Το παραμύθι της βροχής

Παρασκευή 1 Απριλίου 2016

Καλημέρα σας κ. Άντερσεν …



« Η ζωή του κάθε ανθρώπου είναι ένα παραμύθι γραμμένο με τα δάκτυλα του Θεού!» 
Xανς Κρίστιαν Άντερσεν

Της Ελένης Μπετεινάκη*

Σήμερα συμπληρώνονται   211 χρόνια από την 2α Απριλίου του 1805, γενέθλιος ημέρα ενός από τους μεγαλύτερους παραμυθάδες του κόσμου. Διπλή γιορτή, διπλή χαρά σήμερα. Μπορεί ο Χανς Κρίστιαν Άντερσεν να μην βρίσκεται στη ζωή εδώ και πάρα πολλά χρόνια ήταν όμως τόσο σημαντικό το έργο του που ο κόσμος ολόκληρος τον τιμά και θυμάται πάντα την ημέρα που γεννήθηκε. Και για να μην ξεχάσει ποτέ κανείς τίποτα για αυτόν, αποφάσισαν να γιορτάζουν κι εκείνη την ημέρα τα παιδικά βιβλία, τα παραμύθια, κι όλοι όσοι αγαπούν και στηρίζουν το παιδικό βιβλίο, τελικά!
Το παραμύθι της ζωής του πιο μεγάλου παραμυθά στον κόσμο παραμένει αναλλοίωτο στο χρόνο γιατί είναι πέρα για πέρα αληθινό …

 «…Σουτ! Αρχίζει το παραμύθι! Όταν τελειώσει, θα ξέρουμε περισσότερα απ΄ότι τώρα…» Χ.Κ.Άντερσεν

Ήταν λοιπόν μια φορά κι έναν καιρό, πριν πολλά πολλά χρόνια στις 2 Απριλίου του 1805, σε μια μικρή πόλη της Δανίας, την Οντένσε, ένα νεογέννητο μωρό,  ο Χανς , γιός ενός φτωχού τσαγκάρη και μιας πλύστρας. Μεγαλώνει όπως όλα τα παιδιά εκείνης της εποχής και αν και είναι ένα πολύ μικρό αγόρι , αδύναμο και καχεκτικό, έχει  πολλή φαντασία και ταλέντο στην ποίηση, στο θέατρο και στη δημιουργία ιστοριών. Σε ηλικία 7 χρονών βλέπει την πρώτη θεατρική του παράσταση κι αποφασίζει πως όνειρο της ζωής του είναι να γίνει ηθοποιός. Μένει ορφανός στα 11 του χρόνια και κάνει χίλιες δυο δουλειές για να επιβιώσει. Το όνειρο του μένει ανεκπλήρωτο, όμως συνεχίζει να ελπίζει και να δημιουργεί με την φαντασία του ιστορίες .Τις  παίζει με κούκλες σε ένα  μικρό κουκλοθέατρο που έχει κατασκευάσει  ο ίδιος, για να ξεφεύγει από την μοναξιά του. Με πολλές δυσκολίες καταφέρνει να τελειώσει το Γυμνάσιο στα 23 του χρόνια, λένε με βοήθεια πολλών επιφανών ανδρών της εποχής ανάμεσά τους κι ο ίδιος ο βασιλιάς της Δανίας Φρειδερίκος ο 6ος. Από το 1822 γράφει συνεχώς …Βρισκόμαστε στα 1828 και ο Χανς καταφέρνει να πετύχει τις εξετάσεις και να γίνει δεκτός στο πανεπιστήμιο της Κοπεγχάγης. Δεν ολοκληρώνει ποτέ τις σπουδές του, συνεχίζει όμως το γράψιμο  και σιγά σιγά  αρχίζει  να γίνεται γνωστός. Ένα από τα έργα που γράφει παρουσιάζεται στο Βασιλικό Θέατρο . Στα 1835 καταφέρνει να γράψει το πρώτο του ολοκληρωμένο βιβλίο για παιδιά. Οι ιστορίες του δημιουργούν ταραχή στους λογοτεχνικούς κύκλους .Όπως  λένε οι κριτικοί, « ένα νέο αστέρι γεννιέται». Τα παιδιά αρχίζουν να τον αγαπούν .Πιστεύουν πως είναι  ένας άγγελος που γράφει ωραίες ιστορίες . 

Του αρέσουν πολύ τα ταξίδια και γράφει αρκετή ταξιδιωτική λογοτεχνία. Στις 15 Μαρτίου  1841 ανεβαίνει στο ατμόπλοιο « Λεωνίδας » και στις 19 του ίδιου μήνα   καταφέρνει να έρθει στην Ελλάδα. Ενθουσιασμένος  γράφει στο ημερολόγιό του :

«…Πέρα απ τη φωτεινή γαλάζια θάλασσα με χαιρετά η Ελλάδα. Αγνάντια από τα μάτια μου ο Μοριάς με το χιονόσκεπο βουνό να στράφτει στις  λιαχτίδες, και το δελφίνι που πετά και χαίρεται το κύμα».  Με μια άμαξα κυκλοφορεί στην Αθήνα , στο Θησείο , στο Φάληρο, στον Κολωνό. Ανεβαίνει στην Ακρόπολη στις 2 Απριλίου του 1841 και γιορτάζει εκεί τα γενέθλια του κλείνοντας τα 36 του χρόνια . Μαγεύεται από τον Παρθενώνα  και τον επισκέπτεται  σχεδόν καθημερινά : « Στενά μονοπάτια σε οδηγούν ανάμεσα σε σπασμένα κιονόκρανα που είναι,σαν το χιόνι, εκθαμβωτικά λευκά…» έγραψε ένα βράδυ επιστρέφοντας στο μικρό ξενοδοχείο όπου έμενε, στην οδό Ερμού,  στην « Πόλη της Μινέρβας» , όπως αποκαλεί την Αθήνα, « με τρία φράγκα ημερησίως » σε ένα δωμάτιο με θέα τον δρόμο. Ο Πειραιάς αναφέρει έχει « περίπου 120 σπίτια…» και ο δρόμος  προς την πρωτεύουσα που «…λίγα χρόνια πριν ήταν απλώς ένας βάλτος…» μοιάζει πια με εθνική οδό.

Στην Αθήνα που μένει περίπου έναν μήνα καταφέρνει να πραγματοποιήσει δυο επιθυμίες του. Με την βοήθεια της δανικής παροικίας και των αδελφών Κρίστιαν και Θεόφιλου Χάνσεν, αρχιτεκτόνων που έκτισαν πολλά από τα σπουδαία  κτίρια των Αθηνών,  όπως το Πανεπιστήμιο, την Ακαδημία , τη Βιβλιοθήκη και το Νομισματοκοπείο κατάφερε να διαβάσει  έργα του σε λογοτεχνικούς κύκλους της Αθήνας  και να γίνει δεκτός από το βασιλικό ζεύγος.

Το 1867 η πόλη του η Οντένσε του χαρίζει το «κλειδί της πόλης ». Συνεχίζει να γράφει και να εκδίδει τα βιβλία του αντλώντας τα θέματα του από τον χαρακτήρα του αιώνιου παιδιού, από μύθους, θρύλους και μπαλάντες της χώρας του. Τον πόνο και την αποτυχία την διαδέχεται στα παραμύθια του η γενναιοδωρία και η ελπίδα στη δικαιοσύνη.

Ένα ακόμα ατύχημα στη ζωή του σε μεγαλύτερη ηλικία πια  σημαίνει και το τέλος του. Ενώ κοιμάται πέφτει από το κρεβάτι του και τραυματίζεται σοβαρά . Περνούν τρία ολόκληρα χρόνια που δεν καταφέρνει να αναρρώσει και φεύγει από την ζωή στα 1875 έχοντας ξεπεράσει τα σύνορα της χώρας του , τον χώρο και τον χρόνο. Το όνομά του θα ταυτιστεί  με τα παραμύθια. Μέσα από αυτά ψιθυρίζει ένα μήνυμα στα παιδιά :

« Αν έχεις ένα όνειρο , μπορείς να γράψεις για τον εαυτό σου μια μαγευτική ιστορία !» 

Και να θυμάστε λέει  : « Τα παραμύθια είναι περήφανα. Έρχονται μόνο όταν τους αρέσει…»

Πολλά τα παραμύθια που έχει γράψει, όπως : « Η μικρή γοργόνα»,  « οι μαγικές γαλότσες», « Το ασχημόπαπο που έγινε κύκνος», « τα καινούργια ρούχα του Αυτοκράτορα», « Το κοριτσάκι με τα σπίρτα», « Η βασίλισσα του χιονιού», « Η μαγική κασέλα», « Τα κόκκινα παπούτσια », « Η πριγκίπισσα και το μπιζέλι», « Η τοσοδούλα » , « Ο γιός του μπαλωματή», « Το μικρό χριστουγεννιάτικο έλατο», « Ο καπνοκαθαριστής  και η βοσκοπούλα »,  « Ο μολυβένιος στρατιώτης», « οι αγριόκυκνοι» και τόσα άλλα.

“…Το να ζεις μόνο δεν είναι αρκετό, είπε η πεταλούδα. Πρέπει να έχεις λιακάδα, ελευθερία και ένα μικρό λουλούδι…” Xανς Κρίστιαν Άντερσεν

Στον μαγικό κόσμο που δημιούργησε ο Άντερσεν όλοι και όλα έχουν δικαίωμα στη ζωή και στην αγάπη, άνθρωποι, ζώα ακόμη και αντικείμενα. Λένε πως μετουσίωνε και τους έρωτες που ο ίδιος δεν έζησε και τους έδινε την αθανασία όπως ο Σβούρος που έμεινε μόνος του ή ο Κνουδ που τον εγκατέλειψε η Γιοχάνε. Όπως ο Μολυβένιος στρατιώτης που αγάπησε ως το θάνατο την όμορφη μπαλαρίνα ή ο παλιάτσος που είδε την αγαπημένη του κολομπίνα να παντρεύεται άλλον. Όπως  ο Ιμπ που τόσο πολύ ήθελε την Χριστίνα κι εκείνο το έλατο το χριστουγεννιάτικο που όλο κάτι ήθελε στην ζωή του, ανικανοποίητο πάντα. Ο ίδιος ήταν σαν να έπαιρνε μέρος  στα ιστορίες του κι ήταν περισσότερο απ΄όλους τους ήρωες  του το «Ασχημόπαπο» που περίμενε καρτερικά την αναγνώριση ώσπου μεταμορφώθηκε σε έναν πανέμορφο κύκνο. Τραγούδησε την φύση, την αγάπη  την ίδια τη ζωή κι ο λόγος ήταν όπως έγραψε σε ένα από τα ποιήματα  του …το τραγούδι του ανθρώπου δεν τελειώνει ποτέ !
Κι έζησε αυτός στον χρόνο για πάντα  …κι εμείς θα χαιρόμαστε να  τον ακούμε και τον διαβάζουμε !
Σήμερα λοιπόν μια τόσο ξεχωριστή μέρα για το παιδικό βιβλίο η Διεθνής Οργάνωση Βιβλίων για την Νεότητα ( IBBY) στέλνει για ακομα μια φορλα το μληνυμα και την αφίσα της σε ολόκληρο τον κόσμο με σκοπό να εμπνεύσει στα παιδιά την αγάπη για το διάβασμα και να στρέψει το βλέμμα όλων στο παιδικό βιβλίο.

Για το 2016, το υλικό του εορτασμού το έχει αναλάβει η ΙΒΒΥ της Βραζιλίας.

Το φετινό  μήνυμα της ΙΒΒΥ για την Παγκόσμια Ημέρα του Παιδικού Βιβλίου με τίτλο :Μια φορά κι έναν καιρό… στις 2 Απριλίου 2016!

 «…Μια φορά κι έναν καιρό ήταν μια … πριγκίπισσα; Όχι. Μια φορά κι έναν καιρό ήταν μια βιβλιοθήκη. Ήταν και ένα κορίτσι που το έλεγαν Λουΐζα και πήγε πρώτη του φορά στη βιβλιοθήκη. Περπατούσε αργά, σέρνοντας μια τεράστια σάκα με ρόδες. Κοίταζε παντού τριγύρω με έκπληξη: Ράφια και άλλα ράφια γεμάτα με βιβλία …τραπέζια, καρέκλες, χρωματιστά μαξιλάρια, ζωγραφιές στους τοίχους και αφίσες.
«Έφερα μια φωτογραφία μου» είπε ντροπαλά στον βιβλιοθηκάριο.
«Θαυμάσια Λουΐζα. Θα ετοιμάσω την κάρτα σου για τη βιβλιοθήκη. Στο μεταξύ, διάλεξε κάποιο βιβλίο. Μπορείς να διαλέξεις ένα και να το πάρεις στο σπίτι σου, εντάξει;»
«Ένα μόνο;». Ρώτησε η Λουΐζα απογοητευμένη.
Χτύπησε το τηλέφωνο εκείνη τη στιγμή και ο βιβλιοθηκάριος άφησε το κορίτσι μοναχό του να κάνει αυτή τη δύσκολη δουλειά, να διαλέξει μόνο ένα από τη θάλασσα εκείνη των βιβλίων στα ράφια. Η Λουΐζα έσερνε τη σάκα της τριγύρω και έψαχνε,  έψαχνε,  ώσπου βρήκε την αγαπημένη της Χιονάτη. Το αντίτυπο εκείνο είχε σκληρό εξώφυλλο και πανέμορφες εικόνες. Με το βιβλίο στο χέρι, έσυρε ξανά τη σάκα και, καθώς έκανε να φύγει κάποιος τη χτύπησε ελαφρά στον ώμο. Παραλίγο να πέσει κάτω η Λουΐζα από την έκπληξη. Δεν ήταν άλλος παρά ο Παπουτσωμένος Γάτος με το βιβλίο του στα χέρια, ή μάλλον στα μπροστινά του ποδαράκια! «Τι κάνεις; Πώς είσαι;» Τη ρώτησε όλο ευγένεια. «Αυτές τις ιστορίες με τις πριγκίπισσες δεν τις έχεις μάθει  όλες πια Λουΐζα; Γιατί δεν παίρνεις το βιβλίο μου; Τον Παπουτσωμένο Γάτο, που είναι πιο αστείο;»
Κατάπληκτη η Λουΐζα με τα μάτια γουρλωμένα, δεν ήξερε τι να πει.
«Τι συμβαίνει; Σου έφαγε τη γλώσσα η Γάτα;» Αστειεύτηκε αυτός.
«Είσαι στ’ αλήθεια ο Παπουτσωμένος Γάτος;»
«Εγώ είμαι. Ολοζώντανος. Πάρε με, λοιπόν, στο σπίτι σου και θα τα μάθεις όλα για την ιστορία μου με τον Μαρκήσιο του Καραμπά».
Το κορίτσι, σαστισμένο ακόμη, συμφώνησε ναι με το κεφάλι.
Ο Παπουτσωμένος Γάτος, με ένα σάλτο μαγικό ξαναμπήκε στο βιβλίο και μόλις η Λουίζα ξαναέκανε να φύγει κάποιος  την ξαναχτύπησε ελαφρά στον ώμο. Ήταν εκείνη!
«Άσπρη σαν το χιόνι, μάγουλα σαν τριαντάφυλλα και μαλλιά μαύρα σαν τον έβενο». Ξέρετε ποια ήταν;
«Η Χιονάτη!» φώναξε η Λουΐζα έκθαμβη!
«Λουΐζα πάρε με κι εμένα! Αυτό το αντίτυπο είναι πιστή αναδιήγηση της ιστορίας που έγραψαν οι αδερφοί Γκριμ!» της είπε δείχνοντας το βιβλίο της.
Έτοιμη ήταν η Λουΐζα ν’ αλλάξει πάλι το βιβλίο, μα ο Παπουτσωμένος Γάτος εκνευρίστηκε:
«Χιονάτη, η Λουΐζα έχει αποφασίσει! Γύρνα στους έξι νάνους σου!»
«Οι νάνοι μου είναι εφτά και η Λουΐζα δεν έχει αποφασίσει ακόμα τίποτα!» φώναξε η Χιονάτη , κόκκινη από θυμό.
Γύρισαν τότε και οι δύο στο κορίτσι να δουν τι θ’ απαντήσει.
«Δεν ξέρω ποιο να πάρω. Θέλω να τα πάρω όλα…»
Ξάφνου τότε συνέβη κάτι αναπάντεχο κι ολότελα παράξενο. Όλοι οι ήρωες άρχισαν να βγαίνουν από τα βιβλία τους. Η Σταχτοπούτα, η Κοκκινοσκουφίτσα, η Ωραία Κοιμωμένη , η Ραπουνζέλ… Μια παρέα από πραγματικές πριγκίπισσες…
«Πάρε με μαζί σου Λουΐζα!» την παρακαλούσε καθεμιά τους.
«Χρειάζομαι μόνο ένα κρεβάτι για να κοιμηθώ λιγάκι» χασμουρήθηκε η Ωραία Κοιμωμένη.
«Μόνο εκατό χρονάκια!» την κορόιδεψε ο Παπουτσωμένος Γάτος.
Η Σταχτοπούτα άρχισε να λέει: «Θα σου καθαρίσω το σπίτι εγώ, μόνο που το βράδυ έχω να πάω σε χορό στο παλάτι του…»
«Του πρίγκιπα!» έβαλαν τα γέλια όλοι.
«Στο καλάθι μου έχω πίτα και κρασί. Θέλει κανένας λίγο;» τους πρόσφερε η Κοκκινοσκουφίτσα.
Εμφανίστηκαν τότε και άλλοι ήρωες παραμυθιών: το Ασχημόπαπο, το Κοριτσάκι με τα σπίρτα, ο Μολυβένιος Στρατιώτης και η Μπαλαρίνα….
«Μπορούμε να έρθουμε μαζί σου; Είμαστε όλοι ήρωες του Άντερσεν» της είπε το Ασχημόπαπο που δεν ήταν στ’ αλήθεια τόσο άσχημο.
«Είναι ζεστό το σπίτι σου;» ρώτησε το κοριτσάκι με τα σπίρτα.
«Αχ, αν έχει τζάκι καλύτερα να μείνουμε κοντά της…» μουρμούρισαν ο Μολυβένιος Στρατιώτης και η Μπαλαρίνα.
Φάνηκε τότε ξαφνικά μπροστά τους ένας άγριος λύκος δείχνοντας τα φοβερά του δόντια! «Ο Μεγάλος Κακός Λύκος!!!»
«Τι μεγάλο στόμα που έχεις Λύκε!» θαύμασε από συνήθεια η Κοκκινοσκουφίτσα.
«Θα σας προστατέψω εγώ!» είπε με γενναιότητα ο Μολυβένιος Στρατιώτης.
Την ίδια στιγμή άνοιξε ο Μεγάλος Κακός Λύκος το τεράστιο στόμα του και… τους έφαγε όλους; Όχι. Απλά χασμουρήθηκε κουρασμένος και είπε ήρεμα:
«Ησυχάστε όλοι! Μια ιδέα ήθελα μόνο να σας πω. Η Λουΐζα μπορεί να πάρει το βιβλίο που θέλει, τη Χιονάτη κι εμείς να μπούμε μες τη σάκα της, που μας χωράει όλους».
Την ιδέα την βρήκαν όλοι εξαιρετική!
«Μπορούμε Λουίζα;» ρώτησε το κοριτσάκι με τα σπίρτα που έτρεμε από το κρύο.
«Βέβαια!» είπε εκείνη και άνοιξε τη σάκα της.
Οι ήρωες των παραμυθιών, μπήκαν στην γραμμή και ετοιμάστηκαν.
«Πρώτα οι πριγκίπισσες» πρόσταξε η Σταχτοπούτα.
Την τελευταία στιγμή εμφανίστηκαν ένα σωρό ήρωες από βιβλία βραζιλιάνικα. Και μπήκαν μέσα όλοι.
Η σάκα με τις ρόδες ήταν τώρα πιο βαριά από ποτέ. Ήταν τόσο βαριοί οι ήρωες! Η Λουΐζα πήρε το βιβλίο, τη Χιονάτη κι ο βιβλιοθηκονόμος το έγραψε στην κάρτα της.
Λίγο αργότερα, το κορίτσι έφτασε στο σπίτι του ευχαριστημένο και η μητέρα του ρώτησε από μέσα:
«Γύρισες χρυσό μου;»
«Γυρίσαμε!»
 Luciana Sandroni, Ibby Βραζιλίας.
Μετάφραση: Λότη Πέτροβιτς Ανδρουτσοπούλου

Αναμφισβήτητα υπάρχουν χιλιάδες βιβλία που έχουν γραφτεί για παιδιά. Ωστόσο ανάμεσα τους υπάρχουν και αρκετά που είναι ακατάλληλα .Το δικαίωμα  της επιλογής είναι αυτό που τα ξεχωρίζει . Η διαχρονικότητά τους, η ιστορία τους, τα μηνύματα που περιέχουν αλλά και η απόλαυση που νοιώθει ένας μικρός αναγνώστης διαβάζοντας  ένα παιδικό βιβλίο. Σήμερα λοιπόν γιορτάζουν τα βιβλία… κι ίσως θα έπρεπε να ΄ναι μια μέρα επίσης αφιερωμένη στα παιδιά. Στα παιδιά που με την φαντασία τους μας ταξιδεύουν όπως και τα βιβλία. Στους παραμυθάδες τούτου του κόσμου που στ αλήθεια είναι πολλοί. Στους συγγραφείς που με το ταλέντο τους μας χαρίζουν ώρες ξεγνοιασιάς και περιπέτειας, χαράς και απόλαυσης , κάθαρσης και σκέψης, μα και στους εικονογράφους που χωρίς τα δικά τους πινέλα και φαντασία που ζωντανεύουν τόσους χάρτινους ήρωες ς, οι ιστορίες μπορεί  και να ήταν διαφορετικές και άχρωμες!

Xρόνια σας πολλά κ. Άντερσεν, που πάντα θα ζεις μέσα στις καρδιές μας…
Xρόνια σου πολλά παιδικό βιβλίο…
Xρόνια σας πολλά συγγραφείς  και εικονογράφοι  του κόσμου…
Xρόνια πολλά σ΄όλα τα παραμύθια γιατί χωρίς αυτά η ζωή δεν  θα ΄χε καθόλου φαντασία και …όνειρο!

*Η Ελένη Μπετεινάκη είναι νηπιαγωγός
Δημοσιέυτηκε στο cretalive.gr στις 2 Απριλίου 2016  :http://www.cretalive.gr/history 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου