Το παραμύθι της βροχής

Δευτέρα 31 Ιουλίου 2017

«Αύγουστε καλέ μου μήνα…»




Της Ελένης Μπετεινάκη*

Στην ταράτσα ξαπλώναμε, την ασπρισμένη με κιλά ασβέστη για να χουν δροσιά τα δωμάτια κάτω. Δυο τρεις βαθμοί πιο χαμηλή θερμοκρασία καταφέρναμε , τίποτα παραπάνω. Ωστόσο τις νύχτες που αντιφέγγιζε το λευκό χρώμα ήταν για μας σαν φανάρι να μην είναι όλα πίσσα σκοτάδι, όπως έλεγε η μάνα , σαν έστρωνε ένα σεντόνι κατάχαμα. Κι ύστερα με σχεδόν κομμένη την ανάσα περιμέναμε ένα σημάδι… Πότε θα γινόταν το μεγάλο μπαμ να ανοίγανε οι ουρανοί. Μετά όλα θα ΄ταν καλύτερα. Θα ευχόμασταν αυτό που επιθυμούσε η ψυχή μας κι η αγαπημένη νεράιδα των Ευχών, της Νυχτιάς και των Άστρων θα μας έκανε το χατίρι. Κάθε χρόνο στις 31 Ιουλίου, που ανοίγανε οι Ουρανοί, αρκεί να΄χε πολλά αστέρια ο Ουρανός κι εμείς να πιστεύαμε στα θαύματα και στα …Παραμύθια. Όλοι , όλοι ξαπλωμένοι, βυθισμένοι στις δικές τους σκέψεις … Ο μπαμπάς με κλειστά ματιά, πίστευα πως  προσεύχονταν στη  νεραΐδα μου, να έρθει πιο γρήγορα, άσχετα αν ο αδελφός μου, μου ψιθύριζε πώς να σταματήσω να πιστεύω σε βλακείες, γιατί εκείνος κοιμόταν του καλού καιρού! Κι όμως,  εκεί λίγο πριν ή λίγο μετά τα μεσάνυχτα επιτέλους  είχε πάλι συμβεί! Ένα τεράστιο άρμα φτιαγμένο από μικρά μικρά αστέρια πέρασε μπροστά απ΄τα μάτια μας ή μπορεί και μόνο απ’  τα δικά μου. Θάμπωσα από το φως, σείστηκε ο κόσμος μου, καρφώθηκαν  και άνοιξαν διάπλατα τα μάτια μου! Πρόλαβα έκανα την ευχή μου και τότε είδα, σαν ξεμάκραινε, πως ήταν πάνω του μια γυναίκα που ΄χε ένα πελώριο ολόφωτο στέμμα στο κεφάλι της. Ένα κατάλευκο μακρύ φόρεμα φορούσε κι ήταν λευκά και τα μαλλιά της που ανέμιζαν στο αστροφώτιστο στερέωμα. Έγειρα στο πλάι κι αποκοιμήθηκα εκεί κάτω από τον έναστρο ουρανό μ΄ ένα χαμόγελο χαραγμένο στα χείλη μου….». Όνειρο να΄ταν ή αλήθεια ποιος ξέρει. Εγώ το πίστευα κι αυτό είχε τη μεγαλύτερη σημασία….*

Πρωταυγουστιά σήμερα.  Του μήνα που από την προκοπή και την μεγαλοσύνη της ψυχής του  θρέφει όλους τους υπόλοιπους με τα καλά και τα κακά του. Ο Σείριος έλαμπε στον ουρανό σήμερα πρωί πρωί λίγο πριν συναντήσει τον Ήλιο , να τον καλημερίσει, να του ευχηθεί για τον ερχομό τούτου του όμορφου παλληκαριού, του τρίτου γιού του Καλοκαιριού,  που όλοι το αγαπούν  γιατί φροντίζει για όλους τους άλλους. Του μήνα με τις Δρίμες ή Αλουστίνες , τα μερομήνια, τις ζέστες , τις γιορτές. Με τα σύκα του και τα σταφύλια,  με τις πιο ώριμες ντομάτες από ποτέ, με τους καρπούς όλους γινωμένους και τα κελάρια να αβγατίζουν. Με  τον Αφέντη Χριστό να υψώνει την χάρη Του σ΄όλες τις βουνοκορφές και την Παναγιά να γιορτάζει σε  όλα τα χωριά , τις πόλεις, ακόμα και στα μικρά, ξεχασμένα ξωκλήσια. Κι εκείνος ο τζίτζικας  να μην σταματά ούτε γα μια στιγμή το τραγούδι του, μονότονο, χαρούμενο αλλά και απαραίτητο για να θυμίζει πως «επάτησεν»  πια και τούτος ο Μήνας ,ο χιλιόχρονος , ο πιο ερωτικός, ο Φεγγαράς, ο Συκολόγος , ο Τραπεζοφόρος ,ο Πενταφάς και ο Δριμάρης .
Μήνας που όλες οι νεράιδες και  τα ξωτικά ζουν μια από τις καλύτερες ώρες τους. Δώδεκα μέρες  χορεύουν και λυγίζονται και ανακατώνουν τα σπίτια, τα νερά και τους καρπούς. Και σπέρνουν το χάος και την αταξία τούτες οι Δρίμες σαν άλλοι καλικάντζαροι που εκείνοι έρχονται ανήμερα των Χριστουγέννων και μένουν κι αυτοί για δώδεκα μέρες. Τα ξωτικά όμως τ΄Αυγούστου  δεν κάνουν μόνο σκανταλιές αλλά σπέρνουν παντού τον πανικό γιατί «μαγαρίζουν» τα νερά εκτός και ρίξεις ένα καρφί ή ένα πέταλο, στη θάλασσα, στο ποτάμι, στο πηγάδι,  και τότε το κακό δεν θα σε βρει ποτέ. Αν όμως ξεχαστείς και λουστείς τούτες τις μέρες , πίστευαν πως μεγάλο κακό θα σε ανταμώσει. Κι αν κατά λάθος πλύνεις τα ρούχα ή τα σκεπάσματα ίσως τα βρεις τρύπια και σκισμένα.
Τούτες  τις δώδεκα ή έξι πρώτες μέρες μέχρι του Χριστού, ανάλογα με την περιοχή μαντεύουν και τον καιρό . Κάθε μέρα ή κάθε δυο ,τα λεγόμενα μερομήνια,  ότι καιρό κάνει ή δείχνουν τα σημάδια θα ‘ ναι ο καιρός ενός μήνα , με τη σειρά, ξεκινώντας απ το Σεπτέμβρη. 

Πρωταυγουστιά, και όσοι έμειναν την νύχτα  ξάγρυπνοι να κοιτάνε αστέρια, τα σημάδια και το άνοιγμα του ουρανού το προηγούμενο βράδυ,  έριχναν άμμο μέσα στο σπίτι για να υπάρχει αφθονία και ευτυχία και σαν ξημέρωνε, οι γυναίκες καθάριζαν τα χάλκινα αγγεία τους πρωί πρωί για να τα προλάβουν μέχρι να πάνε στην εκκλησιά , να πάρουν τον αγιασμό της μέρας, του μήνα ολόκληρου , να ξεκινήσει η πρώτη νηστεία για χάρη της Παναγιάς , της μάνας όλου του κόσμου. Δυο μάνες λένε πως έχει ο άνθρωπος. Η μια είναι εκείνη που τον γέννησε, η άλλη είναι η Παναγιά που πάντα την φέρνει στο μυαλό τις δύσκολες ώρες. Αυτή επικαλείται για βοήθεια στα μεγάλα του ζόρια.
Και περνούν  οι δύσκολες πρώτες μέρες, ίσαμε τη Χάρη του Χριστού στις 6 του μήνα. Αφέντη τον φωνάζουμε στην Κρήτη, όχι από δουλοπρέπεια ,αλλά για να δείξουμε  το ψήφος, την εκτίμηση, την Αγάπη. Όλες σχεδόν οι εκκλησιές Του βρίσκονται πάνω στις βουνοκορφές κι αυτό γιατί  βουνό σημαίνει ανύψωση, ανάταση και επαφή με τον ίδιο το Θεό. Μεγάλη γιορτή, πολλά τα πανηγύρια, αμέτρητες οι προσφορές. Λέγαν πως την  παραμονή το βράδυ ξανάνοιγαν πάλι, οι ουρανοί  κι όσοι το πίστευαν δεν έβλεπαν πια νεράιδες, ή βασίλισσες ή ξωτικά αλλά ένα άγιο φως κι αυτό ήταν σημάδι, το χαν για καλό.

Την άλλη μέρα η νηστεία του δεκαπεντάγουστου  διακόπτεται. Μπορεί να καταναλωθεί για φαγητό το ψάρι και η σκορδαλιά. Είναι η μέρα που ο παπάς λέει ευχή για τα σταφύλια και τα σύκα που θα προσκομιστούν στην εκκλησία και ανάλογα με τον καιρό που θάχει θα φανεί σαν προμήνυμα φθινοπώρου ίσως γιατί  οι πελαργοί αρχίζουν το φευγιό τους σιγά σιγά  σε χώρες με θερμότερο κλίμα. Και θα γεμίσουν τα σπίτια κι οι εκκλησιές βασιλικούς ως τη γιορτή της Παναγιάς, προσφορά στη Χάρη Της. Σ΄ άλλα μέρη τούτη τη  μέρα ζύμωναν ψωμί, με το πρώτο αλεσμένο στάρι και τον έκαναν προσφορά στη Βρύση του χωριού κι είχε και σχήμα τζιτζικιού μιας και πίστευαν πως το στοιχείο του νερού έμοιαζε σε αυτό το έντομο και το ψωμί το ονόμαζαν « τζιτζιρόκλιτο ».
Η Χάρη της Παναγιάς , η Κοίμηση της στις 15 είναι το δεύτερο Πάσχα της Ελλάδας ολόκληρης. Αν και  εγκαταλείπει  τα εγκόσμια, η ίδια θέλησε να καλέσει γνωστούς κι αγαπημένους φίλους και συνοδοιπόρους της γύρω από την νεκρική κλίνη , να κλείσει τα μάτια και να «κοιμηθεί» . Κανείς να μην κλάψει τούτη τη μέρα, έτσι ήθελε,  γιατί η θύμηση θα μενε και μένει πάντα στο μυαλό και την ψυχή. Όλος ο κόσμος Την γιορτάζει , απ άκρη σ άκρη ο Χριστιανισμός, η Ελλάδα πανηγυρίζει την Χάρη της. Και αμέσως την  επόμενη μέρα όλος ο κόσμος ανάστατος πάλι. Τα σταφύλια είναι πια ώριμα κι είναι η ώρα που θα αρχίσει ο « πόλεμος του θέρους». Η πιο μεγάλη αγροτική φιέστα, η πιο πολυπόθητη ώρα για τον γεωργό. Κι είναι βιαστικοί , να τα μαζέψουν, να απλώσουν την σταφίδα, γιατί ο σοφός λαός όσο κι αν αγαπάει τον Αύγουστο , τον φοβάται και χαρακτηριστικά λέει  :  «Επάτησε ο Αύγουστος , η άκρα του χειμώνα».

Και λίγο πριν φύγει και τούτο το τελευταίο παιδί του καλοκαιριού είναι οι γιορτές  του Αγίου Φανουρίου, του Αι Γιάννη του αποκεφαλιστή , του Αγίου Αλεξάνδρου και της Αγίας Ζώνης. Γιορτές γεμάτες θρύλους και δοξασίες για χαμένα αντικείμενα που βρίσκονται  , με τάματα από φανουρόπιτες για τον άγιο που θεωρείται προστάτης στην Κρήτη των βοσκών και ειδικά στα μέρη εκείνα των ζωοκλοπών γιατί στο όνομά  του πάντα ορκίζονταν και έβρισκαν τα πρόβατα τους όσοι τα έχαναν. Μπροστά στην εικόνα του Αγίου κανείς δεν μπορεί να αρθρώσει ψεύτικο λόγο κι έτσι οι ζωοκλέφτες « έτρεμαν» τούτη τη ρήση σαν την άκουγαν από τα χείλη των βοσκών. Δεν χρειαζόταν την γνωστή φανουρόπιτα , ο λόγος και μόνο έφτανε. Τάζοντας στον Άγιο μια πίτα θα φανερώσει όλα τα ζητούμενα ακόμα και πρόσωπα όπως  στις κοπελιές θα φανερώνονταν ο γαμπρός που περίμεναν. Και το εθιμικό θέλει η πίτα να είναι ζυμωμένη μόνο με επτά ή εννιά υλικά για να χει δύναμη το τάμα. Οι βοσκοί έστελναν στον Άγιο ένα από τα ζώα τους γιατί οι πίτες ήταν « γυναικείες δουλειές». Οι γεωργοί πάλι του πρόσφεραν λάδι κι αλλοίμονο αν δεν εκπλήρωναν την υπόσχεσή τους , λάδι δεν θα έμενε στο σπίτι τους.  Με ρίγη θα πορευτούν όσοι  δεν νηστέψουν την μέρα του Αι Γιαννιού στις 29 και με την τελευταία μέρα του μήνα που την λένε και «κλειδοχρονιά» γιατί κλείνει με αυτήν ο καλοκαιρινός χρόνος . Είναι το τελευταίο άναμμα της φωτιάς για να  διωχτεί ο κακός καιρός και χρόνος και να μπουν με δύναμη και ελπίδα στον καλό καιρό …στις καλύτερες μέρες του φθινοπώρου…

«…. Εντύπωση μου έκανε κάθε χρόνο την τελευταία μέρα του Ιούλη οι ετοιμασίες που γινόταν στην «Κάτω Γειτονιά » ή Κατσοπρινιά, όπως την έλεγαν στο χωριό. Μια, δυο οικογένειες που μαζεύανε  τα πράγματα  τους, όλα. Κουβέρτες, σεντόνια ακόμα και χιράμια, τσουκάλια, πιατικά, ρούχα, μεγάλες ντενέκες  με νερό κι ετοιμάζονταν λέει για φευγιό, να εκπληρώσουν το τάμα. « Δεκαπεντάρηδες » του φώναζαν αυτούς τους ανθρώπους, όχι γιατί ήτανε νιοι στην ηλικία, αλλά γιατί θα λίπανε τις πρώτες δεκαπέντε μέρες του Αυγούστου. Στο μοναστήρι της Παναγιάς της Χαρακιανής, θα ΄ταν φιλοξενούμενοι, γατί το τάμα τους ήταν βαθύ, βαρύ και αξέχαστο. Είχε γενεί καλά το Μανολιό τους από βεβαιωμένη κακιά αρρώστια κι από τότε κάθε χρόνο …φεύγαμε. Μας αφήνανε  το κλειδί, να ποτίζουμε τα βασιλικά και τα γεράνια, μόλις έδυε ο ήλιος, να μην ιδρώσουν, να μην χαθεί ούτε μια σταγόνα από την ζέστη της μέρας, άδικα. Κι ήθελα κι εγώ να γίνω «Δεκαπεντάρης» ή «Δεκαπεντιστής» ή  «Δεκαπενταρίτης» για τόσες πολλές μέρες αλλά οι υποχρεώσεις του μπακάλικου του πατέρα μου ήταν απαγορευτικές για διακοπές στα μοναστήρια όπως, χαρακτηριστικά έλεγε. Και μας έλεγαν  τις ιστορίες που έζησαν, σαν επέστρεφαν, στις βεγγέρες που οργανωνόταν τις νύχτες στην αυλή της γιαγιάς και στα πεζοδρόμια  των σπιτιών μας. Πως δεν μένανε ,λέει, πάντα μέσα στο μοναστήρι, αλλά σε μια καλύβα, απόξω, κι είχε μεγάλο «σεϊρι» , τούτη η διαμονή, γιατί τα βράδια ακούγονταν ένα σωρό θόρυβοι της εξοχής, και κουκουβάγιες, πάνω στα δέντρα και συρσίματα παράξενα. Ο Μανόλης μας έλεγε πως ένα βράδυ είχε δει ένα δράκο να πετάει πάνω απ τα κεφάλια τους, θεριό τεράστιο. Του ‘χε κοπεί η λαλιά κι η ανάσα αλλά εκείνος δεν τους έδινε σημασία, μόνο πετούσε , πετούσε να φτάσει το πρωινό αστέρι της Αυγής, το Σείριο να πάρει το μαντάτο  του καιρού του Αυγούστου να το μεταφέρει στη χώρα των Γιγάντων που θελαν να γνωρίζουν τα δικά τους …μερομήνια!» 

Αύγουστος είναι ο μήνας των νεράιδων, των ξωτικών, των άστρων , των παραμυθιών !

Καλό Μήνα !

ΠΗΓΕΣ:
«Τα καλοκαιρινά», Λουκάτος  Δ. , Αθήνα 1981
«Ελληνικαί  εορταί και έθιμα της λαϊκής λατρείας », Μέγας Γ.Α. Αθήνα 1956
« Λόγια του αέρα», Ιδ. Συλλογή διηγημάτων, Ελένη Μπετεινάκη, 2015
Εφημερίδα Καθημερινή
Λαϊκές τελετουργίες στην Κρήτη, Νίκος Ψιλάκης, Καρμάνωρ, 2005

Δημοσιεύτηκε στο cretalive.gr στις 1 Αυγούστου 2017:http://www.cretalive.gr/opinions/aygoyste-kale-moy-mhna

Φούντικος, Fondaco ή Αμπάρ, ένα άγνωστο κτίριο στο κέντρο του Ηρακλείου!



Της Ελένης Μπετεινάκη*

Eίναι από τα πιο πολυσύχναστα μέρη της πόλης. Είναι η καρδιά του Μεγάλου Κάστρου...
Περπατάμε όλοι μας καθημερινά πάνω σε  γη πλακοστρωμένη πια,   όμως λίγοι  γνωρίζουμε τι ακριβώς υπήρχε  σ΄αυτό το μέρος, κάποτε. Τι ήταν τα  χρόνια τα παλιά τούτη η πλατεία, τούτα τα δρομάκια , τούτα τα κτίρια που σε κάποια σημεία υπάρχουν μόνο  κάποια ίχνη τους. Κάθε μέρα, άνθρωποι βιαστικοί, παιδιά, τουρίστες, κόσμος πάει κι έρχεται. Άλλοι χαζεύουν, άλλοι  φωτογραφίζουν  άλλοι απλά προσπερνούν ακόμα και το πιο γνωστό, παγκόσμια, σύμβολο της πόλης μας, τα Λιοντάρια, χωρίς καν να το κοιτάξουν. 

Σταμάτησα το ποδήλατο τούτη τη φορά εκεί που δεν υπάρχει σχεδόν τίποτα από όλα εκείνα που ήθελα να …θυμηθώ!  Έγιναν οι απαραίτητες   χαιρετούρες, τα χαμόγελα, όμως το δικό μου βλέμμα ήταν στραμμένο ψηλά, στα σκοτεινά παράθυρα του πρώτου ορόφου των περισσότερων εγκαταλελειμμένων κτιρίων και στα μικρά ισόγεια  μαγαζιά που πια υπάρχουν … Πάλι οι θύμησες ήρθανε… Εικόνες άλλης εποχής, άνθρωποι κι εκείνοι βιαστικοί, μικροπωλητάδες και έμποροι, νοικοκυρές που έψαχναν για τα καλύτερα προϊόντα της ημέρας…

Στην πλατεία των Λιονταριών εκείνη του Μεγάλου Σαντριβανιού, την λεγόμενη σήμερα πλατεία Ελευθερίου Βενιζέλου,  μαζεύονταν τον καιρό της ενετοκρατίας και της τουρκοκρατίας αργότερα, οι πραματευτάδες, οι μικροέμποροι  και όσοι πουλούσαν χόρτα για να διαλαλήσουν και να δώσουν την πραμάτεια τους. Την αποκαλούσαν και Πλατεία των Δημητριακών κι εκεί απέναντι από το Δούκικο Ανάκτορο  βρίσκονταν οι Σιταποθήκες του δημοσίου. 




Στην περίοδο της Ενετοκρατίας ονομαζόταν Fondaco ή Φούντικος , ένα μεγάλο τριώροφο κτίριο που κτίστηκε το 1591 και που μέσα του ήταν  «…εικοσιοκτώ υπόγεια εν είδει πηγαδίων , πλατέα όμως έως επτά βήματα έκαστον και κυκλοφερή, τα οποία εισί πλήρη σίτου, ανακαινιζόμενου εκάστω έτει, εις καιρόν πείνας, ή πολιορκίας. Εν εκάστω υπογείω εισχωρούσιν επέκεινα των χιλίων κοιλών σίτος. ( Το κοιλόν του τόπου είναι 18 οκάδες ζυγιασμένον με κεχρί) η δε μεγάλη Σιταποθήκη, ο λεγόμενος Φούντικος,είναι μία λιθόκτιστος , και σίτος εισχωρεί εις αυτήν 60 – 70,000 κιλά, των οποίων  οι καρποί ανακαινίζονται συνεχώς όσον είναι δυνατόν….

Σε μια μικρογραφία του Γεωργίου Κλώντζα του 16ου και αρχές του 17ου αιώνα που σώζεται, φαίνεται η διαμόρφωση της πλατείας και μέρος του Δούκικου Ανακτόρου και των σιταποθηκών.
Την περίοδο της Τουρκοκρατίας πάλι, ονομαζόταν Αμπάρ  και η περιοχή γύρω του Αμπάρ Αλτί γιατί ήταν όλα γύρω  ή κάτω από το αμπάρι, την αποθήκη. Το κτίριο αυτό ξεκινούσε περίπου από την πύλη Voltone  και έφθανε περίπου μέχρι το ύψος της οδού Χάνδακος εκεί όπου βρίσκεται  το κτίριο που στέγαζε την εφημερίδα « Μεσόγειος». Το ανατολικό τμήμα του κτιρίου χρησιμοποιήθηκε σαν φυλακή και το νότιο τμήμα του στα νεότερα χρόνια σαν δικηγορικά γραφεία και αστυνομικό τμήμα. Εικοσιοκτώ κατά τον Πρακτικίδη ή τριάντα δύο σύμφωνα με άλλους ιστορικούς, λένε πως ήταν   τα δωμάτια του ισογείου που ήταν σαν θόλοι. Μάλιστα είχαν παράθυρα που έβλεπαν στην τάφρο του παλιού αραβικού τείχους. Με την πάροδο των χρόνων και ύστερα από τους φοβερούς σεισμούς που έπληξαν την πόλη του Ηρακλείου μέρος του κτιρίου , κυρίως ο τρίτος όροφος καταστράφηκε και πολύ αργότερα όταν η  Κρήτη κατακτήθηκε από τους Γερμανούς όλο το κτίριο υπέστη σοβαρές ζημιές κατά τον βομβαρδισμό  καταστράφηκε ότι είχε απομείνει από τους ορόφους.

Σύμφωνα πάλι με την περιγραφή του Μανόλη Δερμιτζάκη, από το 1890 μέχρι και το 1920 περίπου οι έξι θολωτοί χώροι που σώζονταν στην αρχή της Χάνδακος χρησιμοποιούνταν την περίοδο της Τουρκοκρατίας και λίγο μετά σαν χοιροκασαπιά επειδή η σφαγή και η πώληση των χοίρων απαγορευόταν να γίνεται φανερά για θρησκευτικούς λόγους των Τούρκων κι έτσι κρυφά σφάζονταν και πουλιούνταν εκεί το χοιρινό κρέας των Χριστιανών  και όχι στο Αγά Τσαρσί μαζί με όλα τα άλλα εμπορεύματα.

Αργότερα πολύ ένα  κομμάτι του κτιρίου κόπηκε για να ανοίξει η οδός Ταγματάρχου Τζουλάκη. Σήμερα  μπορεί να δει κανείς μόνο κάποιους από τους θόλους σε μικρά καταστήματα της οδού Χάνδακος που ήταν από τα ισόγεια δωμάτια των σιταποθηκών. Κατεδαφίστηκε ότι σχεδόν υπήρχε από εκείνα τα πολύ παλιά χρόνια οριστικά στα 1961

Είναι και τούτη η περιοχή κάτι σαν γειτονιά μου, την έχω αγαπήσει πιότερο θαρρώ. Είκοσι χρόνια τη ζω, σπιθαμή προς σπιθαμή, πέτρα την πέτρα. Σταμάτησα στο σταυροδρόμι των οδών Τζουλάκη, Καντανολέων, Χάνδακος, πλατεία Λιονταριών …Πόσα πράγματα έχουν συμβεί εδώ, και σήμερα ακόμα. Κοιτούσα δεξιά κι αριστερά, γνώριμα στενά, ωστόσο δεν ήξερα προς τα που να πάω. Όλα πια τα κτίρια έγιναν  μπαρ και καφεδοπωλεία όπως προτιμώ  να λέω τις καφετέριες… 

Πήρα τον κατήφορο, την οδό  Χάνδακος . Είναι πιο ξεκούραστος  ο δρόμος, σαν έχεις μόνιμο σύντροφό σου, στις γειτονιές του Μεγαλόκαστρου ένα ποδήλατο. Ήθελα να κατεβώ γρήγορα προς τη θάλασσα, να μυρίσω εκείνο το ιώδιο, την αλμύρα, να ξεθολώσει το μυαλό από τις θύμησες. Σταμάτησα στο κτίριο της εφημερίδας ΜΕΣΟΓΕΙΟΣ. Κούνησα για μια ακόμα φορά το κεφάλι μου. Πόσο διαφορετικά είναι όλα πια… Πόσο γρήγορα αλλάζει και ξεχνιέται ο τόπος, η ιστορία, οι άνθρωποι…

Ίσαμε την άλλη φορά πάλι… Στις γειτονιές του Μεγάλου Κάστρου!





ΠΗΓΕΣ :
Χωρογραφία της Κρήτης, νέα έκδοση του ΤΕΕ/ΤΑΚ , 1983
Το Ηράκλειο εντός των τειχών, Χρυσούλα Τζομπανάκη, 2000
zhtunteanagnostes.blogspot.gr
Υπήρχε μια πόλη το Μεγάλο Κάστρο, Λιάνα Σταρίδα , εκδ. ΙΤΑΝΟΣ,2013
Από όσα θυμούμαι το Μεγάλο Κάστρο, Μανώλης Δερμιτζάκης, εκδ. Δοκιμάκης , 2008
Βικελαία Δημοτική Βιβλιοθήκη Ηρακλείου
Ηράκλειο – Χάνδαξ, Στέφανου Ξανθουδίδου, 1964
Εφημ. Πατρίς
*Με το ποδήλατό μου …Στις γειτονιές του Μεγάλου Κάστρου, Ελένη Μπετεινάκη….

Παρασκευή 28 Ιουλίου 2017

Χωρίς καλές ιστορίες και παραμύθια η ζωή μας θα ήταν μονότονη...



Τα « παραμύθια του Σαββάτου»… γράφει η Ελένη Μπετεινάκη*

Παραμύθια μαγικά, σαν τον παλιό καιρό των γιαγιάδων, των παππούδων, των τρανών αφηγητάδων.  Παραμύθια για την αγάπη, τη ζωή, τα όνειρα και τα …ακατόρθωτα. Ιστορίες, πάλι, σύγχρονες, που αναλύουν τα δύσκολα, τα υπερβολικά, τα σημεία των καιρών. Ιστορίες που νικούν το κάτοπτρο του χρόνου, που καθρεφτίζουν μυαλό και ψυχή και που φτάνουν ίσαμε εκεί που η Ιστορία παίρνει σάρκα και οστά!
Χωρίς καλές ιστορίες και παραμύθια η ζωή μας θα ήταν μονότονη, άνοστη και βαρετή. Ας μην ξεχνάμε την μαγεία και την κάθαρση που φέρνει πάντα ένα τέλος, ειδικά όταν όλοι ζουν καλά κι εμείς ακόμα καλύτερα!

Θωμάς Q.Bit, Βαγγέλης Ηλιόπουλος, ταξιδιώτης στο κάτοπτρο του χρόνου, εικ: Θανάσης Κατσίλλης, εκδ. Πατάκης

« Η διαδρομή της ζωής μας τέμνεται με τα διαδρομές των ζωών των άλλων ανθρώπων και από αυτούς διαλέγουμε κάποιους που μας ταιριάζουν και γινόμαστε φίλοι. Και προχωράμε. Και προχωράμε. Και προχωρούν κι αυτοί στις δικές τους διαδρομές. Και η φιλία κάνει μαγικά τις διαδρομές μας να τέμνονται ξανά και ξανά. Για πόσο; Κανείς δεν ξέρει. Για όσο…»

Ένα συναρπαστικό νεανικό, ιστορικό, κοινωνικό μυθιστόρημα. Γραμμένο από  τον συγγραφέα Βαγγέλη Ηλιόπουλο που με αυτήν τη συγκεκριμένη του γραφή, αποδεικνύει πως μπορεί να γράψει εξίσου μοναδικά για μικρά παιδιά, για  έφηβους , για νέους αλλά και για όλους εμάς που πια δεν είμαστε στα χρόνια της πρώτης μας νιότης. Μια ιστορία μυθοπλασίας που αντλεί το θέμα της από τη σύγχρονη «μάστιγα»  της εποχής, την υπερβολική χρήση ηλεκτρονικών συσκευών και παιχνιδιών που με μοναδικό τρόπο μπλέκεται το χθες με το σήμερα. Πτυχές ιστορίας που κάνουν τον κάθε νέο να αναρωτηθεί, να συλλογιστεί, να ψάξει και να καταλάβει τι ακριβώς σημαίνει «πόλεμος», νεκρός, τραυματίας, σκοτώνω, στρατιώτης, κι όλες αυτές τις λέξεις που με τόσο ευκολία χρησιμοποιεί στα παιχνίδια του …καμαρώνοντας, ο Θωμάς,  και όλα τα νέα παιδιά πια. Για τις νίκες  και τα νούμερα των «σκοτωμένων» ή διαμελισμένων ηρώων του κάθε αιματηρού και βιαίου παιχνιδιού τους!
Βιβλίο έκπληξη με απίστευτη πλοκή, θέμα, ροή και υπόθεση. Καθηλωτική αρκετές φορές. Πανέξυπνη χρήση όρων και περασμάτων στην  ιστορία. Μια παρέα, μια ιδέα, ήρωες που μπλέκονται  στο χρόνο με μέλη οικογενειών, με μαρτυρίες  και γεγονότα  που σημάδεψαν ολόκληρες γενιές,   τρυφερές ηλικίες τότε και προχωρημένες σήμερα.
Μυθιστόρημα καταλυτικό που δίνει με αριστουργηματικό τρόπο τις επιπτώσεις της πολύωρης χρήσης ηλεκτρονικών παιχνιδιών. Πολλοί οι σημερινοί Θωμάδες του χακαρίσματος και παιχνιδιών διαδικτύου , λίγοι καταφέρνουν να ξεφύγουν από τη συνήθεια, την ένταση και τα προβλήματα που γεννιούνται πια εξαιτίας των ηλεκτρονικών συσκευών και της ασύστολης χρήσης τους, στους νέους. Χρηστές που ζουν μια εικονική πραγματικότητα που δεν έχει καμιά σχέση με την αληθινή ζωή. Το « Παίζω μόνος μου» η ομάδα παιχνιδιού που ανήκει από ένα σημείο και μετά ο Θωμάς ο Qbit θα μπορούσε να  ονομάζεται « Μπες στην θέση του άλλου». Αναδρομή στην ιστορία, σκέψεις  και τρίξιμο μυαλού και συνείδησης για τη  ευκολία του …«πολέμου».
Βιβλίο που συστήνεται ανεπιφύλακτα σε όλους, ιδιαίτερα σε εφήβους. Χωρισμένο σε κεφάλαια που εκτός της πλοκή τους περιέχουν και μικρές παραγράφους κατασταλαγμάτων ψυχής . Υπέροχη σύνδεση με το αριστουργηματικό βιβλίο του Βίκτωρος Ουγκώ, οι Άθλοι. Πέρα από πληροφορίες και αναφορές αναπιάνεται  επίσης μια εποχή της σύγχρονης ελληνικής ιστορίας σε ένα χωριό της Προπονήσου, το Κλωνάρι.
Μια περιπέτεια σύγχρονη, επιστημονικής φαντασίας ίσως, σενάριο ένας καλοδουλεμένου ηλεκτρονικού παιχνιδιού ή ταινίας που πραγματικά συναρπάζει με τον τρόπο που είναι γραμμένο. Απνευστί δια διαβάστηκε κι από μένα και από τον έφηβο γιο μου, ο οποίος παράτησε κι εκείνος για λίγο ό, τι είχε σχέση με ηλεκτρονικά για να δει… τη συνέχεια! Κι η εκτίμηση του έργου χωράει σε μια νεανική φράση « Πολύ προχώ…»
Θρίαμβος για τη σημερινή εποχή, να καταφέρει ένα βιβλίο, ένας συγγραφέας ς να κερδίσει γράφοντας για τα ηλεκτρονικά παιχνίδια…. «τα ηλεκτρονικά παιχνίδια».
 
Ίσως το ταξίδι στο χρόνο να αποτελεί ένα μυστήριο και μια ίντριγκα που πάντα θα εμπνέει όλους μας αλλά σε τούτο το βιβλίο υπάρχει κι ένα άλλο θέμα δύσκολο  σε τέτοιες  τρυφερές και « παράξενες » ηλικίες. Είναι το θέμα και η διάσταση του θανάτου, της απώλειας, της σύγχυσης που επικρατεί σε όσους πια ασχολούνται με πολεμικά παιχνίδια στο διαδίκτυο ή αλλού και με την γραφή του ο Βαγγέλης, κτύπα κόκκινο καμπανάκι σε μυαλό και ψυχή. 

Το βιβλίο θίγει ένα σωρό άλλα  θέματα. Νεανικές οργανώσεις, φιλίες, μυστικά οικογενειών, αλήθειες και ψέματα, φιλία, έρωτας, αγάπη. Αναζήτηση του ίδιου του του εαυτού κάνει ο Θωμάς, έλεγχος αντοχών και ορίων. Αυτοεκτίμηση λοιπόν, αυτοέλεγχος και αναζήτηση ψυχής και ευτυχίας!
Ταξίδι στο χρόνο, στο χωροχρόνο, στον μέλλον, στο παρελθόν, στις εικόνες τις υπαρκτές, τις εικονικές και τις άλλες που όλοι έχουμε δημιουργήσει με τις δικές μας αλήθειες. 

Θα μπορούσα να γράψω σελίδες ακόμα για τούτο το βιβλίο που πραγματικά με συνεπήρε. Προτιμώ το δικό μου ταξίδι μέσα από το Κλωνάρι, το Παρίσι του 1900 και τον ηλεκτρονικό κόσμο κλίνει με ένα από τα σπουδαία αποσπάσματα των …πλάγιων γραμμών  :

« Μπλέκει το πραγματικό με το φανταστικό και που να βρεθεί η αλήθεια. Μόνος του ο νους φτάνει να  την ανακαλύψει; Όχι. Σίγουρα όχι. Γιατί ο νους μπερδεύεται και χρειάζεται και μια άλλη νοημοσύνη. Αυτή της ψυχής , που ξέρει να ξεχωρίζει, χωρίς να μπορεί τίποτα να την ξεγελάσει. Η δική της αλήθεια δεν μπορεί να παραποιηθεί … »

Περισσότερα για την υπόθεση του βιβλίου εδώ: http://www.patakis.gr/viewshopproduct.aspx?id=728188
 
Για παιδιά και νέους από 9 χρόνων…. για όλους μας!

 Η κλέφτρα των Ονείρων, Μαρία Παπαγιάννη, εικ: Alessandra Toni, εκ.  Πατάκης

Ένα βιβλίο μικρό που χωρεί σε κάθε τσέπη κι έχει μέσα του ένα πολύτιμο θησαυρό. Τρεις ιστορίες μαγικές, τρία παραμύθια του ονείρου, της αγάπης, της ευτυχίας. Όπως εκείνο τον παλιό καιρό που τα παραμύθια μάγευαν κ ί ήθελες  συνέχεια να τα ακούς, έτσι και τούτες εδώ οι ιστορίες  της Μαρίας Παπαγιάννη. Βάλσαμο στην ψύχη, έρωτας με την πρώτη ματιά στο όμορφο, στο καλό , στο μαγικό γράψιμο. Γραμμένα σαν να ΄ναι εκείνα τα παλιά τα λαϊκά τα παραμύθια της γιαγιάς και των σπουδαίων αφηγητάδων . Γεμάτα με στοιχεία των καλών παραμυθιών, αιώνια πάλη του καλού με το κακό. Γεμάτα μάγισσες, δράκους, στοιχειά, γίγαντες, Μοίρες που γράφουν το ριζικό που θες να αλλάξει κάπου, κάπως. Επανάληψη του μαγικού αριθμού 3 και ταξίδια με προσπάθεια υπερηρώων . Δρόμοι στρωμένοι με δυσκολίες αλλά που πάντα ο ήρωας  με εκείνον τον βοηθό του, τον από μηχανής θεό και τα  μαγικά  του στοιχεία, καταφέρνει να φτάσει στον προορισμό του.
Πόσα θέματα δεν κρύβουν τούτες οι σελίδες. Πόση αλήθεια και σοφία αλλοτινή για αγάπες και όρους παντοτινούς.
 Γράφει στο πρώτο παραμύθι της η Μαρία Παπαγιάννη για την ψυχή της μάνας που χαρίζει τα όνειρα της στην κακιά μάγισσα μόνο και μόνο για να έχει ένα παιδί. Κι ο νιος σαν μεγαλώνει δείχνει την αντρειοσύνη του, το πείσμα, την επιμονή, την δική του αγάπη , την τόλμη των νιάτων του, αψηφώντας κινδύνους και εμπόδια προκείμενου να φέρει πίσω την ευτυχία , τα όνειρα της μάνας. Θα περάσει δοκιμασίες  και απογοητεύσεις. Θα παρασυρθεί και θα ξεχάσει τα λόγια τα σοφά, τις συμβουλές. Πρέπει ο ίδιος να πάθει για να μάθει ώσπου θα τον αλλάξουν πάλι τα σημάδια της αγάπης.
Στο δεύτερο παραμύθι, «Ο Δράκος που άρπαξε την αγάπη» αρχίζει με τις Μοίρες που χαρίζουν τα δώρα τους στις τρεις θυγατέρες. Τρεις οι μοίρες, τρία και τα καλά ή κακά που ορίζουν για καθεμιά. Η πρώτη θα ‘ναι λογική κι εργατική, η δεύτερη θα ΄ταν όμορφη, νοικοκυρά κι υπομονετική. Η τρίτη, η μικρότερη θα χει την τρέλα του ανέμου και τα πόδια στη θάλασσα και τα μυαλά στ΄ αστέρια. Κι οι τρεις θα λαβώνονταν από την αγάπη. Μα το σημάδι της μικρότερης της Αριάδνης θα ΄ναι το μαγικό σημείο που θα σώσει ζωές, ψυχές και όνειρα. Εκείνη θα γίνει το παλληκάρι που θα τα βάλει με τη μάγισσα, τις Μοίρες, τον Δράκο. Ένα σωρό δοκιμασίες, μαγικές θα περάσει, θα κουραστεί, θα παλέψει με τα ίδια της τα νύχια, να επιβιώσει, να προχωρήσει, να μην σταματήσει πουθενά,  ώσπου να βρει την νύχτα χωρίς αστέρια και φεγγάρι. Ώσπου η ρίζα με ανθρώπινη λαλιά θα  περπατήσει  κι ώσπου να ανθίσει το κόκκινο τριαντάφυλλο στο στήθος της. Και τότε όλα τα μάγια θα λυθούν και θα ‘ρθει το μαγεμένο παλληκάρι να τη σώσει, θα ΄ρθει η αληθινή αγάπη και  η κάθαρση κι η αγωνία θα εξατμιστεί.
Στο τρίτο παραμύθι «Το ελιξίριο της ευτυχίας » υπάρχει ένας πατέρας αυτή τη φορά με τρεις γιούς που τους ζητά να του φέρουν το ελιξίριο της ευτυχίας μεσα σε να χρόνο. Μια μαγική καρυδιά της αυλής θα παίξει το δικό της ρόλο στο παραμύθι και οι τρεις διαφορετικοί γιοι θα ξεκινήσουν το ταξίδι της αναζήτησης…
Ο πρώτος θα βρεθεί στη χώρα της Αμπελουρίας… Θα προσπαθήσει  να κερδίσει το ελιξίριο χωρίς πολύ κόπο μα ένα ταπεινός βοηθός μάγειρα θα τον σώσει από τον θυμό του βασιλιά. Θα ταξιδέψει μέσα από τα αρώματα και τις γεύσεις των φαγητών και θα βρει το δικό του νόημα της ζωής….Ο δεύτερος γιος βρήκε τη δική του ευτυχία στη θάλασσα και τα λιμάνια του κόσμου κι ο τρίτος ο μικρότερος με τρία καρύδια στην τσέπη του ξεκίνησε τη δική του αναζήτηση βοηθώντας μια φτωχή γυναίκα που θα του πει που και πως θα φτάσει στον προορισμό του. Συμβουλές, παραινέσεις, δοκιμασίες  και πάλι. Θα συναντήσει μια πανέμορφη νεράιδα , θα τα βάλει  με γίγαντα, και θα πάρει το πολυπόθητο μπουκαλάκι με μια σταγόνα από το μαγικό φίλτρο της ευτυχίας. Μαζί του κι η κοπέλα που αγάπησε πολύ….
Τρία παραμύθια γεμάτα αγάπη και ομορφιά για τη ζωή. Γραμμένα με γλώσσα πλούσια, γεμάτα εικόνες ,χρώμα και φαντασία αστέρευτη. Ψάξτε τα, βρείτε τα , διαβάστε τα, όσοι δεν τα ξέρετε ήδη, πείτε τα  στα μικρότερα παιδιά. Αφήστε τα να νοιώσουν την  μαγεία των καλών ιστοριών, τη μαγεία της φαντασίας , το κακό να νικιέται  από το καλό.Τη δύναμη της αγάπης να φτάνει πέρα και από τον ουρανό, το θυμό να καταλαγιάζει με την λαχτάρα για ζωή. Την ορμή των νιάτων, την πορεία και το δρόμο του καθενός που τον ορίζουν οι Μοίρες και η δική του θέληση και μπόρεση. 

Μαγεία, αλήθεια, φαντασία και λίγο ψέμα, η καλύτερη συνταγή των παραμυθιών!

Για όλα τα παιδιά και σε όσους αγαπούν τις καλές ιστορίες και παραμύθια!

*Η Ελένη Μπετεινάκη είναι νηπιαγωγός

Δημοσιεύτηκε στο Cretalive.gr στις 29 Ιουλίου 2017  :http://www.cretalive.gr/culture/ta-paramythia-toy-sabbatoy-65