Της Ελένης Μπετεινάκη*
Μέρες
τώρα τριγυρνώ με το ποδήλατο και κοιτώ τις πόρτες, τις βεράντες, τα
κάγκελα των μπαλκονιών. Ψάχνω, ψάχνω τα μαγιάτικα στεφάνια. Ελάχιστα πια τα
τελευταία χρόνια και ειδικά φέτος που η έξοδος
της πρωτομαγιάς ήταν απαγορευτική. Ένα έθιμο που θα΄θελα να μη σβήσει ποτέ και
που μας γυρίζει πολλά χρόνια πίσω όλους
εμάς που ΄ταν γιορτή μεγάλη το κάψιμο του την παραμονή του Αι Γιαννιού.
Χθες βράδυ βρέθηκα σε τόπο αγαπημένο. Στον
δικό μας Παράδεισο, των Αρχανών, κι έτρεχε ακόμα λίγο νερό στο ξερό του ποτάμι.
Κι άκουσα ένα σύρσιμο παράξενο, σαν σταμάτησα με αυτοκίνητο στη μεγάλη πέτρα, κοντά
στου Σαρανταπόρου την Αμάρα. Μου φάνηκε πως είδα εκείνο το αερικό να χάνεται ανάμεσα
στα δέντρα, την Νεραϊδούσα, την πανέμορφη νεράιδα του Κάτω Μύλου. Από τα χρόνια
τα πολύ παλιά είναι εκείνη που φυλάει το
νερό τις νύχτες να μην το πάρουν τα άλλα ξωτικά κι οι άνθρωποι. Στάθηκα
ακούνητη και προσπαθούσα να διακρίνω τη θωριά της. Δεν ένιωσα φόβο, δεν με ένοιαζε
που μπορεί να μου παίρνε τη φωνή ή ακόμα και να με τράβαγε σε μέρη ονειρικά και
μαγεμένα… Άλλωστε όλες οι νεράιδες κείνου
του τόπου ξέρανε πως τίποτα δεν άγγιζα, τίποτα δε ζητούσα απ’ αυτές, μόνο να θωρώ
την ομορφιά των ξέπλεκων μαλλιών και το γλυκό τραγούδι τους να ακούω. Ξέρανε
πως έγραφα πολλά παραμύθια για κείνες και μ΄ αφήναν στον δικό μου κόσμο να ζω…Ανήσυχη
μου φάνηκε η Νεραϊδούσα. Είχε αφήσει την πηγή της ανοιχτή. Καταλάβαινε πως κανένας πια δεν θα ΄ρχοταν με το πήλινο κανάτι
του να μαζέψει το «αμίλητο» νερό. Κανένας δεν νοιαζόταν, κανέναν δεν θα πείραζε
έτσι για να του πάρει τα «μυαλά» για λίγο, να χορέψουν μαζί στο φεγγαρόφωτο…Όσο
για μένα, έκανε πως δεν με είδε! Ήξερε πως τ΄ονομά μου δεν είχε εκείνο τον ήχο
που ήθελε να ακούσει για να γεμίσει δροσιά και φως το πρόσωπό της. Μαρία έπρεπε
να έρθει, κόρη ανύπαντρη … Μόνο για τούτη τη νύχτα!
Είχε περάσει η ώρα και βιάστηκε να φύγει… Μια
λυπημένη σκιά μέσα στη νύχτα!Πέρασε ο
καιρός Νεραϊδούσα, αλλάξανε οι εποχές, μείνανε μόνο οι θύμησες και οι ιστορίες!
Ένας παλιός μύθος λέει πως το
νερό του μεγάλου πηγαδιού στην Κρήτη κοιμάται κάθε νύχτα μια ώρα μόνο. Είναι η
ώρα που η Λάμια, η νεράιδα ή όποιο στοιχειό προσέχει το πηγάδι ησυχάζει. Κι αν
κάποιος θέλει τούτη την ώρα να πιεί νερό θα πρέπει να το ξυπνήσει ταράσσοντας
το απαλά με το χέρι του, αλλιώς τρομάζει , θυμώνει και του παίρνει τα μυαλά.
Ίσως τελικά να παραμένω ακόμα ρομαντική…
Ίσως με την εμμονή μου στις παραδόσεις, στην έρευνα, στη
λαογραφία, στα ήθη και έθιμα που δεν υπάρχουν να καταντώ γραφική και
κουραστική, όμως πείτε μου στ΄ αλήθεια, τουλάχιστον οι άνθρωποι της γενιάς της
δική μου, δεν νοσταλγείτε εκείνα τα όμορφα βράδια στις αυλές των σπιτιών, τις
βεγγέρες με διάχυτη παντού τη μυρωδιά του γιασεμιού και του αγιοκλήματος;
Εκείνα τα απογεύματα που μαζεύαμε δεκάρες, εικοσάρια και ίσως οι πιο τυχεροί
κανένα πενηνταράκι για το ένα και
μοναδικό γλειφιτζούρι με το κοκκοράκι μια φορά την εβδομάδα, συνήθως Σάββατο;
Εκείνα τα καλοκαιρινά βράδια με τον ξάστερο ουρανό, χωρίς φώτα, ξαπλωμένοι στις
ταράτσες, κάνοντας όνειρα και πετώντας με την φαντασία στο …όνειρο και άπιαστο!
Εκείνα τα βράδια με τις μεγάλες φωτιές του Αϊ Γιάννη στα τρίστρατα, τα
στοιχήματα, τις « μουζουδιές» στα πόδια και τα πρόσωπα από τον καπνό, και
εκείνη την ξεγνοιασιά που δυστυχώς δεν
ζουν πια τα δικά μας παιδιά;
Κι άρχισα να θυμάμαι πάλι, πως τούτο το τριήμερο που έρχεται
είναι από τα πιο σπουδαία του
καλοκαιριού δεμένο με τις πιο δυνατές δοξασίες. Ήλιος, φωτιά, νερό… Τα
τρία στοιχειά της φύσης, της ζωής. Εξουσία, δύναμη, φόβος μα και λύτρωση.
Δεμένο επίσης με τις πιο μεγάλες γιορτές του χρόνου, που το
κόβουν στα δύο:Η
25η Δεκεμβρίου με τη γέννηση του Χριστού και η 24η
Ιουνίου με την γέννηση του Ιωάννου του Προδρόμου.
Αρχαίες δοξασίες για τη δύναμη της φωτιάς, έθιμα που
χάνονται στα βάθη των αιώνων που ακόμα και στις μέρες μας επιμένουν, προσπαθούν
να διατηρήσουν την δόξα, τον χαρακτήρα, την έννοια όλων εκείνων που κάποτε
αποτελούσαν τις βασικές συνήθειες για την αντιμετώπιση των δυσκολιών της ζωής…
23 του Ιουνίου …
Μέρα χαράς γλεντιού, πειρακτικών μαντινάδων, σατυρικών
τραγουδιών. Μέρα άρρηκτα δεμένη με το πιο παλιό έθιμο που θυμόμαστε, αυτό της
μεταφοράς του αμίλητου νερού για τον
Κλήδονα, γιορτή των αρχαίων προγόνων μας που έχει τις ρίζες της στα Διονύσια
εν αγροίς. Αρχή τριήμερων εκδηλώσεων που θέλει τον πιο «σκληρό» μήνα
του καλοκαιριού για τον αγρότη λόγω συγκομιδής και αλωνίσματος των σιτηρών, να
διαψεύδει το γνωμικό : «Πρωτόλη μήνα δουλευτή δίχως χαρές και γέλια».
Σαν αυτή τελείωνε η σκληρή εργασία άρχιζαν την προετοιμασία για τις μεγάλες
τελετουργίες με πρώτη πρώτη τις φωτιές του Αϊ Γιαννιού. Μέρα που έπρεπε οι
νοικοκυρές να ξεσκονίσουν, να σφουγγαρίσουν για να περιμένουν τις «Τύχες»…
Οι φωτιές της παραμονής του Αϊ Γιάννη .
Έθιμο που συναντάται από τους πρώτους χριστιανικούς χρόνους
και με την γέννηση του Ιωάννου του Βαπτιστή. Όπως ήδη γνωρίζουμε από τα κείμενα
της εκκλησίας ο Ζαχαρίας και η Ελισάβετ μέχρι τα βαθιά τους γεράματα δεν είχαν
παιδιά και με εντολή Κυρίου απέκτησαν τον Ιωάννη. Το απίστευτο αυτό γεγονός
ανακοινώθηκε με τα μέσα εκείνης της εποχής, τις Φρυκτωρίες, σε όλη
την Παλαιστίνη.
Φρυκτωρίες ήταν οι φωτιές που άναβαν από κορυφή σε κορυφή βουνού για τη
μετάδοση σημαντικών γεγονότων, όπως αυτό της γέννησης. Από αυτό το
γεγονός καθιερώθηκαν οι φωτιές του Αϊ Γιάννη καίγοντας στεφάνια και ανθοδέσμες
της Πρωτομαγιάς που κοσμούσαν τα μπαλκόνια και τις εισόδους των σπιτιών μέχρι
την παραμονή της γιορτής του Αγίου.
Άλλος πάλι θρύλος λέει πως κάποτε μια κοπέλα ξεκίνησε με τη
στάμνα της ανήμερα του Αϊ Γιαννιού λίγο πριν τα μεσάνυχτα να πάει στη βρύση για
να φέρει το αμίλητο νερό. Στο γυρισμό της όμως, ξαφνικά την περικύκλωσαν
πειρασμοί, για να την τρομάξουν, να την κάνουν να μιλήσει και να χάσει το νερό
τη δύναμή του.
-Μίλα γιατί σε
σκοτώνουμε! της φώναξαν.
Η κοπέλα όμως δεν έβγαλε μηλιά, αλλά από μέσα της παρακάλεσε
τον άγιο να τη βοηθήσει. Αμέσως ο Άγιος μαρμάρωσε τους πειρασμούς κι έτσι η
κοπέλα τράβηξε τον δρόμο της. Σαν έφτασε στο σπίτι της, έβαλε τα σημάδια στη
στάμνα, τη σφράγισε και την άφησε στα κεραμίδια για να κατέβουν οι νεράιδες τη
νύχτα ν αγιάσουν το νερό. Την άλλη μέρα μίλησε κι είπε τι έγινε σ΄ όλους.
Έκαναν το σταυρό τους με το θαύμα του
αγίου κι είπαν στο κορίτσι να τους πάει να δουν τους μαρμαρωμένους πειρασμούς
.Το κορίτσι επειδή δεν εύρισκε το μέρος γιατί ήταν σκοτάδι , άναβε στο δρόμο
φωτιές. Στο μεταξύ αυτοί οι πειρασμοί είχαν ζωντανέψει ξανά κι οι χωρικοί μόλις
τους είδαν , τρόμαξαν τόσο πολύ, που το έβαλαν στα πόδια. Όπως έτρεχαν στο
δρόμο τους συναντούσαν τις φωτιές και τις πηδούσαν για να μην πέσουν μέσα. Κι
έμεινε η συνήθεια από τότε την παραμονή της γιορτής του αγίου να πηδούν την
φωτιά με γέλια, γλέντια και γιορτές.
Την ίδια μέρα λοιπόν εκτός από τις φωτιές έπρεπε να
μεταφερθεί και το αμίλητο νερό μέσα σε μια στάμνα από τρεις ανατολικές βρύσες ή
πηγάδια και από τρεις κοπέλες που τα όνομά τους ήταν Μαρία. Το πηγάδι ή η βρύση
έπρεπε να ΄ναι πάνω σε σταυροδρόμι γιατί πίστευαν πως εκεί σύχναζαν οι Νεράιδες
ή Νηρηίδες που θα μάγευαν το νερό και θα του έδινα την ικανότητα της μαντικής.
Η προετοιμασία στην συνέχεια ήταν μεγάλη. Η στάμνα τοποθετούνταν στο
κεφαλόσκαλο του σπιτιού και μέσα σε μια κρομμυδοπλεχτή Σταύρωναν το νερό μέσα σε μια στάμνα και
μέσα έβαζαν το ριζικάρι δηλ. ένα φρούτο
οι ελεύθεροι, σύμβολο νεότητας, γονιμότητας και καρποφορίας με το μονόγραμμα τους ή κάρφωναν ένα γαρίφαλο
για διακριτικό. Οι παντρεμένοι πάλι είχαν έτοιμο ένα προσωπικό τους αντικείμενο
δακτυλίδι ή σκουλαρίκι, σύμβολο ευτυχίας και περιουσιακών στοιχείων για να το
ρίξουν μέσα. Μαζί έλεγαν και μια μαντινάδα
όπως:
Μήλο ΄βαλα στον κλήδονα για να το ριζικάρω,
Κι αν είναι κισιμέτι μου μικιό μου θα σε πάρω.
Σκέπαζαν την στάμνα με ένα κόσκινο κι από πάνω τοποθετούσαν ένα κόκκινο πανί
διάφανο. Το χρώμα αυτό τραβούσε τις Νεράιδες για να μπορούν να δουν μέσα τα
ριζικάρια, να τα μαγέψουν χωρίς όμως να μπορούν να τα πάρουν. Έδεναν το ύφασμα
γύρω από το λαιμό της στάμνας με πολύχρωμο κρουσσωτό σχοινί και από πάνω τοποθετούσαν
ένα κλειδί. Στη συνέχεια τα αφήναν όλη
τη νύχτα να αστρονομιστεί ενώ οι κοπέλες παραφύλαγαν ακοίμιστοι φρουροί για να μην πειράξει κανείς τον κλήδονα.
Κάποιες κοπέλες έπαιρναν και την στάχτη που είχε μείνει από
το κάψιμο των Μάηδων , την κοσκίνιζαν πίσω από μια ανατολική πόρτα και το πρωί
πίστευαν πως πάνω στην κοσκινισμένη σκόνη έβρισκαν γράμματα και εργαλεία
σχετικά με το όνομα και το επάγγελμα του μέλλοντος συζύγου τους.
24 Ιουνίου…Γενέθλιος Ημέρα του Ιωάννη Προδρόμου!
Την επόμενη μέρα 24 Ιουνίου πια, ο κλήδονας
τοποθετούνταν σε σκιερό μέρος νωρίς το πρωί πριν προλάβει να τον δει ο ήλιος. Η
μεγάλη τελετουργία άρχιζε αργά το απόγευμα όταν ο ήλιος « βουτούσε » στην
νύχτα. Συγκεντρώνονταν όλοι γύρω από την στάμνα κι ένα μικρό παιδί έβγαζε από μέσα όλα τα ριζικάρια. Όλα ξεκινούσαν με την καθιερωμένη μαντινάδα:
« Ανοίξετε τον κλήδονα στ’ Αι Γιαννιού τη χάρη
και πουναι καλορίζικος το μήλο του να πάρει.»
Και με μαντινάδες συνεχιζόταν όλη η τελετή μέχρι το τέλος.
Ύστερα τα κορίτσια μοιράζονταν το αμίλητο νερό και για τις επόμενες τρεις μέρες έβαζαν λίγο στο στόμα τους και έβγαιναν
στο δρόμο ή στα παραθύρια για να ακούσουν ένα ανδρικό όνομα κι ίσως να ήταν
αυτό του μέλλοντος συζύγου τους.
Κι οι μαντείες δεν αρκούνταν μόνο στον Κλήδονα. Υπήρχαν
κι άλλες μαντικές τεχνικές που
χρησιμοποιούσαν τούτη τη μέρα. Η στάχτη από τα καμένα στεφάνια ή κομμάτι από το
κόκκινο πανί ή έριχναν βραστό μολύβι στο νερό για να μελετήσουν τα σχήματά του.
Σε άλλες περιοχές πάλι σαν περνούσε η ώρα κι ίσως και την επόμενη μέρα, οι
κοπελιές έβγαιναν και πήγαινα σε πηγάδια με ένα καθρέφτη μαζί τους μήπως και δουν τη μορφή του νιού που θα
έπαιρναν για άνδρα τους. Κι αν δεν είχαν αποτέλεσμα, σαν έρχονταν η νύχτα
βαθιά, τα μεσάνυχτα, μόνες πια στην δική τους κάμαρη, γυμνές, μπροστά στον δικό
τους καθρέφτη, κοίταζαν κι εκεί στα βάθη του σαν σκιά, έβλεπαν τον ποθητό
άνδρα...Εκεί μέσα στην απόλυτη μοναξιά, την νυχτιά και την σιωπή, χωρίς ντροπές
ή ενοχές, αλλά με την προσμονή και την επιθυμία…
25 Ιουνίου…
Την άλλη μέρα 25 Ιουνίου πια στις δώδεκα το μεσημέρι ακριβώς
πήγαιναν σε πηγάδι που βρισκόταν σε
δισταύρι και εκεί έκαναν νέες ευχές. Ρίχνανε μέσα όσο νερό του κλήδονα είχε μείνει και κάθε
κοπέλα έστεκε στο χείλος του
πηγαδιού κρατώντας έναν καθρέφτη με τρόπο ώστε οι ακτίνες του ήλιου να
αντανακλώνται στο νερό, στην επιφάνεια του οποίου σχηματιζόταν το είδωλο του
μελλοντικού συζύγου τους.
Έθιμα παλιά, γιορτές που σημάδεψαν πολλές γενιές ανθρώπων
και που σήμερα τα συναντάμε να αναβιώνουν μόνο με φολκλορικό χαρακτήρα. Άρωμα άλλων εποχών,
αγνών και πιο ανθρώπινων που πάντα θα αναπολούμε όσοι τα ζήσαμε και θα
προσπαθούμε να τα μεταφέρουμε όσο πιο πιστά μπορούμε στα παιδιά μας και στις
επόμενες γενιές.
«Θυμάμαι ακόμα τον ήχο του κλήματος από τις φωτιές που έκαιγαν μόλις
βράδιαζε στα σταυροδρόμια του χωριού μου, τις σπίθες που πετιόντουσαν παντού.
Τις φωνές και τα γέλια όλων μας. Μικρά
παιδιά κι είχαμε την έννοια να γυρίζουμε τα σπίτια των νοικοκυραίων και να τους
ζητάμε τα μαγιάτικα, ξεραμένα πια, στεφάνια ή κοφίνια και παλιά καλάθια για να τα ρίξουμε στη φωτιά, να γίνει πιο
μεγάλη, να φουντώσει να φτάσει η δύναμή
της όσο πιο ψηλά γινόταν. Κι ύστερα παίρναμε σειρά ο ένας πίσω από τον άλλο να
πηδήσουμε τρεις φορές,χωρίς να πατήσουμε κανένα κάρβουνο, να ξορκιστεί το κακό
, να έχουμε υγεία, να ναι καλή η χρονιά που ζούσαμε ίσαμε τον επόμενο Ιούνη…
Κι ύστερα μαζευόμασταν στην αυλή της
κυρίας Ειρήνης και με μαντινάδες , με γέλια και με πολλά πειράγματα ξεκινούσε η
διαδικασία του Κλήδονα με το αμίλητο νερό του. Δεν καταλαβαίναμε ακριβώς τι
γινόταν, μας άρεσε όμως που ήταν μαζεμένοι τόσο πολλοί άνθρωποι εκεί…
Ιεροτελεστία μεγάλη κι όλοι πείραζαν τα
άλλα κορίτσια που είχαν πάρει μέρος
σ΄αυτό το « δρώμενο» έτσι ώστε να τα κάνουν να μιλήσουν ή να γελάσουν … Εκείνες
όμως περίμενα υπομονετικά και σαν άδειαζε η στάμνα έπαιρναν μια γουλιά νερό,
μέσα στο στόμα, «αμίλητο νερό», και έτρεχαν να στηθούν στα παράθυρα ή στην άκρη
του δρόμου περιμένοντας να ακούσουν το πρώτο ανδρικό όνομα, ΄που ίσως και
να΄ταν ίδιο με τον τυχερό που θα έκαναν ταίρι…. Και μύριζε η αυλή ρίγανη και θυμάρι και ένα σωρό αλλά αρωματικά φυτά.
Την επόμενη μέρα έπρεπε να τα μαζέψουμε όλα να τα αποξηράνουμε για τον χειμώνα
γιατί εκτός από του Αι Γιαννιού του
Φανιστή και Ριζικάρη εμείς τον φωνάζαμε
και Ριγανά για αυτόν ακριβώς
το λόγο. Μικρά παιδιά εμείς, κι όλο αυτό είχε κάτι μαγικό. Πιστεύαμε στ΄αλήθεια
πως από τα σημάδια του Κλήδονα που
διάβαζαν μέσα στο νερό οι κοπελιές θα συναντούσαν τον νέο που αγαπούσαν, που
ήθελε η ψυχή τους και την επόμενη βραδιά
θα φανερωνόταν και βιαζόμασταν να μεγαλώσουμε να πάρουμε μέρος κι εμείς…»**
|
Φωτ: Νίκος Ψιλάκης
|
Ανάβουνε φωτιές στις γειτονιές του Αι Γιάννη απ όσα ξέρεις και μου λες
Απ΄όλα αυτά που ξέρεις και μου λες που΄χουν πεθάνει …(Μάνος Ελευθερίου)
Πηγές :
Λαϊκές τελετουργίες στην Κρήτη, Νίκος Ψιλάκης, εκδ. Καρμανωρ
Τα καλοκαιρινά, Λουκάτος Δ.Σ. Αθήνα 1981
**Ελένη Μπετεινάκη,Λόγια του αέρα, Ανέκδοτη συλλογή
διηγημάτων
Ελληνικαί εορταί και έθιμα της λαϊκής λατρείας, Μέγας Γ.Α. ,
Αθήνα 1956
Λαογραφικά Αρχανών Κρήτης, Ελ. Ουσταμανωλάκη – Ειρ.
Ουσταγιαννάκη , Μορφ.Σύλ.Αρχανών 1969.
Εφημερίδα Καθημερινή
Φωτογραφίες :
Νίκος Ψιλάκης , Χανιά 1999
Κλήδονας στην Κρήτη αναπαράσταση : Γ.Ν. Αικατερινίδης 1980