενα, σαν να τους μέθυσε τούτο το άρωμα. Κι όπως έσκυψε να μαζέψει όλα του τα πράγματα και να τα χώσει όπως όπως μέσα στη βαλίτσα του ξανά,  του ΄φυγε ένα χαρτάκι ολόλευκο που το πήρε ο άνεμος και το ’φερε στα δικά μου τα χέρια. Ασυναίσθητα κι εγώ το πλησίασα  κοντά στο πρόσωπο μου κι ήρθε εκείνη η μυρωδιά η μοναδική στα δικά μου ρουθούνια που μόνο ο Σεπτέμβρης κουβαλά πάντα μαζί του.

«Εεεεε… κυρά, κράτα γερά το χαρτί μη σου το πάρει και σε σένα ο αγέρας! Δεν έχω μάθει ακόμα τα γράμματα, κι είπε ο παππούς μου ο Χρόνος να το δώσω στη δασκάλα, αυτή θα καταλάβει!» είπε ο μικρός Σεπτέμβρης, και με ένα μεγάλο σάλτο βρέθηκε στη στεριά και σχεδόν δίπλα μου…

«Καλώς όρισες! Δασκάλα είμαι κι εγώ, και να πεις του Παππού του Χρόνου σαν ανταμώσετε πάλι πως η παραγγελιά του ήρθε στα κατάλληλα χέρια… » του είπα, με ένα πλατύ χαμόγελο στα δικά μου τα χείλη. Παραξενεύτηκε που με είδε και φέτος με μάσκα κι επειδή το ΄ξερα πως θα ανταμώναμε  του έδωσα  μια ίδια σχεδόν με την περυσινή με κεντημένα μολύβια και χρωματιστά κραγιόνια,  να τη φορέσει κι εκείνος σαν έρθει η ώρα για το σχολείο…»*

Μυρωδιά του Άγιου Σεπτέμβρη του Σχολικού, του Χρονογράφου, των πιο γλυκών χρωμάτων της Φύσης, του πιο μελαγχολικού μήνα του χρόνου. Αυτός είναι ο μήνας που μόλις μπήκε στη ζωή μας … Μπορεί να ΄ναι αλλιώτικος και φέτος και παράξενος όμως εμείς κρατάμε την αισιοδοξία, τη χαρά και την προσοχή μας στραμμένη στα παιδιά και στα όμορφα που σίγουρα θα έρθουν…

Είναι ο μήνας που ο Πλούτωνας έκλεψε την Περσεφόνη και την πήρε γυναίκα του στον Κάτω κόσμο. Και λέει ο μύθος πως η φύση με τη λύπη της Δήμητρας αρχίζει να φθίνει, να μελαγχολεί, να στερεύει και να χάνει την ζωντάνια, την χαρά και την δύναμή της.

Σεπτέμβριος λοιπόν, αν και το όνομά του μας θυμίζει τον αριθμό επτά είναι ο ένατος εγγονός του χρόνου, ο πρώτος γιός του φθινοπώρου. Είναι ο μήνας που οι μέρες μικραίνουν, ο ήλιος βιάζεται να βασιλέψει κουρασμένος από τα μεγάλα ταξίδια του καλοκαιριού, οι νύχτες δροσερεύουν για τα καλά, τα χελιδόνια ετοιμάζονται να φύγουν  και οι αυλές των σχολείων γεμίζουν πάλι με παιδικές φωνές. Είναι ο Τρυγητής, ο Πετιμεζάς, ο Σταυρίτης, ο Ορτυκολόγος μιας και αποδημούν για τις νότιες χώρες τούτον τον μήνα και τα ορτύκια. Είναι ο Αϊ Νικήτας, από την ομώνυμη γιορτή και ο Σκεπαστής γιατί όσοι δεν προλαβαίνουν να μαζέψουν τα καλαμπόκια τους τα σκεπάζουν για να μην τα φάνε τα πουλιά.

Η 1η του Σεπτέμβρη παλιότερα θεωρούνταν η πρώτη μέρα του χρόνου.  Στις μέρες μας θεωρείται σαν αρχή του θρησκευτικού έτους. Τα πολύ παλιά χρόνια ήταν η αρχή του οικονομικού έτους των Ρωμαίων, η αρχή της Ινδικτιώνος από την λατινική λέξη Indictio-nis που σήμαινε τον φόρο που έπρεπε να καταβάλουν οι Ρωμαίοι πολίτες  και συγχρόνως έναν θεσμοθετημένο κύκλο ανά 15 έτη που χρησιμοποιήθηκε σαν σύστημα χρονολόγησης στην Βυζαντινή περίοδο.  Ωστόσο στην αντίληψη του λαού τούτη η μέρα παρέμεινε σαν «η μέρα του χρονογράφου». Λένε πως τα μεσάνυχτα  της 31ης Αυγούστου άνοιγαν οι ουρανοί και κατέβαιναν οι άγγελοι κι έκαναν απογραφή στις ψυχές που θα πέθαιναν μέσα στο χρόνο. Για να ξορκίσουν το κακό οι νοικοκυραίοι, έσπαζαν ρόδια στην είσοδο του σπιτιού τους μόλις η μέρα έφεγγε. Στην Κρήτη, την παραμονή έβαζαν πάνω στις στέγες των σπιτιών καρύδια τόσα όσα και τα μέλη της οικογένειας. Το πρωί τα κατέβαζαν, τα έσπαγαν προσεκτικά και όσα από αυτά ήταν κούφια τόσες πίστευαν ότι θα ήταν και οι ψυχές που θα έπαιρνε ο Χάρος από την οικογένεια.

Η «αρχιχρονιά» ήταν η μέρα που οι γεωργικές οικογένειες έβλεπαν την περίοδο της σποράς να πλησιάζει και κρεμούσαν στη μέση του σπιτιού ή στο εικονοστάσι τους όλα τα σύμβολα της αφθονίας ανάλογα με την περιοχή. Έφτιαχναν μίαν «αρμαθιά» από ρόδια, σταφύλια, κυδώνια, σκόρδα, καρύδια, κεχρί ή φύλλα από αιωνόβια δέντρα.

 Στην Κω την ονόμαζαν «αρκιχρονιά » και πρωί πρωί πριν ακόμη βγει ο ήλιος τα κορίτσια την βουτούσαν στη θάλασσα να περάσει από σαράντα κύματα και αφού μάζευαν και σαράντα πετραδάκια τα φύλαγαν όλα μαζί στο εικονοστάσι. Τα πετραδάκια τα έβαζαν μέσα στα σεντούκια για να μην τρώει τα ρούχα ο ποντικός και το νερό που έφερναν το έχυναν στις τέσσερις γωνίες του  σπιτιού για την γλωσσοφαγιά. Σε άλλα μέρη της Ελλάδας, την κρεμούσαν στη μέση του σπιτιού και την ξεκρεμούσαν την Πρωτοχρονιά, την ημέρα του Αγίου Βασιλείου το πρωί. Ανακάτευαν τους σπόρους εκείνους  με της νέας  χρονιάς και έτρωγαν το σταφύλι που στο μεταξύ ήταν σαν σταφίδα.

Η 1η του Σεπτέμβρη είναι και η γιορτή του Αγίου Συμεών του Στυλίτη και το έθιμο λέει πως οι έγκυες γυναίκες απέχουν από κάθε εργασία για να μην γεννηθεί το παιδί τους με το σημάδι του Αγίου Συμεών.

Στις 2 του Σεπτέμβρη γιορτάζει ο Άγιος Μάμας, ο άγιος των Σκουλάδων όπως λένε στα Ανώγεια της Κρήτης. Ο λόγος γιατί στις εικόνες παρουσιάζεται σαν νεαρός βοσκός και λατρεύεται σαν ο προστάτης των τσοπάνηδων. Λένε πως ονοματίστηκε έτσι γιατί τη γυναίκα που τον ανέθρεψε μιας κι έμεινε ορφανός πολύ μικρός, τη φώναζε «Μάμα» και του ΄μεινε. Κρατάει πάντα ένα στραβοράβδι στο χέρι και στη γιορτή του προσφέρουν αρνιά που τα σφάζουν, τα μαγειρεύουν και τα τρώει όλο το εκκλησίασμα.

Ακολουθεί η γιορτή «Το γενέθλιον της Παναγίας» στις 8 του μήνα, με γνωστό ένα πολύ παλιό έθιμο που δεν συναντάται πια. Σύμφωνα με αυτό, τα παλιά τα χρόνια «πουλιούνταν» και να γίνονταν «σκλάβοι» της Παναγίας τα καχεκτικά παιδιά και έτσι εξασφαλιζόταν η  καλή υγεία τους. Η μητέρα δηλαδή του παιδιού το πήγαινε στην εκκλησία, το ζύγιζαν και υπόσχονταν τόσο λάδι ή κερί όσο και το βάρος του. Του κρεμούσαν στο λαιμό ένα χαλκά από ασημένιο σύρμα και σαν περνούσαν τα χρόνια που είχαν ορίσει στο τάξιμο, το «ξεσκλάβωναν», του έβγαζαν τον χαλκά από το λαιμό και τον κρεμούσαν στην εικόνα.

Και φτάνουμε στα μέσα του μήνα με την γιορτή του Τιμίου Σταυρού στις 14. Μέρα σημαδιακή μιας και όλες οι καλοκαιρινές συνήθειες, όπως ο μεσημεριανός ύπνος και το δειλινό γεύμα καθώς οι μέρες πια μικραίνουν, σταματούν. Γνωστό το έθιμο του Λειδινού , μια μιμική παράσταση με ρίζες πολύ παλιές, που δείχνει το τέλος του δειλινού.Με πανιά και άχυρα κατασκεύαζαν οι γυναίκες και τα παιδιά στην Αίγινα πιο πολύ, μια ανδρική μορφή που την τοποθετούσαν στην εκκλησία, άναβαν κεριά και την μοιρολογούσαν…


Την μέρα τούτη μοιράζεται βασιλικός στην εκκλησία ή σταυρολούλουδο  αφού κατά την παράδοση στο μέρος που βρέθηκε ο Τίμιος Σταυρός φύτρωνε βασιλικός. Με το κλαδάκι που θα πάρουν από την εκκλησιά και με τον αγιασμό της μέρας οι νοικοκυρές  έφτιαχναν  το νέο προζύμι. Το προζύμι αυτό σαράντα μέρες δεν το δάνειζαν και το πρώτο ψωμί που θα ζύμωναν το λειτουργούσαν και το μοίραζαν στην γειτονιά.

Σε όλα σχεδόν τα μέρη της Ελλάδας τούτη τη μέρα ήταν ιδιαίτερα σημαντικό να ευλογηθεί στην εκκλησιά μείγμα σπόρων που στη συνέχεια θα χρησιμοποιηθεί πρώτο αυτό στην σπορά που θα αρχινούσε σε λίγο καιρό. Την εποχή του θερισμού υπήρχε μια συνήθεια από το τελευταίο δεμάτι στάχυα να πλέκουν μια ωραία δέσμη που την έλεγαν χτένι ή ψαθί ή σταυρός ή όπως είχαμε δει παραπάνω «αρκιχρονιά». Την κρεμούσαν, είδαμε, στο μεσαίο δοκάρι του σπιτιού ή στο εικονοστάσι και  ην ημέρα του Σταυρού την ξεκρέμαγαν, την πήγαιναν στην εκκλησιά, την ευλογούσαν, και ανακάτευαν το νέο σπόριο με τον παλιό.

 Το σπορικό ήταν έτοιμο για την ώρα την καλή! Έτσι έλεγαν και πίστευαν…


Εκείνη την ημέρα γίνονταν επίσης οι αγροτικές συμβάσεις. Οι δουλειές του καλοκαιριού είχαν πια τελειώσει και οι καρποί όλοι είχαν σχεδόν μαζευτεί. Αφήναν λοιπόν τα ζώα τους ελεύθερα στα χωράφια και τα αμπέλια να βοσκήσουν όπου θέλουν. Τότε ξεπληρώνονταν οι εργάτες από τους ζευγάδες ή «πάχτωναν» τα χωράφια τους οι γαιοκτήμονες. Επίσης ξοφλούσαν τους λογαριασμούς τους και για όσους θυμόμαστε ακόμα τους δραγάτες που είχε ορίσει  μια κοινότητα να φυλάγουν  τα αμπέλια την παραμονή του Σταυρού η θητεία τους τέλειωνε την ημέρα τούτη.  Αργά το απόγευμα καίγανε τις καλύβες τους που χρησιμοποιούνταν σαν παρατηρητήρια για να εντοπίζουν τους κλέφτες. Ακόμα την ημέρα της γιορτής του Τιμίου Σταυρού αλλά και την επόμενη του Αι Νικήτα ήταν το χρονικό όριο των ναυτικών να δέσουν τα καράβια τους. Τα μακρινά ταξίδια σταματούσαν, άρχιζε και η δική τους ξεκούραση μέχρι την άνοιξη που ο καιρός θα επέτρεπε πάλι για να ανοιχτούν στο πέλαγος.

Τα παζάρια του Σεπτεμβρίου κατείχαν κάποτε την πιο σημαντική θέση στον πολιτισμό των Ελλήνων. Ένας πανάρχαιος θεσμός με μεγάλη έξαψη στην ορεινή κυρίως Ελλάδα αλλά και από την Κρήτη (Μοίρες Ηρακλείου) μέχρι την Πελοπόννησο, την Εύβοια (Χαλκίδα), την Ήπειρο και την Θράκη (Διδυμότειχο), ικανοποιούσε την γενική ανάγκη για ψυχαγωγία για  επαφές και σχέσεις  για ποικίλες συμφωνίες, συνοικέσια και άλλες εμπορικές συναλλαγές. Συνήθως  όλα αυτά γίνονταν μια φορά το χρόνο στις αρχές του φθινοπώρου και κρατούσαν μέρες. Με τα χρόνια και την ανάπτυξη των συγκοινωνιών ακολούθησε μια παρακμή ή κατάργηση του θεσμού προάγγελος όμως των μεγάλων εκθέσεων που γίνονται μέχρι και σήμερα καθ’  όλη την διάρκεια του μήνα με πρωταγωνιστή την μεγάλη εμπορική διεθνή πια έκθεση προϊόντων της Θεσσαλονίκης.

Κι έχει ακόμα πολλές γιορτές το καλαντάρι του Σεπτέμβρη αλλά θα τις δούμε σιγά σιγά και αναλυτικά σε μίαν άλλη ιστορία…

Ίσαμε τότε … Χίλια καλώς μας όρισες Σεπτέμβρη με χρώματα κι αρώματα μοναδικά!

 

Πηγές : 

Δημήτρης Λουκάτος, Τα φθινοπωρινά, εκδ. Φιλιππότης, Αθήνα 1982

Μέγας Γεώργιος, Ελληνικαί εορταί και έθιμα λαϊκής λατρείας, Αθήνα 1957

Κυριακίδου – Νέστορος  Άλκη, Οι 12 μήνες,τα λαογραφικά, εκδ. Μαλλιάρης Παιδεία, Θεσσαλονίκη 1982.

Ελένη Μπετεινάκη, Λόγια του αέρα, υπό έκδοση

Τρίτη 24 Αυγούστου 2021

25η Αυγούστου 1898… 25 Αυγούστου 2021!

 

Της Ελένης Μπετεινάκη

Κάθε χρόνο γράφω κάτι για την Σφαγή…

Κάθε χρόνο ψάχνω στις παλιές φυλλάδες να βρω καινούργια στοιχεία…

Κάθε χρόνο εκείνη την αποφράδα μέρα προσέχω πιο πολύ που πατώ στην οδό της Πλάνης…

Κάθε χρόνο μετά τις 20 Αυγούστου κατεβαίνω πρωί και βράδυ  να συναντήσω τον «Άρχοντα» των δικών μου παραμυθιών, τον Κούλε, το Φρούριο της θάλασσας και πιάνουμε τις συνηθισμένες κουβέντες μπας και μου πει δυο λέξεις για τα πόσα έχουν δει τα δικά του μάτια…

Φέτος σαν κατηφορίζω με το ποδήλατο μου για φτάσω ίσαμε την Πύλη του Μόλου πάω από άλλο δρόμο! Έχει κόσμο, όλες τις ώρες και μέρες και αυτή η βουή, η ανακατωσούρα , η πολυχρωμία κι ο νέος κουρνιαχτός με αποσυντονίζουν. Άλλωστε όλοι αυτοί οι άνθρωποι δεν ξέρουν που πατούν, δεν ξέρουν τίποτα για τούτο τον δρόμο. Θαυμάζουν μόνο τα κτίρια, το χρώμα της θάλασσας που αλλάζει χίλιες αποχρώσεις με τα μελτέμια τ΄ Αυγουστιάτικα και περπατούν να φτάσουν στο κέντρο της πόλης!

25η Αυγούστου 1898… 25 Αυγούστου 2021!

Στο γνωστό παγκάκι στην αρχή του δρόμου κάθησα και κοιτούσα ή καλυτέρα παρατηρούσα εκτός από τα χρώματα της αυγής, τον τόπο, τα σημάδια και δεν σας κρύβω πως ένιωσα απέραντη θλίψη. Πρώτα απ΄όλα  για τα ασύλληπτα γεγονότα της πιο μαύρης Ιστορίας της πόλης αλλά και με την κατάντια  στα ερείπια των Νεωρίων, την εικόνα και την απαράδεκτη χωματερή που έχει δημιουργηθεί μπροστά στα μάτια όλων μας.

Στα αριστερά μου έριξα το βλέμμα, στην ξύλινη εξέδρα που ΄χανε στήσει οι Τούρκοι με πασσάλους κοντά στο μόλο, έξω από την Πύλη  για να κάθεται ο κόσμος στις μεγάλες ζέστες του καλοκαιριού να πίνει τον καφέ να καπνίζει τον ναργιλέ του και να θωρεί τη γαληνεμένη θάλασσα. Τον είδα κι εγώ τον Αλεξίου που καθότανε μαζί με κάμποσους άλλους νεοδιορισμένους υπαλλήλους του Φορολογικού Γραφείου και περίμενε…Λίγο πιο κάτω ο Μπιλλιότης, ο Γενικός Πρόξενος της Μεγάλης Βρετανίας στα Χανιά που είχε έρθει να παρευρεθεί στη δύσκολη και παράξενη ώρα. Αλφρέδος το μικρό του όνομα που «…ήτανε μαυριδερός σα μιγάδας, με χείλια χοντρά που βγαίναν έξω, με μάτια και μαλλιά πίσσα, με δόντια μαργαριτάρι και με βλογιοκομμένο πρόσωπο. Ήταν από κείνα τα επικίνδυνα μπουλντόγκ της αυτοκρατορίας κι είχε παίξει αρκετά σημαντικό ρόλο στις ανωμαλίες του νησιού από το 1895…» Κανένας από τους Τούρκους που κάθονταν γύρω και φύλαγαν την πόρτα του Γραφείου,  δεν αποκρινότανε στις ερωτήσεις του για τα κλειδιά. Κι οι ώρες περνούσαν.


Ο Αλέξιου ήταν εκεί , τον  έβλεπαν και  τον θαύμαζα για την ψυχραιμία και υπομονή του.  Μέχρι το μεσημέρι που εμφανίστηκαν στην εξέδρα ο Συνταγματάρχης Read και ο υπασπιστής του λοχαγός Folding. Οι τρεις του πήραν ν’  ανεβαίνουν το Βεζίρ Τσαρσί  για να πάνε στου Πασά την Πόρτα να τον ρωτήσουν γιατί δεν μπορούν να μπουν στο κτίριο. Τα γεγονότα γνωστά, ο Πασάς «ένιψε τας χείρας του» και οι τρεις άνδρες αποφάσισαν πως αργά το μεσημέρι θα σπάζανε την πόρτα του Φορολογικού Γραφείου. Ένας Τούρκος που γνώριζε όλη την φαμίλια του Αλεξίου τον πλησίασε ύστερα από κάμποση ώρα,  εκεί που κάθονταν κι έτρωγε. Του ΄πε με λόγια σπαρακτικά να:

 «Μην πάς τ’ άπογεμα κάτω, Στελιανάκη. Οι Τούρκοι δε θα τ΄ αφήσουνε το Κουμέρκι στους Ρωμιούς για όλο τον κόσμο! Κατέχω κι είσαι του Θεού άθρωπος κι είναι κρίμα να χαθής. Και τα ‘χουν όλοι μαθές μαζί σου…Μαγάρι να μην μετανιώσεις».

Τον άκουσε ο Στυλιανός Αλεξίου αλλά δεν τον πολυπίστεψε , άλλωστε οι αποφάσεις είχαν παρθεί.

Στις δυο και μισή το μεσημέρι ξεκίνησε το κακό…

Την ίδια στιγμή που οι Χριστιανοί υπάλληλοι ( Γιώργος Βολονάκης και Πέτρος Μαριδάκης) κι Άγγλοι πολλοί προσπαθούσαν να διαρρήξουν τα λουκέτα της πόρτας του τελωνίου ακούστηκε βουή μεγάλη. Όχλος πολύς κατέβαινε το Βεζίρ Τσαρσί και οι πρώτοι πυροβολισμοί αρχίσανε να πέφτουν. Με υπεράνθρωπες προσπάθειες κατάφεραν οι Άγγλοι να  κλείσουν την νοτική πόρτα της Πύλης  από τη μεριά του Λιμανιού. Όμως για λίγα δευτερόλεπτα πριν ένας Τούρκος πρόφτασε να μαχαιρώσει από μέσα ένα Άγγλο στρατιώτη. Οι Άγγλοι πυροβόλησαν ευθύς και ο Τούρκος φονιάς έπεσε νεκρός. Τώρα πια το μακελειό είχε πάρει και σηκώσει τα πάντα. Ο όχλος των Τούρκων στράφηκε στα σπίτια, τα μαγαζιά, τους ανθρώπους. Ότι έβρισκαν μπροστά τους ήθελαν να το αφανίσουν.

Μαζί με τον Συνταγματάρχη Read, χλόμιασα κι εγώ. Εκείνος έβαλε το χέρι του στο πιστόλι του, εγώ έτρεξα να φύγω όσο μπορούσα πιο μακριά. Άκουσα κλάματα κι οδυρμό. Καπνοί κατάμαυροι σκέπαζαν τον ουρανό και φωνές σπαρακτικές για ονόματα ανθρώπων που δύσκολα μπορούσα να καταλάβω. Στο μαύρο και το κόκκινο της φωτιάς πότε πότε ξεχώριζαν πόδια που τρέχανε σαν δαιμονισμένα. Σωρός από πέτρες και αίμα σ’ όλο το μήκος του τείχους. Συνέχισα να τρέχω…

Είδα ανθρώπους να πέφτουνε στη θάλασσα από τα παραθυράκια των σπιτιών του τείχους. Είδα τον Γιώργη Αλεξίου να πέφτει κι να σπάζει και τα δυο του πόδια. Με μια βουρλιά κατέβηκε πρώτα όλη η οικογένεια του Γιώργου του Χατζάκη του φαροφύλακα του Κούλε. Κι ύστερα εκείνη έσπασε και ο Γιώργης γκρεμοτσακίστηκε… Τον είδε κι ο Στυλιανός σαν προσπαθούσε με όσους μπορούσε να τρέξουνε προς τον δυτικό λιμενοβραχίονα στον Κούλε μήπως και κατάφερναν να φτάσουν ίσαμε το Turquοise.Οι Τούρκοι πυροβολούσαν από τα παράθυρα του Λάκκου στο Λαβύρινθο  και όλο και κάποιους πετυχαίναν κι άλλοι  βάζανε φωτιά στα σπίτια τα χριστιανικά ή τα μαγαζιά  αδειάζοντας ντενέκες με πετρέλαιο που λαμπάδιαζε στη στιγμή…

Στην δύσκολη απόπειρα και διαφυγή του Αλέξιου κι όσων τον ακολουθήσαν τα μάτια βλέπανε τον θάνατο στα αγαπημένα πρόσωπα. Αναγνώρισε τον λαϊκό μουσικό τον Αντώνιο Βέϊκο αποθαμένο, γεμάτο αίματα. Είδε τον αδελφό του σακάτη στα πλακάκια του μόλου και πίστεψε πως είχε πεθάνει. Έγνεψε στην Μαριόρα την ξαδέλφη του να τον ακολουθήσει. Εκείνη αρνήθηκε στην αρχή….

Μαζί τους έτρεξα κι εγώ στο μικρό νερουλάδικο πλεούμενο το Turquοise που ΄χε τοιχία από σίδερο και δύσκολα περνούσαν οι σφαίρες. Με φόβο, δυσκολία  και μικροτραυματισμούς κατάφεραν κι εκείνοι και μπήκαν κι ήρθαν και άλλοι πολλοί αργότερα. Σαν νοσοκομείο έμοιαζε το καράβι … Το ίδιο βράδυ φέρανε στο αμπάρι και τον Γιώργη τον αδελφό του Στυλιανού πάνω σε ένα φορείο κι όλη του την φαμίλια…

Νύχτα που γίνε μέρα από τις φωτιές. Τα μάτια μου τσούζανε από τον καπνό, τον πόνο και το φόβο. Καιγόταν η πόλη, οι άνθρωποι, τα ζωντανά. Φωνές και κλάματα μόνο!

Πολλά γινήκανε, πολλά δεν θα τα μάθουμε ποτέ. Κάποια ονόματα είναι γνωστά, όλες οι ιστορίες σπαράζουν την ψυχή και θολώνουν το μυαλό μας.

Behaedin 1906
Θυμήθηκα δεκάδες από δαύτες… Τον τραυματία Μανώλη Λασηθιώτη που τα΄πε όλα στους συντάκτες της εφημερίδας «Σπριπτ» τον Αύγουστο του1898 και που 50 χρόνια μετά αναδημοσίευσε ο Λευτέρης Αλεξίου στα «Νέα Χρονικά», τον Λαμή Βετιχάκη που ‘σφαξε τον Λυσίμαχο Καλοκαιρινό, την μοναχοκόρη του τη Σκεύω με το μωρό της που έγινε θρύλος, τον παπουτσή τον Βράκαπου τον εκαψαν ζωντανό μαζί με τη φαμίλια και τα τσιράκια του , την Ονωρίνη Συνολάκη την γυναίκα που της έσφαξαν μπροστά στα μάτια της τα παιδιά της,  τον νεαρό Αγρότη Βαλελαδάκη, την Φούνταινα. Τον Ζαχαρία τον Θειακάκη μαζί με τον πιστό του σύντροφο τον Κωστή τον Ζαχαριάδη τον σφάξανε έξω από το καφενείο του αδελφού του και τον Δημήτρη Καράλη, τον Μυτιληνιό φίλο τους επίσης διαμέλισαν  λίγα μέτρα πιο κάτω. Τον Αναστάσιο  Μπιζάκη  που  γλύτωσε γιατί κατάφερε να σκαρφαλώσει σε έναν αυλόγυρο που ήτανε από μέσα το  σπίτι του Λυσίμαχου Καλοκαιρινού και να κρυφτεί για σαράντα οκτώ ώρες στον αχυρώνα του. Τον «Σαλλονικιό» ή κατά κόσμον  Γιώργη Στεργιάδη που ζούσε στο σπίτι του Αμάπιλε Ιττάρ που ‘χασε τους δυο του γιους…

Την Φράγκικη Εκκλησιά του αγίου Ιωάννη γύρεψα, που γίνε άσυλο για τους Χριστιανούς. Βιβλική μορφή ο Πάτερ Αντωνίνος που του πρέπει να τον μνημονεύουν οι Καστρινοί για πάντα. Πόσο κόσμο έσωσε ….

Άλλη φορά θα σας πω την ιστορία της Σταματάκαινας, της μάνας με τα τέσσερα παιδιά που γίναν όλοι κόσκινο από τις σφαίρες…

Για τον Μιχάλη τον Σταυρούλακη που βρέθηκε με όπλο δυνατό κι έβαλε μόνος του αντίσταση στην Τουρκιά και κατάφερε να σώσει λίγο το γόητρο των ποδοπατημένων γυναικόπαιδων κι αμάχων της πόλης, ποιος είπε ποτέ μια λέξη; … Πολεμήσαν κι ο Γιώργης ο Καπνιστός ο λεγόμενος Παπάς κι ο Αντρέας Καλοκαιρινός ο γιος του Μίνωα κι ας χαθηκε λίγο αργότερα.

Τρεις μέρες καίγονταν ο δρόμος κι η αγορά του Βεζίρ Τσαρσί. Τα προξενεία Αγγλίας, Γαλλίας, Ισπανίας και Γερμανίας πυρπολήθηκαν. Όλα αυτά γίνανε από αγροίκους Τούρκους, του γνωστούς Βασιβουζούκους. Ο Τούρκικος στρατός δεν επενέβη στη σφαγή, μόνο στη λεηλασία…

Ο ήλιος είχε σηκωθεί ψηλά, δεν το κατάλαβα με τόσες εικόνες και σκέψεις. Η θάλασσα δεν ήταν ήσυχη σήμερα. Ανταριασμένη και σκουρόχρωμη φαινόταν έξω στα ανοιχτά προς τον κόλπο του Δερματά… Κοίταξα για μια ακόμα φορά ολόγυρα. Οι συνηθισμένες εικόνες και μυρωδιές των πρωινών στο λιμάνι επανήλθαν. Σήκωσα την μηχανή μου κι ένα κλικ στον πολύπαθο δρόμο, το Βεζίρ Τσαρσί, την επονομαζόμενη 25η Αυγούστου αιχμαλώτισα με τα τωρινά κτίρια…

Κι ύστερα πήρα το ποδήλατό μου και κατευθύνθηκα στο Μπεντενάκι, προς τα σπίτια του Καλοκαιρινού…

Κανένα σημάδι…πουθενά! Καμιά γραφή!


ΠΗΓΕΣ:

Εφημερίδα  «Νέα Χρονικά», 29/3/1948 – 28/11/1948

Εφημερίδα «Σκριπτ», Φύλλο 1084, Σάββατο 29 Αυγούστου 1898

Ελένη Μπετεινάκη, Με το ποδήλατό μου στις γειτονιές του Μεγάλου Κάστρου, εκδ.Μύστις,2021 ( υπό έκδοση)


Δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα ΠΑΤΡΙΣ στις 23 Αυγούστου 2021  : https://www.patris.gr


Σάββατο 14 Αυγούστου 2021

Της Ελένης Μπετεινάκη 

«Ήταν μια νύχτα από κείνες του καλοκαιριού που ύπνος δεν κόλαγε κι ένας βοσκός Αρχανιώτης στην καταγωγή που βρίσκονταν πάνω στο Γιούχτα και φύλαγε τα πρόβατά του είδε ένα φως απέναντι του προς το χωριό. Δεν έδωσε πολύ σημασία την πρώτη φορά, όμως το φως παρουσιαζόταν κάθε βράδυ όλο και πιο δυνατό και πάντα στο ίδιο μέρος. Η περιέργεια του μεγάλωσε πολύ και σκέφτηκε να το κάνει γνωστό και σ άλλους μην τον περάσουν για τρελό κι όλοι ξέρανε πως οι Νεράιδες του Αυγούστου και τα Δαιμονικά, οι Δρίμες ή Αλουστίνες, πηγαινόρχονταν κοντά στα παλικάρια με σκοπό να τα παραπλανήσουν και να τους πάρουν τη λαλιά . Οι σύντροφοί του το είδαν κι αυτοί και η είδηση για το παράξενο φως διαδόθηκε παντού, σ΄ όλους τους Χριστιανούς της περιοχής. Η πρόσβαση στο συγκεκριμένο σημείο αδύνατη λόγω των αγριόκλαδων και των βάτων που υπήρχαν αλλά και ενός ακόμη πιο σοβαρού προβλήματος . Η περιοχή ανήκε στον Τούρκο Μπέη που ήταν σκληρός, βίαιος και αμίλητος. Κανένας δεν είχε το θάρρος να πάει και να του μιλήσει για οτιδήποτε, πόσο μάλλον για ένα τέτοιο θέμα που συγκρούονταν και με την δική του την Πίστη.

Και τότε η Παναγιά έκανε το θαύμα της!

Ο Μπέης είχε για γυναίκα μια όμορφη ανατολίτισσα που ύστερα από πολλά χρόνια κατάφερε να μείνει έγκυος. Σαν έφτασε η ώρα του τοκετού τα πράγματα άρχισαν να γίνονται πολύ δύσκολα. Η γέννα δεν πήγαινε καλά και η ανησυχία σ όλο το κονάκι ήταν διάχυτη. Ο Μπέης έφερε μια μουσουλμάνα μαμή από το Μεγάλο Κάστρο όμως δεν μπόρεσε να κάνει τίποτα. Κείνη τον ενημέρωσε πως και η γυναίκα του και το παιδί που είχε μέσα της ήταν αδύνατον να σωθούν. Ο Μπέης έπεσε σε μεγάλη στενοχώρια και ανησυχία και τότε ένας Αρχανιώτης υπηρέτης του, του είπε αν ήθελε να ειδοποιούσε την δικιά τους μαμή μήπως και ήξερε τίποτα παραπάνω. Ο Μπέης αν και συλλογίστηκε πολύ μην έχοντας καμία ελπίδα επέτρεψε να φωνάξουν την Χριστιανή γυναίκα…
Η μαμή ήταν μια νέα κοπέλα, ανύπαντρη, έξυπνη, ευσεβής και πολύ έμπειρη στη δουλειά της. Ήρθε έκαμε την προσευχή της στην Παναγιά και ξεγέννησε την έγκυο φυσιολογικά καταφέρνοντας να τη σώσει κι αυτή και το υγιέστατο αγοράκι της.
Ο Μπέης ήταν ενθουσιασμένος και είπε στην μαμή πως θα της έδινε ρεγάλο ότι του ζητούσε… Εκείνη σκέφτηκε λίγο και του ζήτησε το μικρό χωράφι με τους βάτους εκεί στην άκρη του χωριού που ήθελαν όλοι οι Χριστιανοί γιατί η πίστη τους, του εξήγησε, είχε δώσει σημάδια πως κείνος ο τόπος ήταν αγιασμένος. Ο Μπέης δεν χρειάστηκε να σκεφτεί καθόλου και της το χάρισε μεμιάς να το κάνε ότι εκείνη ήθελε. Η χαρά της κοπέλας ήταν μεγάλη όπως και όλων των Αρχανιωτών. Πήγαν σχεδόν αμέσως εκεί, έσκαψαν και βρήκαν την εικόνα της Παναγιάς ζωγραφισμένη σε πέτρα η οποία λίγο αργότερα, κτίστηκε σε ειδική κόγχη στο νότιο τμήμα της εκκλησίας στο ίδιο μέρος όπου βρέθηκε…
Ένα καντήλι ακοίμητο τοποθετήθηκε σιμά της που ανάβει ακόμα και σήμερα!»

Στη Χάρη Σου Παναγία μου : https://www.cretalive.gr/apopseis/sti-hari-soy-panagia-moy

Γέμισε πάλι βασιλικούς η αυλή της εκκλησίας μας…

Της Ελένης Μπετεινάκη

Γιορτή μεγάλη την Κυριακή θα ΄χουμε!

Της Παναγιάς, το Πάσχα του καλοκαιριού!

Κάτω από την μεγάλη καρυδιά κάθισα για μια ακόμα φορά. Στον ίσκιο του πιο αγαπημένου δέντρου των Αρχανών και  χάζευα όλα εκείνα τα θαυμαστά που κατάφεραν να σωθούν, να κυλήσουν ήρεμα κι αργά  μέσα στους αιώνες. Τώρα πια  ξαποσταίνουν πάνω τους τα δικά μας μάτια και χρόνια. Θησαυροί ανεκτίμητοι που συχνά περνούν απαρατήρητοι.


Το καμπαναριό, οι ασπρισμένοι τοίχοι , της Παναγίας της Φανερωμένης ή Βατιανής τα πολύτιμα κειμήλια που φυλάσσονται  μέσα σε προθήκες στο εσωτερικό της, οι  παμπάλαιες εικόνες αλλά κι η μυρωδιά των βασιλικών που συντροφεύουν μια ολόκληρη δική μου ζωή κάθε χρόνο τις μέρες του δεκαπενταύγουστου. Πλατύφυλλος, σγουρός, αθάνατος μέσα σε γλάστρες, σε πιθάρια, σε καλάθια, είναι πάντα εκεί. Προσφορά στην Παναγιά, συντροφιά της τις μέρες του φευγιού της. Έθιμο που χάνεται στα βάθη των αιώνων και που ξεκίνησε από την διάθεση των νοικοκυράδων να χαρίσουν τούτο το μυρωδικό στη Μάνα όλων μας! Κάθε χρόνο, γλάστρες καταπράσινες γεμίζει ο τόπος, τα παρτέρια, και λένε πως όσο πιο  περιποιημένες είναι, όσο πιο πολύ φουντώνει ο βασιλικός,  τόσο φαίνεται η  καθαρότητα του σπιτιού, της δικής της αυλής της γυναίκας που την έταξε…

Ένα κλαδάκι μικρό έκοψα φέτος για πρώτη φορά από μια γλάστρα της αυλής της Παναγιάς μας κι άφησα θύμησες να κυριεύσουν μαζί με τ΄άρωμά του τη μνήμη. Σαν να είδα πάλι τον πατέρα μου, μπροστά στο παγκάρι της εκκλησιάς,  που ζήσε αμέτρητα χρόνια σε εκείνο το στασίδι του επίτροπου, να μου χαμογελά γεμάτος περηφάνια με εκείνο το βλέμμα και γλύκα στο πρόσωπο του,σαν αντικρύζανε τα μάτια του τα δικά μου.


Ακόμα σε θυμούνται οι παλιοί μπαμπά…

Όμως δεν θέλω άλλη συγκίνησε τούτες μέρες. Πολλά γίνανε πάλι κι είναι καλύτερα να θυμηθούμε μια ακόμα ιστορία από εκείνες που ακουμπούν τα όρια του υπερφυσικού, που κάνουν τους ανθρώπους να πιστεύουν στα θάματα. Δυο τρεις  αράδες  θα σας γράψω με το δικό μου τρόπο σαν παραμύθι αληθινό που συνέβη μια φορά κι ένα καιρό.

Πίσω λοιπόν στα χρόνια της Τουρκοκρατίας θα πάμε πάλι….

Στη εικόνα της Παναγιάς της Γλυκοφιλούσας θα σταματήσω. Τότε  που μια ομάδα Τούρκων θέλησε να την αφανίσει γιατί γνωρίζανε πως την λατρεύανε οι ντόπιοι κι όλο για κείνη ακούγανε στις συζητήσεις των Χριστιανών.  Σαν να τους βλέπω με τις χατζάρες, τα όπλα και τις φουφούλες τις χρωματιστές να ορμούν με φόρα μέσα στην εκκλησιά. Ο πιο νταής κι οξύθυμος φουρκίστηκε για μια στιγμή μ΄όλα τούτα τα στολίδια, τα τάματα και το καθάριο βλέμμα της Παναγιάς και σήκωσε το όπλο του και πυροβόλησε την εικόνα. Η σφαίρα κτύπησε πάνω στο ξύλο αλλά αστραπιαία γύρισε πίσω καρφώθηκε στο στήθος του και τού κόψε το νήμα της ζωής του. Τα χάσανε όλοι τους κι ένας ακόμα πιο τολμηρός έβγαλε το μαχαίρι του και πετώντας το προσπάθησε να το καρφώσει πάνω της.  Όμως εκείνο γύρισε αντίστροφα  και του κόψε το χέρι.


Τρομάξαν τότε πολύ οι άλλοι που τους συντρόφευαν κι αρχίσαν να οπισθοχωρούν,  βιαστικοί κι ανταριασμένοι. Άνεμος  σηκώθηκε τότε δυνατός και άξαφνος, και σφάλισε με δύναμη την  πόρτα της εκκλησιάς. Τα ‘ χασαν για μια ακόμη φορά όλοι τους και γονάτισαν μπροστά στην εικόνα, παρακαλώντας την Παναγιά να τους λυπηθεί, να τους αφήσει να φύγουν κι εκείνοι θα έδιναν ότι κρατούσαν πάνω τους για Χάρη Της.  Ανοίξανε τότες οι πόρτες, πήρανε τον νεκρό τους κι εκείνος ο  ψευτοπαλληκαράς με το κομμένο χέρι παραμάσχαλα  και  γίνανε καπνός. Οι ίδιοι είπανε στους Χριστιανούς τι τους συνέβη και τρέξανε οι Αρχανιώτες στην εκκλησιά. Λένε πως αίμα δεν είδαν πουθενά μα το παγκάρι ήταν γεμάτο τούρκικα νομίσματα κι όταν πλησίασαν την εικόνα είδαν το σημείο που κτύπησε η σφαίρα και το μαχαίρι. Δώσαν τα χρήματα να την φτιάξουνε ξανά κι το κομμάτι ξύλο που της πρόσθεσε ένας  τεχνίτης, αν την κοιτάξεις προσεκτικά ακόμα και σήμερα το βλέπεις στο κάτω μέρος της να ξεχωρίζει…

Από τη σκέψη και τις θύμησες με έβγαλε ο ήχος από την  πρώτη καμπανιά του μεγάλου ρολογιού που ΄ναι μνημείο αγέρωχο, πανύψηλο κι αγαπημένο της αυλής και της κωμόπολης μας. Σχέδιο του αείμνηστου μεγάλου Δημήτρη Κυριακού και δωρεά των ξενιτεμένων γυναικών από Αρχανιώτισσες  που μετοίκησαν στην Αμερική στα 1930 περίπου…

Οι επτά κτύποι από ακούστηκαν ρυθμικά, πάλι μου φέραν στο μυαλό τον κυρ Γιάννη, τον πατέρα μου, τη δική του ώρα, τη σχέση του με το χρόνο και τα σκοτάδια…

Όμως είναι μέρα γιορτής η σημερινή. Τα παράλογα της δικής μας ζωής. Η σχέση των ανθρώπων με τη ζωή και το θάνατο. Κι είναι παράξενο πολύ αλλά εμείς γιορτάζουμε την Κοίμηση της Παναγιάς λέγοντας Χρόνια Πολλά!

Ας είναι, έτσι κι αλλιώς κρατάμε πάντα τις παραδόσεις, όπως τα βρήκαμε από τους προγόνους και τα διατηρούμε ευλαβικά, να μην χαθούν…

Τούτο το Πάσχα του καλοκαιριού να το χαρείτε, στις εκκλησίες, στα μικρά εξωκλήσια, στις αυλές, στη μυρωδιά του βασιλικού, στη αγνή γεύση του ευλογημένου άρτου, στα εικονίσματα της Παναγιάς  όπως και αν την αποκαλούν σε κάθε γωνιά της Ελλάδας…

Χρόνια πολλά μαμά!

Χρόνια  πολλά σε όλους μας!

 

Πηγές:

Νίκος Χριστινίδης, Η εκκλησία της Παναγίας της Φανερωμένης των Αρχανών, εκδ. Ενορίας Επάνω Αρχανών,1993

Ελένη Μπετεινάκη, Λόγια του αέρα», Ιδιωτική Συλλογή Διηγημάτων, υπό έκδοση

http://zhtunteanagnostes.blogspot.gr/

https://www.cretalive.gr/apopseis/sti-hari-soy-panagia-moy


Δημοσιεύτηκε στο Cretalive.gr στις 14 Αυγούστου 2021 :εδώ!

Δευτέρα 9 Αυγούστου 2021

Να πετάτε μαζί, αλλά ποτέ δεμένοι…

Ένας πανάρχαιος μύθος των ινδιάνων Σου λέει πως ήρθαν κάποτε στη σκηνή του γέρου μάγου της φυλής, πιασμένοι χέρι χέρι, ο Άγριος Ταύρος, ο πιο γενναίος και τιμημένος νέος πολεμιστής, και το Ψηλό Σύννεφο, η κόρη του αρχηγού, μία από τις ωραιότερες γυναίκες της φυλής.
Αγαπιόμαστε” αρχίζει ο νέος.
Και θα παντρευτούμε” λέει εκείνη.
Και αγαπιόμαστε τόσο που φοβόμαστε…”
“Θα θέλαμε κάποιο μαγικό, ένα χαϊμαλί, ένα φυλαχτό…”
“Κάτι που θα μας εγγυάται ότι θα είμαστε για πάντα μαζί.”
“Που θα μας εξασφαλίσει ότι θα είμαστε ο ένας στο πλευρό του άλλου ώσπου να συναντήσουμε τον Μανιτού, την ημέρα του θανάτου.”
“Σε παρακαλούμε” ικετεύουν, “πες μας τι μπορούμε να κάνουμε…”
Ο μάγος τούς κοιτάζει και συγκινείται που βλέπει τόσο νέους, τόσο ερωτευμένους, να λαχταρούν τόσο μια του λέξη.
“Υπάρχει κάτι…” λέει τελικά ο σοφός μάγος μετά από αρκετή ώρα. “Αλλά  δεν ξέρω… είναι ένα έργο πολύ δύσκολο και απαιτεί θυσίες.”
“Δεν μας πειράζει” λένε κι οι δύο.
“Ό,τι και να’ ναι” επιβεβαιώνει ο Άγριος Ταύρος.
“Ωραία” λέει ο μάγος. “Ψηλό Σύννεφο, βλέπεις το βουνό που είναι βόρεια από το χωριό μας; Πρέπει να ανέβεις μόνη σου, χωρίς τίποτε άλλο εκτός από ένα δίχτυ και τα χέρια σου και να κυνηγήσεις το πιο όμορφο και δυνατό γεράκι του βουνού. Αν το πιάσεις, πρέπει να το φέρεις εδώ ζωντανό την τρίτη μέρα μετά την πανσέληνο. Κατάλαβες;”
Η νεαρή κοπέλα συγκατανεύει σιωπηλά.
“Κι εσύ, Άγριε Ταύρε” συνεχίζει ο μάγος, “πρέπει να ανέβεις το βουνό του κεραυνού, κι όταν φτάσεις στην κορυφή να βρεις τον πιο άγριο απ’ όλους τους αετούς, και με τα χέρια σου μόνο κι ένα δίχτυ να τον πιάσεις χωρίς να το τραυματίσεις και να τον φέρεις μπροστά μου, ζωντανό, την ίδια μέρα που θα έρθει και το Ψηλό Σύννεφο… Πηγαίνετε τώρα.”
Οι δύο νέοι κοιτάζονται με τρυφερότητα, κι ύστερα από ένα φευγαλέο χαμόγελο φεύγουν για να εκπληρώσουν την αποστολή που τους ανατέθηκε. Εκείνη πάει προς το βορρά, εκείνος προς το νότο…
Την καθορισμένη ημέρα, μπροστά στη σκηνή του μάγου, περιμένουν οι δύο νέοι, ο καθένας με μια πάνινη τσάντα που περιέχει το πουλί που τους ζητήθηκε.
Ο μάγος τούς λέει να βγάλουν τα πουλιά από τις τσάντες με μεγάλη προσοχή. Οι νέοι κάνουν αυτό που τους λέει, και παρουσιάζουν στον γέρο για να τα εγκρίνει τα πουλιά που έπιασαν. Είναι πανέμορφα· χωρίς αμφιβολία, τα καλύτερα του είδους τους.
“Πετούσαν ψηλά;” ρωτάει ο μάγος.
“Ναι, βέβαια. Κι εμείς, όπως μας ζητήσατε… Και τώρα;” ρωτάει ο νέος. “Θα τα σκοτώσουμε και θα πιούμε την τιμή από το αίμα τους;”
“Όχι” λέει ο γέρος.
“Να τα μαγειρέψουμε και να φάμε τη γενναιότητα από το κρέας τους;” προτείνει η νεαρή.
“Όχι” ξαναλέει ο γέρος. “Κάντε ό,τι σας λέω. Πάρτε τα πουλιά και δέστε τα μεταξύ τους από τα πόδια μ’ αυτές τις δερμάτινες λωρίδες… Αφού τα δέσετε, αφήστε τα να φύγουν· να πετάξουν ελεύθερα.”

Ο πολεμιστής και η νεαρή κοπέλα κάνουν ό,τι ακριβώς τους έχει πει ο μάγος, και στο τέλος ελευθερώνουν τα πουλιά.
Ο αετός και το γεράκι προσπαθούν να πετάξουν, αλλά το μόνο που καταφέρνουν είναι να στριφογυρίζουν και να ξαναπέφτουν κάτω. Σε λίγα λεπτά, εκνευρισμένα που δεν καταφέρνουν να πετάξουν, τα πουλιά επιτίθενται με τσιμπήματα το ένα εναντίον του άλλου μέχρι που πληγώνονται.

“Αυτό είναι το μαγικό. Μην ξεχάσετε ποτέ αυτό που είδατε σήμερα. Τώρα, είστε κι εσείς ένας αετός κι ένα γεράκι. Αν δεθείτε ο ένας με τον άλλο, ακόμη κι αν το κάνετε από αγάπη, όχι μόνο θα σέρνεστε στη ζωή σας, αλλά επιπλέον, αργά ή γρήγορα, θα αρχίσετε να πληγώνετε ο ένας τον άλλον. Αν θέλετε η αγάπη σας να κρατήσει για πάντα, να πετάτε μαζί, αλλά ποτέ δεμένοι.

Απόσπασμα από το βιβλίο : “Ο δρόμος της συνάντησης”, ΦΥΛΛΑ ΠΟΡΕΙΑΣ ΙΙ, του Χόρχε Μπουκάι, εκδόσεις opera